Νίκου Χειλαδάκη
Δημοσιογράφου-Συγγραφέα-Τουρκολόγου
Δημοσιογράφου-Συγγραφέα-Τουρκολόγου
Την «ανάδυση» και μάλιστα κάτω από τις ακτίνες του ηλίου, νέων χρυσών ψηφιδωτών με μεγάλη θρησκευτική αξία τα οποία μέχρι σήμερα βρίσκονταν κρυμμένα από παλαιότερες παρεμβάσεις στον ναό του Παντοκράτορος της Κωνσταντινούπολης, που σήμερα είναι το Molla Zeyrek τζαμί, ανακοίνωσαν οι δημοτικές αρχές της Πόλης.
Η ανακάλυψη αυτή προκαλεί μεγάλη αίσθηση, καθώς εδώ και λίγο καιρό έχουν αρχίσει καινούργιες εργασίες συντήρησης του τζαμιού με απανωτές εκπλήξεις για τους Τούρκους. Όλο και νέα ελληνορθόδοξα σύμβολα έρχονται στο φως της δημοσιότητας, τονίζοντας τον ελληνορθόδοξο χαρακτήρα αυτού του ιστορικού μεγαλοπρεπούς κτίσματος της βασιλεύουσας.
Σύμφωνα με δημοσίευμα της τουρκικής εφημερίδας, Yeni Şafak, ο Üzlifat Canav Özgümüş, καθηγητής της Σχολής Καλών Τεχνών και Σχεδίου του πανεπιστημίου Dogüş της Κωνσταντινούπολης, δήλωσε πως κατά την διάρκεια των εργασιών συντήρησης και ανακαίνισης του Molla Zeyrek Camii, ανακαλύφθηκαν χρυσά ψηφιδωτά απ την εποχή του Βυζαντίου και κατά πάσα πιθανότητα από την εποχή του αυτοκράτορα Ιωάννη Κομνηνού και της αυτοκράτειρας Ειρήνης την ιστορία των οποίων, όπως φαίνεται, γνωρίζουν πολύ καλά οι Τούρκοι. Το εντυπωσιακό του γεγονότος αυτού είναι, όπως αποκαλύπτει και ο Τούρκος καθηγητής, ότι τα ψηφιδωτά ήρθαν στο φως κατά την ανατολή του ηλίου, (gün ışığına), στο μέρος που βρίσκονταν συσκοτισμένα θυμίζοντας μας το παρόμοιο γεγονός της αποκάλυψης πριν από τέσσερα χρόνια του αγγέλου της αγίας Σοφίας στον τρούλο του ναού που αποκαλύφτηκε όταν το μέρος όπου βρίσκονταν φωτίστηκε από τις ακτίνες του ηλίου.
Την περίοδο του Ιωάννη Κομνηνού, όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο Τούρκος καθηγητής, η μονή του Παντοκράτορος ήταν το επίκεντρο ενός μεγάλου κτιριακού συγκροτήματος που αποτελείτο από τα κελιά των μοναχών, το καθολικό της μονής, νοσοκομείο που προσέφερε ανιδιοτελώς τις υπηρεσίες του στους κατοίκους της Πόλης, φαρμακείο, ορφανοτροφείο, γηροκομείο και νεκροταφείο. Λίγο μετά την άλωση της Πόλης, όπως είναι γνωστό, η μονή έγινε τζαμί και πήρε την ονομασία Molla Zeyrek Cami. Πλησίον του κτίσματος οι Τούρκοι έκτισαν και ένα μεντρεσέ, δηλαδή ισλαμικό κατηχητικό σχολείο. Παρ’ όλα αυτά η ελληνορθόδοξη ταυτότητα του ναού ποτέ δεν λησμονήθηκε και από τους ίδιους τους Τούρκους.
