σχόλιο Γ.Θ : Το Μερκελικό 4ο Ράιχ συνεχίζει από εκεί που έμειναν τα προηγούμενα τρία.
Τώρα στην παντοδυναμία της και χωρίς το άγχος της επανεκλογής της, θα φανούν η αληθινές προθέσεις της, το αληθινό πρόσωπό της.
Αν ζούσε ο χίτλερ, σίγουρα θα την ψήφιζε, αφού εκτός του ότι γιγάντωσε την ισχύ της γερμανίας διαθέτει και όλες τις υποτιθέμενες αρετές τής υποτιθέμενης άρειας φυλής.
Τώρα στην παντοδυναμία της και χωρίς το άγχος της επανεκλογής της, θα φανούν η αληθινές προθέσεις της, το αληθινό πρόσωπό της.
Αν ζούσε ο χίτλερ, σίγουρα θα την ψήφιζε, αφού εκτός του ότι γιγάντωσε την ισχύ της γερμανίας διαθέτει και όλες τις υποτιθέμενες αρετές τής υποτιθέμενης άρειας φυλής.
Του Γιώργου Παυλόπουλου
Απόλυτη κυρίαρχος της πολιτικής σκηνής είναι πλέον η Αγκελα Μέρκελ -η «σιδηρά καγκελάριος της Γερμανίας», όπως την χαρακτηρίζει ήδη μεγάλο μέρος των ευρωπαϊκών ΜΜΕ. Το αποτέλεσμα των εκλογών της Κυριακής μπορεί να μην είναι το καλύτερο στην ιστορία των Χριστιανοδημοκρατών και των εταίρων τους Χριστιανοκοινωνιστών (CDU/CSU), επιβεβαιώνει όμως με αδιαμφισβήτητο τρόπο ότι η Μέρκελ δεν έχει σήμερα αντίπαλο.
Το 41,5% είναι, άλλωστε, το υψηλότερο ποσοστό στις τρεις εκλογικές αναμετρήσεις στις οποίες η Μέρκελ έλαβε μέρος ως επικεφαλής της Ένωσης CDU/CSU (2005, 2009 και προχθές), αποδεικνύοντας ότι όχι μόνο δεν έχει φθαρεί μετά από οκτώ χρόνια κυβερνητικής εξουσίας, αλλά αντιθέτως έχει αυξήσει τις μετοχές της και έχει πείσει ότι είναι η πιο ικανή να κρατά το τιμόνι της χώρας σε αυτή την εξαιρετικά δύσκολη περίοδο.
Ταυτόχρονα, η «αφαίμαξη» όλων σχεδόν των πολιτικών της αντιπάλων (με εξαίρεση την πρωτοεμφανιζόμενη Εναλλακτική για τη Γερμανία) φανερώνει ότι αυτός ο εκλογικός θρίαμβος πρέπει να πιστωθεί, σε μεγάλο βαθμό, στην ίδια και την εμπιστοσύνη που έχει εμπνεύσει στα περισσότερα στρώματα της γερμανικής κοινωνίας.
Πράγματι, όπως φαίνεται και στα σχετικά γραφήματα, το κυβερνών κόμμα
κατάφερε να αντλήσει ψήφους από τρεις, κυρίως, «δεξαμενές»: Η πρώτη
είναι οι μέχρι προχθές εταίροι της Ελεύθεροι Δημοκράτες, τους οποίους
κυριολεκτικά λεηλάτησε, καθώς τους πήρε περίπου δύο εκατομμύρια ψήφους
και τους άφησε εκτός Βουλής, αναγκάζοντας τον Φίλιπ Ρέσλερ να υποβάλει
την παραίτησή του.
Η δεύτερη είναι τα τρία κόμματα που -θεωρητικά- απαρτίζουν το στρατόπεδο της Κεντροαριστεράς, από τα οποία η Μέρκελ άντλησε σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των δημοσκόπων γύρω στις 750.000 ψήφους. Όσο για την τρίτη «δεξαμενή», που προσέφερε στους θριαμβευτές των εκλογών περίπου ένα εκατομμύριο επιπλέον ψήφους, απαρτίζεται από εκείνους που είτε είχαν επιλέξει την αποχή το 2009 είτε είχαν φέτος για πρώτη φορά δικαίωμα ψήφου.
