Ούτε ξέρω πόσα χρόνια πέρασαν…
ή μήνες ή βδομάδες ή μέρες το ίδιο ήταν, ούτε βγήκα από το κελλί μου. Η
μοναδική ηλιαχτίδα, που έφτανε στο κελλί μου, ήταν από ένα μικρό παράθυρο. Είχε
μισό τζάμι και κάγκελλα…
Μόνος,
κατάμονος…, απελπισμένος. Ζων ή πεθαμένος το ίδιο και το αυτό...
Λίγες
ημέρες πριν με συλλάβουν, για δημόσιο
χρέος, είχα πάει σε μια κηδεία. Εκεί πρόσεξα στον διπλανό τάφο που έγραφε
κάτι. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Είναι πολύ βαθειά χαραγμένο στην μνήμη μου.
«Εάν τε ζώμεν, εάν τε
αποθνήσκωμεν, του Κυρίου εσμέν».
Και
για μένα το ίδιο ισχύει εδώ μέσα. Μόνη μου συντροφιά εδώ και 2 χρόνια ένα
σπουργιτάκι. Στην αρχή καθόταν ψηλά στο παράθυρο. Αργότερα ερχόταν και έτρωγε
τα ψίχουλα που του έριχνα στο πάτωμα του κελλιού και ύστερα άρχισε να κάθεται
στο χέρι μου και να τσιμπάει απ’ εκεί τα ψίχουλα. Ήταν η μόνη μου συντροφιά, η
μόνη μου καλημέρα, η μόνη μου χαρά, η μόνη ζωντανή επίσκεψη που είχα εκεί μέσα.
Αυτό
έμελλε και να είναι ο μέγας αγγελιοφόρος της ζωής μου, ο πρέσβυς των καλών
μαντάτων.
Ένα
πρωί κάτι κρατούσε στο ράμφος του. Ήλθε κοντά μου. Άνοιξε την χούφτα μου, άφησε
το αντικείμενο και άρχισε να τσιμπά τα ψίχουλα. Ω Θεέ μου! Ήταν ένα παλιό
ασημένιο σκαλιστό ΣΤΑΥΡΟΥΔΑΚΙ με μία πέτρα στην μέση. Τι ευλογία! Τι χαρά! Μου ερχόταν
να το φιλώ από χαρά. Τι να ήταν αυτό; Τι να σήμαινε αυτή η επίσκεψη του Κυρίου;
Ακριβώς
μετά 33 ημέρες πήρα το μήνυμα… Ευχαριστώ για όλα, όλους μέσα από την καρδιά
μου.
Από το βιβλίο «Συγκλονιστικές
Μαρτυρίες Φυλακισμένων – Σύγχρονα μαρτυρολόγια», εκδόσεις «Ορθόδοξος
Κυψέλη», σελ. 28.
Ευδόκησε, αγαπητέ(ή) αναγνώστα και
αναγνώστρια, η πάνσοφος του Τριαδικού Θεού μας Πρόνοια, να πληροφορηθούμε για
την δυνατότητα αποφυλακίσεως κρατουμένων, κατά κανόνα χριστιανών Ελλήνων, για
δήθεν χρέη τους στο δημόσιο, σε κάποια χώρα. (…)
Με την χειροπιαστή βοήθεια του Κυρίου
ημών Ιησού Χριστού, της Παναγίας και των Αγίων μας, ως και την ηθική και υλική
συνδρομή φιλελεημόνων πιστών ορθοδόξων χριστιανών Ελλήνων, αποφυλακίστηκαν
αρκετές δεκάδες κρατουμένων, ανδρών, γυναικών, παιδιών, που αναπνέουν ήδη
ελεύθερα, δοξάζοντες τον Θεόν και ευχαριστούντες τους ανώνυμους ευεργέτες τους.
(…)
(Από τον Πρόλογο του βιβλίου).