Σύμφωνα με τον Üzlifat Canav Özgümüş, κατά την διάρκεια του δεκάτου ογδόου αιώνα, την περίοδο που ήταν σουλτάνος ο Μουσταφά ο τρίτος και κατά τη διάρκεια του δεκάτου ενάτου αιώνα, την περίοδο του σουλτάνου Αμπντούλχαμίτ του δεύτερου, έγιναν διάφορες εργασίες ανακαίνισης του κτίσματος. Από τότε λέγεται ότι είχε γίνει αναφορά για διάφορα υάλινα δοχεία, κανάτες, κασέλες και μπρίκια, από τη περίοδο του Ιωάννη Κομνηνού τα οποία, όπως αναφέρεται, πρέπει να ανήκαν στο φαρμακείο της μονής και τα οποία σήμερα συλλέχτηκαν και τοποθετήθηκαν σε ιδιαίτερο χώρο. Υπήρχε δηλαδή ένα οργανωμένο φαρμακείο με όλες τις προδιαγραφές για την αντιμετώπιση των ασθενειών της εποχής, την ίδια περίοδο που στην υπόλοιπη Ευρώπη ο κλάδος της ιατρικής βρίσκονταν σε πρωτόγονη κατάσταση. Επίσης παράλληλα με τα καινούργια ψηφιδωτά κατά την διάρκεια των εργασιών ανακαίνισης, ανευρέθηκαν και κάποια ιερά δισκοπότηρα, καθώς και καντήλια, που βρίσκονταν στο ιερό καθολικό ναό της μονής.
Για την ιστορία διαβάζουμε ότι η μονή αυτή ανεγέρθη από την αυτοκράτειρα Ειρήνη, σύζυγο του Ιωάννη του Κομνηνού. Την εποχή της κατασκευής της ήταν η μεγαλύτερη σε έκταση και πληθυσμό μοναχών μονή της Κωνσταντινουπόλεως. Ήταν δε η πλουσιότερη και λαμπρότερη μονή της Κωνσταντινουπόλεως. Μνημονεύεται συχνότατα στην πολιτική και εκκλησιαστική ιστορία του Βυζαντίου. Η πολυδάπανη κατασκευή του όλου κτιριακού συγκροτήματος συνεχίστηκε και μετά τον θάνατο της Ειρήνης από τον σύζυγό της, Ιωάννη Κομνηνό. Και οι δυο μετά τον θάνατό τους ενταφιάστηκαν στην μονή αυτή. Τα εγκαίνια της μονής γιορτάζονταν κάθε χρόνο την 4η Αυγούστου.
Την εποχή της φραγκοκρατίας η μονή μεταβλήθηκε σε λατινική εκκλησία και λέγεται ότι εδώ μπορεί να είχαν την έδρα τους οι επτακόσιοι μοναχοί του Τάγματος του Αγίου Αντωνίου. Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς μετατράπηκε σε οθωμανικό τζαμί. Σήμερα ονομάζεται τέμενος του Ζεϊρέκ, (Ζεϊρέκ τζαμί), κατά την σχολή κάποιου λογίου ονόματι Ζεϊρέκ Μεχεμέτ εφέντη που έμενε εκεί κοντά και πέθανε είκοσι χρόνια μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως.
Η μονή του Παντοκράτορα είναι μετά την μονή της Αγίας Σοφίας η πιο εντυπωσιακή των σωζόμενων βυζαντινών εκκλησιών. Η τοποθεσία της είναι άνω της «Πύλης των Αλεύρων», στην δεξιά πλευρά της λεωφόρου που πηγαίνει από την πύλη αυτή ως το υδραγωγείο του Ουάλεντος. Κείτεται σε τεχνητό λόφο. Στα ανατολικά είναι χτισμένα απόκρημνα τείχη πολλών μέτρων ύψους, που συγκρατούν το έδαφος. Πάνω στον λόφο βρίσκονται μαρμάρινοι κίονες και τεράστιοι λίθοι, κλασικο δειγμα βυζαντινής αρχιτεκτονικής. Στον βορρά βρίσκονταν επίσης τείχη, τα οποία κατεδαφίστηκαν και έχουν μείνει ερείπια.
Μεταγενέστερες περιγραφές για την μονή έχουμε από τον Γάλλο Chevallier και τον Γερμανό Χάμμερ. Μπροστά από τον ναό βρίσκεται μια μεγάλη αρχαία λάρνακα με ίχνη σταυρών που χρησιμεύει ως κρήνη. Η μονή έχει έναν μεγαλοπρεπή νάρθηκα. Η αξιοθαύμαστη βασιλική πύλη είναι κτισμένη με μονόλιθους παραστάδες από πολύτιμο ερυθρό στικτό μάρμαρο. Στο εσωτερικό του ναού δεν υπάρχουν βυζαντινά κοσμήματα, ο χώρος του όμως είναι φωτεινότατος. Σχεδόν 150 βήματα κάτω από την μονή υπάρχει το κτίριο της βιβλιοθήκης της μονής.
Αποκλειστικά για την ενωμένη ρωμιοσύνη