Τετάρτη 11 Ιουνίου 2014

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΑΝΑΧΩΡΗΤΩΝ


Ο μακάριος γέρων παπά – Γρηγόριος διηγούνταν στα έσχατά του το εξής περιστατικό : Λειτουργούσα, έλεγε, τη Μεγάλη Πέμπτη και προς το τέλος της Λειτουργίας παρουσιάσθηκε στο ναύδριο της Καλύβης μου ένας νέος μοναχός που βαστούσε αναμμένο φαναράκι. Αφού εισήλθε στο ιερό βήμα μου είπε :
«να μη καταλύσεις όλη τη κοινωνία, άγιε Πνευματικέ, είναι ανάγκη να έλθεις να κοινωνήσεις τρεις αδελφούς, που μένουν εδώ πιο πάνω, γι΄ αυτό ήλθα να σε άρω».



Συμμορφώθηκα, χωρίς να ρωτήσω περισσότερο και τον ακολούθησα βαστάζοντας τα άγια Μυστήρια, και μετά από λίγο παρόλη την απότομη ανηφόρα και την γεροντική μου ηλικία, φθάσαμε σε ένα ευρύχωρο σπήλαιο, όπου μας ανέμεναν οι τρεις αδελφοί μοναχοί.



Κοινώνησαν αμέσως και αφού με ευχαρίστησαν, και είπαν παρακλητικά «να έλθεις και του χρόνου, άγιε πάτερ, την Μεγάλη Πέμπτη να μας κοινωνήσεις, να μην πεις όμως σε κανέναν γι΄ αυτό, και ό,τι είδες εδώ».



Εννοείται απ΄ όσα είδα και άκουσα δεν ρώτησα τίποτα, και με τη συνοδεία του νέου αναχώρησα. κατόπιν εκείνος, έβαλε μετάνοια, ασπάστηκε το άγιο αρτοφόριο και με κατευόδωσε λέγοντάς μου ότι επιστρέψει. Βαδίζοντας έστρεψα το βλέμμα μου να τον δω να ανεβαίνει την ανηφόρα, αλλά δεν φαίνονταν.



Στην Σκήτη μας συνηθίζονταν όπως το Σάββατο του Λαζάρου να συγκεντρώνονται όλοι οι Πατέρες για την αγρυπνία των Βαίων στο Καθολικό, σύμφωνα με το τροπάριο : «Σήμερον η Χάρις του Αγίου Πνεύματος ημάς συνήγαγε». Το πρωί της Κυριακής κατά το έθος ανήλθαμε όλοι οι Λειτουργοί και οι Γέροντες των Καλυβών στο Συνοδικό για το κέρασμα, και μετά αναχωρήσαμε ο καθένας εις τα ίδια. Εκεί, κατά τη πνευματική συνομιλία, είπε κάποιος από την ομήγυρη : «Πώς εξέπεσεν η καλογερική σήμερον, δεν υπάρχουν αναχωρηταί Πατέρες, όπως τον παλαιόν καιρόν». Τότε εξ απροσεξίας ή συναρπαγής είπα και εγώ : «Και σήμερον υπάρχουν χάριτι Χριστού», και εις ερώτηση να πω που είναι : «Να εδώ πάνω εις στον Αίμονα» και έδειξα και με το χέρι μου.



Σε όλους έκαμε αίσθηση η ομολογία μου, αλλά δεν με ρώτησαν περισσότερα, διότι ήταν κατάκοποι από την αγρυπνία και εξαντλημένοι από τη νηστεία της Τεσσαρακοστής, έσπευδαν να αναχωρήσουν. Αναχώρησα και εγώ για το ερημητήριό μου, μεταμελημένος για την αποκάλυψη που τους έκαμα.



Την Μεγάλη Πέμπτη στη λειτουργία, φάνηκε πάλι ο νέος μοναχός, και δια νεύματος μου εξήγησε τον σκοπό. Μόλις τελείωσε η Λειτουργία, πήρα τα άγια και ακολουθώντας αυτόν, φτάσαμε και πάλι στο σπήλαιο και αφού μετάλαβαν των αχράντων Μυστηρίων, μου είπε ο πρεσβύτερος εξ αυτών : «γιατί, άγιε Πνευματικέ, παρέβης την εντολήν μας και μας αποκάλυψες εις τους αδελφούς σου ;». Χωρίς να απαντήσω, συνέχισε : «δεν πειράζει, αλλά δια την ακριτομύθιά σου αυτή, να μην έλθεις του χρόνου με τα άγια  μυστήρια, εάν δε έλθεις, θα μας εύρεις, ως θέλει ο Πανάγαθος Θεός, αλλά παρακαλούμεν να μη μας αποκαλύψεις και πάλιν».



Έφυγα μόνος μου πλέον και θαύμασα για τα παράδοξα αυτά πρόσωπα και πώς έμαθαν όσα είπα στο Κυριακό της Σκήτης και κατέληξα στο συμπέρασμα ότι πρόκειται περί αγίων ανδρών.



Το επόμενος έτος πήρα μόνο αντίδωρο και αγιασμό, ανήλθα με πολύ κόπο στο σπήλαιο και τους βρήκα νεκρούς και τους τρεις. Ο τέταρτος νέος ήταν ασφαλώς άγγελος Κυρίου που τους υπηρετούσε. Ήταν σε ύπτια στάση και με τα χέρια τους σταυρωμένα επί του στήθους. Γονάτισα και τους ασπάστηκα και όπως συμπέρανα από την ξηρότητα των αγίων λειψάνων τους, είχαν απέλθει στις ουράνιες μονές την ίδια ημέρα της Μεγάλης Πέμπτης, που είχαν μεταλάβει των αχράντων Μυστηρίων.



ΠΗΓΗ : ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΗΠΟ ΤΟΥ ΠΑΠΠΟΥ, ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΕΣ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ ΑΡΧΙΜ. ΓΑΒΡΙΗΛ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΟΥ (+), εκδ. «ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ», ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1994, σ. 72 κ.ε.

Τα θυμάσαι τα αδέρφια σου;

Έχουμε να γράψουμε ιστορία ακόμη...