Ειδική αναφορά χρήζει, σε αυτό το σημείο, η διεισδυτικότητα της Μέρκελ
στην εκλογική βάση των Πρασίνων. Με βάση τις εκτιμήσεις των δημοσκόπων,
από αυτήν προήλθε το 60% των ψήφων που αφαίρεσε η CDU/CSU από την
Κεντροαριστερά, αποδεικνύοντας έτσι ότι το κόμμα της πάλαι ποτέ
ριζοσπαστικής οικολογίας δεν βρίσκεται τόσο μακριά όσο φαντάζονται
ορισμένοι από τους Χριστιανοδημοκράτες -ειδικά μετά τη δέσμευση της
Μέρκελ για πλήρη απαλλαγή από την πυρηνική ενέργεια ως το 2020. Κι αυτή
είναι μια διαπίστωση η οποία ενδεχομένως παίξει σημαντικό ρόλο στις
διαπραγματεύσεις που θα γίνουν για τη συγκρότηση του επόμενου
συνασπισμού που θα κυβερνήσει τη Γερμανία.
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει, επίσης, η κοινωνική θέση και η ηλικιακή κατανομή των ψηφοφόρων της Μέρκελ, καθώς δείχνει σε ποια κυρίως τμήματα της γερμανικής κοινωνίας στηρίζει την κυριαρχία της -και, παράλληλα, πού βρίσκονται τα πιο αδύνατα σημεία της. Όσον αφορά τις ηλικίες, είναι προφανές ότι η τελική της επίδοση οφείλεται στην εντυπωσιακή επιρροή που έχει στο πιο συντηρητικό τμήμα, δηλαδή στους ανθρώπους άνω των 60 ετών, η πλειοψηφία των οποίων είναι συνταξιούχοι -εκεί, την ψήφισε ο ένας στους δύο.
Υπέρ και κατά
Αντιθέτως, στους νέους μέχρι 24 ετών το ποσοστό της CDU/CSU είναι πολύ χαμηλότερο και φτάνει το 31% -ενώ κερδισμένοι είναι οι ευρωσκεπτικιστές της AfD και τα «λοιπά κόμματα». Από την πλευρά της κοινωνικής θέσης, αξιοσημείωτα χαμηλή είναι η επιρροή της Μέρκελ και του κόμματός της στις τάξεις των ανέργων, όπου το ποσοστό της είναι μόλις 24%, με αποτέλεσμα να υπολείπεται των Σοσιαλδημοκρατών (26%) και να ισοβαθμεί σχεδόν με την Αριστερά (23%). Αντιθέτως, στις ομάδες όπου «σαρώνει» συγκαταλέγονται -εκτός από τους συνταξιούχους- οι αυτοαπασχολούμενοι (49%), αλλά και τα στελέχη επιχειρήσεων του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα (45%).
Αυτή τη στιγμή, βεβαίως, όλες αυτές οι διαπιστώσεις αποτελούν «ψιλά γράμματα» και λίγο θα επηρεάσουν τις πολιτικές εξελίξεις των επόμενων ημερών και εβδομάδων. Κι αυτό διότι, όπως έγραψε στο σχόλιό του στην ιστοσελίδα του Der Spiegel ο Ρόλαντ Νέλες, «η Γερμανία είναι, επιτέλους, η δημοκρατία της Αγκελα Μέρκελ». «Τα υπόλοιπα κόμματα μπορούν απλώς να παρατηρούν. Ίσως επιτρέψει στο SPD ή ακόμη και τους Πράσινους να συμμετέχουν στο παιχνίδι. Να ασκήσουν πολιτική, δηλαδή, επειδή η ίδια θα έχει αποδειχθεί μεγαλόψυχη», προσθέτει ο αρθρογράφος.
