misha
«Τις
λιγοστές ώρες που μέναμε το βράδυ στο μαγερειό, κοντά στην αναμμένη
φωτογονία, πνιγμένοι στον καπνό, ακούγαμε τις κυράδες μας, να μας λένε
για τα καρκατζόλια (καλλικαντζάρους), που ήταν λέει κάτι μαγαρισμένα
δαιμονικά.
Όλο το χρόνο ζούσαν κάτω από τη Γη και προσπαθούσαν να κόψουν
το τεράστιο δέντρο που την κράταγε με όλες τις πολιτείες και τα Χωριά
της. Ήθελαν να την δουν να γκρεμίζεται στο χάος και να γελάνε. Παραμονές
όμως Χριστουγέννων άφηναν το κόψιμο του δέντρου και ανέβαιναν πάνω στη
Γη, για να πειράξουν τους ανθρώπους, γιορτές μέρες που έρχονταν,
μαγαρίζοντας τα φαγητά και τα γλυκά τους. Έμεναν μέχρι την Πρωτάγιαση,
που αγιάζονταν τα νερά. Τότε έλεγαν γεμάτα τρόμο: "Φύγετε να φύγουμε, γιατί έρχετ' ο τουρλόπαπας με την αγιαστούρα του και με τη βρεχτούρα του",
και έφευγαν. Στο μεταξύ το μισοκομμένο δέντρο είχε θρέψει, και οι
κουτούτσικοι καλλικάντζαροι πολέμαγαν πάλι από την αρχή και πάλι το
άφηναν μισοκομμένο τα ερχόμενα Χριστούγεννα. Έτσι η γη έμενε και θα
μένει στη θέση της.»
(Από το περιοδικό «Μάνη, χθες, σήμερα, αύριο»)
Πιλαλάγανε τότε μπροστά από το μουλάρι, αλλά δε βρίσκανε τίποτα και ξαναγυρίζανε πίσω. Τηράγανε ξανά το μουλάρι, αλλά δε βρίσκανε τίποτα και ξαναγυρίζανε πίσω και πάλι τα ίδια: «Να το ένα πλευρό, να και το άλλο, να και το πανωγόμι στη μέση. Πού είν' ο κερατάς; Πίσω θα είναι». 'ιντε, λοιπόν, πίσω για να βρούνε τον άνθρωπο. Δε βλέπανε όμως κανένα και γυροφέρνανε το μουλάρι και ξανά τα ίδια από την αρχή. Το μουλάρι τράβαγε μοναχό του το δρόμο για το σπίτι κι από κοντά οι καλικάντζαροι, μέχρι που φτάσανε αγνάντια στο χωριό. Τότε ακουστήκανε από μακριά να λαλούν τα κοκόρια και αμέσως τα γκατζόνια χαθήκανε, γιατί μόλις ακούγανε κόκορα να λαλάει, τρέχανε να κρυφτούνε. Τόσες ώρες παλεύανε και δεν κατάλαβαν τελικά ότι ο άνθρωπος ήτανε στη μέση του μουλαριού, κουλουριασμένος και μισοπεθαμένος από την τρομάρα του. Έτσι όπως ήτανε, έφτασε στο σπίτι του. Η γυναίκα του, που άκουσε το κουδούνι του μουλαριού, πετάγεται από το κρεβάτι και βγαίνει για να βοηθήσει τον άντρα της να ξεφορτώσει. Τι να δει, όμως; Ο άντρας της, ξυλιασμένος πάνου στο μουλάρι και έτοιμος να ξεψυχήσει. Μαζεύονται οι γειτόνοι από τις φωνές της, τον κατεβάζουνε, τον πάνε στο σπίτι. Αν δεν τον λιβανίζανε και δε φέρνανε τον παπά να τον διαβάσει, θα πέθαινε ο άνθρωπος. Όταν πια συνήλθε, τους είπε τη λαχτάρα που τράβηξε από τα κουτά γκατζόνια, που ευτυχώς όμως ήτανε κουτά και δεν τον καταλάβανε, γιατί αλλιώτικα, αλίμονο του. Πολλοί άλλοι, όμως, που είχανε πάθει από καλικαντζάρια, πεθαίνανε αμίλητοι. Μαυρίζανε ή βγαίνανε μαυροκόκκινες πετάλες (φούσκες) ή από το στόμα τους τρέχανε αφροί, πράματα του διαβόλου, γιατί οι καλικάντζαροι είναι δαίμονες μεταμορφωμένοι».
( διήγηση τού Ευάγγελου Τσιλογιάννη από το Λυγουριό, Aργολίδας)
περισσότερα στο misha