Όταν είχαμε έρθει από την Καππαδοκία, με την ανταλλαγή, ήταν
να μας δώσουν κάτι κτήματα στην Ηγουμενίτσα. Ηταν κάτι τούρκικα χωριά αυτά που
οι κάτοικοί τους θα πήγαιναν στην Τουρκία.
Περιμέναμε εμείς να φύγουν. Πάει ο πρόεδρος μας (σ.σ. πρόεδρος των Φαρασσιωτών -τα Φάρασσα Καππαδοκίας ήταν το χωριό καταγωγής του γέροντος- ήταν ο πατέρας του γέροντος Παϊσίου, Πρόδρομος Εζνεπίδης) και του λέει ο Τούρκος:
......- Εσείς θα φύγετε εμείς θα κάτσουμε.
......Βρε σκεφτόταν ο πρόεδρος, τι λόγος είναι αυτός;
......Τι είχε γίνει, είχαν πληρώσει δύο βουλευτές και τους είχαν γράψει Αλβανούς, Αρβανίτες. Έτσι αυτοί μείναν και εμείς πήγαμε πάνω στην Κόνιτσα.
......Όταν το 'μαθε αυτό ο Κονδύλης, θύμωσε, χτύπησε το χέρι στο γραφείο, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, ήταν τελειωμένο το πράγμα. Ήταν καλός ο Κονδύλης, δίκαιος. Όταν ήταν να κάνουν απόβαση, στον πόλεμο με τους τούρκους, δεν κρατιόταν. Γυρνούσε πάνω στο καράβι και φώναζε:«Βρε παλικάρια, μια φορά θα πεθάνουμε, τι τώρα, τι ύστερα. Ήρωες, βρε παιδιά». Εκατό μέτρα πριν φθάσει το καράβι, έπεσε μέσα στην θάλασσα. Ναι, ναι, ήταν πολύ θερμός ο καημένος. Καλός ήταν.
......Αυτούς τους τουρκαλβανούς μετά τους έδιωξε ο Ζέρβας. Έτσι αποκατέστησε ο Θεός την αδικία. Ήταν βάρβαροι αυτοί! Ο Θεός να σε φυλάει. Πόσους και πόσους δεν είχαν σκοτώσει!
......Κατέβαιναν οι καημένοι οι Έλληνες πάνω από τα βουνά, φορτωμένοι ένα τσουβάλι, σιτάρι συνήθως, με τα πόδια, για να το ανταλλάξουν με λάδι ή αλάτι· από αυτό ζούσαν. Ήταν δύσκολη η ζωή τότε. Οι τουρκαλβανοί τους αγόραζαν τα πράγματα, μετά βγαίναν έξω από το χωριό και τους σκότωναν και έπαιρναν πίσω τα χρήματα… Πόσους δεν είχαν σκοτώσει έτσι… Βάρβαροι… Υπέφερε ο κόσμος από αυτούς… Μετά μαζευόντουσαν 30 – 40 μαζί. «Ότι μας βρει να μας βρει όλους μαζί...». Ήταν δύσκολο να σκοτώσεις τόσους μαζί.
Περιμέναμε εμείς να φύγουν. Πάει ο πρόεδρος μας (σ.σ. πρόεδρος των Φαρασσιωτών -τα Φάρασσα Καππαδοκίας ήταν το χωριό καταγωγής του γέροντος- ήταν ο πατέρας του γέροντος Παϊσίου, Πρόδρομος Εζνεπίδης) και του λέει ο Τούρκος:
......- Εσείς θα φύγετε εμείς θα κάτσουμε.
......Βρε σκεφτόταν ο πρόεδρος, τι λόγος είναι αυτός;
......Τι είχε γίνει, είχαν πληρώσει δύο βουλευτές και τους είχαν γράψει Αλβανούς, Αρβανίτες. Έτσι αυτοί μείναν και εμείς πήγαμε πάνω στην Κόνιτσα.
......Όταν το 'μαθε αυτό ο Κονδύλης, θύμωσε, χτύπησε το χέρι στο γραφείο, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, ήταν τελειωμένο το πράγμα. Ήταν καλός ο Κονδύλης, δίκαιος. Όταν ήταν να κάνουν απόβαση, στον πόλεμο με τους τούρκους, δεν κρατιόταν. Γυρνούσε πάνω στο καράβι και φώναζε:«Βρε παλικάρια, μια φορά θα πεθάνουμε, τι τώρα, τι ύστερα. Ήρωες, βρε παιδιά». Εκατό μέτρα πριν φθάσει το καράβι, έπεσε μέσα στην θάλασσα. Ναι, ναι, ήταν πολύ θερμός ο καημένος. Καλός ήταν.
......Αυτούς τους τουρκαλβανούς μετά τους έδιωξε ο Ζέρβας. Έτσι αποκατέστησε ο Θεός την αδικία. Ήταν βάρβαροι αυτοί! Ο Θεός να σε φυλάει. Πόσους και πόσους δεν είχαν σκοτώσει!
......Κατέβαιναν οι καημένοι οι Έλληνες πάνω από τα βουνά, φορτωμένοι ένα τσουβάλι, σιτάρι συνήθως, με τα πόδια, για να το ανταλλάξουν με λάδι ή αλάτι· από αυτό ζούσαν. Ήταν δύσκολη η ζωή τότε. Οι τουρκαλβανοί τους αγόραζαν τα πράγματα, μετά βγαίναν έξω από το χωριό και τους σκότωναν και έπαιρναν πίσω τα χρήματα… Πόσους δεν είχαν σκοτώσει έτσι… Βάρβαροι… Υπέφερε ο κόσμος από αυτούς… Μετά μαζευόντουσαν 30 – 40 μαζί. «Ότι μας βρει να μας βρει όλους μαζί...». Ήταν δύσκολο να σκοτώσεις τόσους μαζί.
(Αθ. Ρακοβαλή, Ο Πατήρ Παΐσιος μου είπε, σελ 68)