Η Μέρκελ έφτασε, λοιπόν, στην κορυφή. Τώρα, πρέπει να φοβάται την απότομη πτώση...
Στάση αναμονής ενόψει «παζαριού»
Αγκελα Μέρκελ
«Οι Συντηρητικοί λάβαμε μια καθαρή εντολή να σχηματίσουμε κυβέρνηση και η Γερμανία έχει ανάγκη μια σταθερή κυβέρνηση -έτσι, θα εκτελέσουμε αυτή την εντολή. Ασφαλώς, είμαστε ανοιχτοί για συνομιλίες και ήδη είχα μια πρώτη επαφή με τον πρόεδρο του SPD, ο οποίος μου είπε ότι πρέπει πρώτα να γίνει η συνάντηση της ηγεσίας του κόμματος, την ερχόμενη Παρασκευή», δήλωσε χθες η καγκελάριος, στην πρώτη της συνέντευξη Τύπου μετά τις εκλογές. Άφησε δε ανοιχτό το ενδεχόμενο να συνομιλήσει και με άλλα κόμματα.
Ζίγκμαρ Γκάμπριελ
«Είναι σε εξέλιξη η αναζήτηση γύρω από τον σχηματισμό μιας κυβέρνησης και η έκβασή της είναι ανοιχτή», είπε από την πλευρά του ο πρόεδρος του SPD. Πρόσθεσε δε ότι στην περίπτωση που η Μέρκελ προσκαλέσει το κόμμα του, τότε αυτό δεν θα αρνηθεί να συνομιλήσει μαζί της -αν και διευκρίνισε πως δεν είναι δεδομένη η συμφωνία για τη νομή της κυβερνητικής εξουσίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι ακόμη και τώρα πολλά στελέχη του SPD πιέζουν την ηγεσία να τηρήσει σκληρή στάση στις επικείμενες διαπραγματεύσεις.
Ανοιχτός δίαυλος και με τους Πράσινους
Μονόδρομος ο συνασπισμός της Μέρκελ με το SPD
Μονόδρομος -και αριθμητικά, μετά το τελικό εκλογικό αποτέλεσμα- φαντάζει πλέον η επιλογή του «μεγάλου συνασπισμού» ανάμεσα στην Ένωση CDU/CSU και τους Σοσιαλδημοκράτες.
Με τις πρώτες τους δηλώσεις, άλλωστε, τόσο η Αγκελα Μέρκελ όσο και ο Πέερ Στάινμπρουκ και η υπόλοιπη ηγεσία του SPD άφησαν να εννοηθεί ότι προς αυτή την κατεύθυνση οδηγούνται οι εξελίξεις -χωρίς να είναι γνωστό, ωστόσο, πότε θα ξεκινήσουν, πόσο θα διαρκέσουν και πόσο σκληρές θα είναι οι διαπραγματεύσεις.
Το σίγουρο είναι ότι οι διαφορές είναι πολύ μεγάλες σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο συγκυβέρνησης των δύο κομμάτων, το διάστημα 2005-2009. Κι αυτό διότι οι εκλογές του 2005 ανέδειξαν τα δύο κόμματα σχεδόν ισοδύναμα (35,2% για την CDU/CSU έναντι 34,2% για το SPD), ενώ η Μέρκελ ήταν ακόμη πολύ νέα στην πολιτική σκηνή για να θεωρείται ότι μπορεί να επιβάλει τους όρους της.
Σήμερα, είναι φανερό ότι το SPD, μετά το δεύτερο χειρότερο εκλογικό αποτέλεσμα στην ιστορία του, δεν είναι σε θέση να επιβάλει ουσιαστικές αλλαγές στη γραμμή της κυβέρνησης. Εξάλλου, δεν είναι βέβαιο ότι θέλει κάτι τέτοιο, καθώς σε μείζονα θέματα της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής ουσιαστικά συνέπλεε την προηγούμενη τετραετία με τις βασικές θέσεις της Μέρκελ.
Αδιέξοδα
Θεωρητικά, βεβαίως, οι Σοσιαλδημοκράτες θα μπορούσαν να αρνηθούν τη συμμετοχή στην κυβέρνηση -αφήνοντας έτσι ως μοναδική διέξοδο την προσπάθεια συμμαχίας με τους Πράσινους, οι οποίοι επίσης θα μπορούσαν να πουν «όχι», παρά το γεγονός ότι οι διαφορές τους με τους Χριστιανοδημοκράτες κάθε άλλο παρά αγεφύρωτες είναι. Όμως, όπως εύστοχα σημειώνουν τα περισσότερα γερμανικά ΜΜΕ, μια τέτοια στάση θα οδηγούσε τα δύο κόμματα κατευθείαν στον «γκρεμό», καθώς η Γερμανία δεν μπορεί να μείνει ακυβέρνητη ούτε να έχει επικεφαλής της μια κυβέρνηση μειοψηφίας.
Σε μια τέτοια (απίθανη) περίπτωση, η Μέρκελ θα οδηγούσε τη χώρα και πάλι στις κάλπες, από όπου θα έβγαινε σίγουρα αυτοδύναμη -ενώ SPD και Πράσινοι θα χρεώνονταν το πολιτικό κόστος της άρνησής τους. Και όπως είναι γνωστό, η συντηρητική πλειοψηφία της γερμανικής κοινωνίας τιμωρεί αυστηρά τέτοιου είδους... ακροβασίες.
ΗΜΗΡΕΣΙΑ
http://infognomonpolitics.blogspot.gr/2013/09/blog-post_8505.html#.UkFhK3-38vs Απόλυτη κυρίαρχος της πολιτικής σκηνής είναι πλέον η Αγκελα Μέρκελ -η «σιδηρά καγκελάριος της Γερμανίας», όπως την χαρακτηρίζει ήδη μεγάλο μέρος των ευρωπαϊκών ΜΜΕ. Το αποτέλεσμα των εκλογών της Κυριακής μπορεί να μην είναι το καλύτερο στην ιστορία των Χριστιανοδημοκρατών και των εταίρων τους Χριστιανοκοινωνιστών (CDU/CSU), επιβεβαιώνει όμως με αδιαμφισβήτητο τρόπο ότι η Μέρκελ δεν έχει σήμερα αντίπαλο.
Το 41,5% είναι, άλλωστε, το υψηλότερο ποσοστό στις τρεις εκλογικές αναμετρήσεις στις οποίες η Μέρκελ έλαβε μέρος ως επικεφαλής της Ένωσης CDU/CSU (2005, 2009 και προχθές), αποδεικνύοντας ότι όχι μόνο δεν έχει φθαρεί μετά από οκτώ χρόνια κυβερνητικής εξουσίας, αλλά αντιθέτως έχει αυξήσει τις μετοχές της και έχει πείσει ότι είναι η πιο ικανή να κρατά το τιμόνι της χώρας σε αυτή την εξαιρετικά δύσκολη περίοδο.
Ταυτόχρονα, η «αφαίμαξη» όλων σχεδόν των πολιτικών της αντιπάλων (με εξαίρεση την πρωτοεμφανιζόμενη Εναλλακτική για τη Γερμανία) φανερώνει ότι αυτός ο εκλογικός θρίαμβος πρέπει να πιστωθεί, σε μεγάλο βαθμό, στην ίδια και την εμπιστοσύνη που έχει εμπνεύσει στα περισσότερα στρώματα της γερμανικής κοινωνίας.
Η δεύτερη είναι τα τρία κόμματα που -θεωρητικά- απαρτίζουν το στρατόπεδο της Κεντροαριστεράς, από τα οποία η Μέρκελ άντλησε σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των δημοσκόπων γύρω στις 750.000 ψήφους. Όσο για την τρίτη «δεξαμενή», που προσέφερε στους θριαμβευτές των εκλογών περίπου ένα εκατομμύριο επιπλέον ψήφους, απαρτίζεται από εκείνους που είτε είχαν επιλέξει την αποχή το 2009 είτε είχαν φέτος για πρώτη φορά δικαίωμα ψήφου.
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει, επίσης, η κοινωνική θέση και η ηλικιακή κατανομή των ψηφοφόρων της Μέρκελ, καθώς δείχνει σε ποια κυρίως τμήματα της γερμανικής κοινωνίας στηρίζει την κυριαρχία της -και, παράλληλα, πού βρίσκονται τα πιο αδύνατα σημεία της. Όσον αφορά τις ηλικίες, είναι προφανές ότι η τελική της επίδοση οφείλεται στην εντυπωσιακή επιρροή που έχει στο πιο συντηρητικό τμήμα, δηλαδή στους ανθρώπους άνω των 60 ετών, η πλειοψηφία των οποίων είναι συνταξιούχοι -εκεί, την ψήφισε ο ένας στους δύο.
Αντιθέτως, στους νέους μέχρι 24 ετών το ποσοστό της CDU/CSU είναι πολύ χαμηλότερο και φτάνει το 31% -ενώ κερδισμένοι είναι οι ευρωσκεπτικιστές της AfD και τα «λοιπά κόμματα». Από την πλευρά της κοινωνικής θέσης, αξιοσημείωτα χαμηλή είναι η επιρροή της Μέρκελ και του κόμματός της στις τάξεις των ανέργων, όπου το ποσοστό της είναι μόλις 24%, με αποτέλεσμα να υπολείπεται των Σοσιαλδημοκρατών (26%) και να ισοβαθμεί σχεδόν με την Αριστερά (23%). Αντιθέτως, στις ομάδες όπου «σαρώνει» συγκαταλέγονται -εκτός από τους συνταξιούχους- οι αυτοαπασχολούμενοι (49%), αλλά και τα στελέχη επιχειρήσεων του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα (45%).
Αυτή τη στιγμή, βεβαίως, όλες αυτές οι διαπιστώσεις αποτελούν «ψιλά γράμματα» και λίγο θα επηρεάσουν τις πολιτικές εξελίξεις των επόμενων ημερών και εβδομάδων. Κι αυτό διότι, όπως έγραψε στο σχόλιό του στην ιστοσελίδα του Der Spiegel ο Ρόλαντ Νέλες, «η Γερμανία είναι, επιτέλους, η δημοκρατία της Αγκελα Μέρκελ». «Τα υπόλοιπα κόμματα μπορούν απλώς να παρατηρούν. Ίσως επιτρέψει στο SPD ή ακόμη και τους Πράσινους να συμμετέχουν στο παιχνίδι. Να ασκήσουν πολιτική, δηλαδή, επειδή η ίδια θα έχει αποδειχθεί μεγαλόψυχη», προσθέτει ο αρθρογράφος.
Η Μέρκελ έφτασε, λοιπόν, στην κορυφή. Τώρα, πρέπει να φοβάται την απότομη πτώση...
Στάση αναμονής ενόψει «παζαριού»
Αγκελα Μέρκελ
«Οι Συντηρητικοί λάβαμε μια καθαρή εντολή να σχηματίσουμε κυβέρνηση και η Γερμανία έχει ανάγκη μια σταθερή κυβέρνηση -έτσι, θα εκτελέσουμε αυτή την εντολή. Ασφαλώς, είμαστε ανοιχτοί για συνομιλίες και ήδη είχα μια πρώτη επαφή με τον πρόεδρο του SPD, ο οποίος μου είπε ότι πρέπει πρώτα να γίνει η συνάντηση της ηγεσίας του κόμματος, την ερχόμενη Παρασκευή», δήλωσε χθες η καγκελάριος, στην πρώτη της συνέντευξη Τύπου μετά τις εκλογές. Άφησε δε ανοιχτό το ενδεχόμενο να συνομιλήσει και με άλλα κόμματα.
Ζίγκμαρ Γκάμπριελ
«Είναι σε εξέλιξη η αναζήτηση γύρω από τον σχηματισμό μιας κυβέρνησης και η έκβασή της είναι ανοιχτή», είπε από την πλευρά του ο πρόεδρος του SPD. Πρόσθεσε δε ότι στην περίπτωση που η Μέρκελ προσκαλέσει το κόμμα του, τότε αυτό δεν θα αρνηθεί να συνομιλήσει μαζί της -αν και διευκρίνισε πως δεν είναι δεδομένη η συμφωνία για τη νομή της κυβερνητικής εξουσίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι ακόμη και τώρα πολλά στελέχη του SPD πιέζουν την ηγεσία να τηρήσει σκληρή στάση στις επικείμενες διαπραγματεύσεις.
Ανοιχτός δίαυλος και με τους Πράσινους
Μονόδρομος ο συνασπισμός της Μέρκελ με το SPD
Μονόδρομος -και αριθμητικά, μετά το τελικό εκλογικό αποτέλεσμα- φαντάζει πλέον η επιλογή του «μεγάλου συνασπισμού» ανάμεσα στην Ένωση CDU/CSU και τους Σοσιαλδημοκράτες.
Με τις πρώτες τους δηλώσεις, άλλωστε, τόσο η Αγκελα Μέρκελ όσο και ο Πέερ Στάινμπρουκ και η υπόλοιπη ηγεσία του SPD άφησαν να εννοηθεί ότι προς αυτή την κατεύθυνση οδηγούνται οι εξελίξεις -χωρίς να είναι γνωστό, ωστόσο, πότε θα ξεκινήσουν, πόσο θα διαρκέσουν και πόσο σκληρές θα είναι οι διαπραγματεύσεις.
Το σίγουρο είναι ότι οι διαφορές είναι πολύ μεγάλες σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο συγκυβέρνησης των δύο κομμάτων, το διάστημα 2005-2009. Κι αυτό διότι οι εκλογές του 2005 ανέδειξαν τα δύο κόμματα σχεδόν ισοδύναμα (35,2% για την CDU/CSU έναντι 34,2% για το SPD), ενώ η Μέρκελ ήταν ακόμη πολύ νέα στην πολιτική σκηνή για να θεωρείται ότι μπορεί να επιβάλει τους όρους της.
Σήμερα, είναι φανερό ότι το SPD, μετά το δεύτερο χειρότερο εκλογικό αποτέλεσμα στην ιστορία του, δεν είναι σε θέση να επιβάλει ουσιαστικές αλλαγές στη γραμμή της κυβέρνησης. Εξάλλου, δεν είναι βέβαιο ότι θέλει κάτι τέτοιο, καθώς σε μείζονα θέματα της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής ουσιαστικά συνέπλεε την προηγούμενη τετραετία με τις βασικές θέσεις της Μέρκελ.
Αδιέξοδα
Θεωρητικά, βεβαίως, οι Σοσιαλδημοκράτες θα μπορούσαν να αρνηθούν τη συμμετοχή στην κυβέρνηση -αφήνοντας έτσι ως μοναδική διέξοδο την προσπάθεια συμμαχίας με τους Πράσινους, οι οποίοι επίσης θα μπορούσαν να πουν «όχι», παρά το γεγονός ότι οι διαφορές τους με τους Χριστιανοδημοκράτες κάθε άλλο παρά αγεφύρωτες είναι. Όμως, όπως εύστοχα σημειώνουν τα περισσότερα γερμανικά ΜΜΕ, μια τέτοια στάση θα οδηγούσε τα δύο κόμματα κατευθείαν στον «γκρεμό», καθώς η Γερμανία δεν μπορεί να μείνει ακυβέρνητη ούτε να έχει επικεφαλής της μια κυβέρνηση μειοψηφίας.
Σε μια τέτοια (απίθανη) περίπτωση, η Μέρκελ θα οδηγούσε τη χώρα και πάλι στις κάλπες, από όπου θα έβγαινε σίγουρα αυτοδύναμη -ενώ SPD και Πράσινοι θα χρεώνονταν το πολιτικό κόστος της άρνησής τους. Και όπως είναι γνωστό, η συντηρητική πλειοψηφία της γερμανικής κοινωνίας τιμωρεί αυστηρά τέτοιου είδους... ακροβασίες.
ΗΜΗΡΕΣΙΑ