Τα
ιστορικά αυτά δελτάρια, από το προσωπικό αρχείο του δημοσιογράφου
Γιώργου Ρωμαίου, έχουν διατηρηθεί κι έχουν ιδιαίτερη σημασία λίγες
ημέρες πριν από τον εορτασμό της επετείου του «ΟΧΙ» στους Ιταλούς.
Είναι γράμματα από μητέρες, παιδιά, αδερφές ή και από στρατιώτες σε άλλους στρατιώτες που πολεμούν με τους Ιταλούς
«Καίτη
μου, …δεν θέλω να μου στείλεις φανέλλες και κάλτσες. Προτιμώ να
μου φτιάξεις και να μου στείλεις μια σημαία της ξηράς»
1940-41. Πολεμικές ανταποκρίσεις και επιστολές από το μέτωπο.
Πώς τα «Αθηναϊκά Νέα» κατέγραψαν μέρα τη μέρα το αλβανικό έπος
Τι έγραφαν στις οικογένειές τους οι έλληνες στρατιώτες
Η έκδοση αυτή συγκεντρώνει για πρώτη φορά μετά την αρχική δημοσίευσή τους την ώρα της μάχης πολεμικές ανταποκρίσεις συνεργατών των «Αθηναϊκών Νέων» από το Επος του ’40, καθώς και πολεμικά ανακοινωθέντα και ξένες ανταποκρίσεις του ελληνοϊταλικού πολέμου στην Αλβανία όπως ακριβώς δημοσιεύονταν τις ημέρες του αγώνα, μα και επιστολές από το μέτωπο. Τα κείμενα αφορούν την περίοδο από την προηγουμένη της κήρυξης του πολέμου στην Ιταλία και τις προβοκάτσιες τις οποίες οι Ιταλοί έστησαν έως την ολοκλήρωση του ελληνοϊταλικού πολέμου μετά την αποτυχία και της ιταλικής εαρινής επίθεσης και λίγο πριν από τη γερμανική εισβολή τον Απρίλιο του 1941. Ανάμεσα στους συνεργάτες της εφημερίδας που γράφουν πρωτογενή ιστορία και την αφήνουν παρακαταθήκη σε εμάς, οι Ν. Γιοκαρίνης, Κ. Δημάδης, Π. Παλαιολόγος, Γ. Ρούσσος, αλλά και η Αδέλα Μέρλιν, η πρώτη πολεμική ανταποκρίτρια στην Ελλάδα και μία από τις πρώτες σε ολόκληρο τον κόσμο.
Οι ανταποκριτές της εφημερίδας και οι συγγραφείς των επιστολών, στρατευμένοι κι εκείνοι στο μέτωπο, συγκλονίζουν με τα όσα στέλνουν πίσω, με το πρίσμα μέσα από το οποίο βιώνουν τον αγώνα, τους κινδύνους και τις κακουχίες του, τον θάνατο που βρισκόταν παντού γύρω τους. Ο σημερινός αναγνώστης θα εκπλαγεί από την εσωτερική πληρότητα και γαλήνη που έδινε σε αυτούς τους ανθρώπους η εκτέλεση του καθήκοντος στον αγώνα για την ελευθερία. Δεν υπάρχει εκεί κανένας καταναγκασμός. Υπάρχει μόνο θέληση για ελευθερία: ατομική, συλλογική, εθνική, ενιαία και αδιάσπαστη, υπερκείμενη κάθε άλλης έννοιας, σκέψης, και συναισθήματα. Υπάρχουν αισθήματα και εικόνες που δεν είδε ξανά ποτέ κανείς, τουλάχιστον στους καιρούς μας. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν φοβούνται για τη ζωή τους, που δεν την υπολογίζουν, δίπλα στα υπέρτατα συλλογικά αγαθά. Που γι’ αυτούς η Ελλάδα δεν είναι μία απρόσωπη, θεωρητική έννοια. Είναι το σπίτι τους, η οικογένειά τους, όλη τους η ζωή.
πηγή
Είναι γράμματα από μητέρες, παιδιά, αδερφές ή και από στρατιώτες σε άλλους στρατιώτες που πολεμούν με τους Ιταλούς
Ιστορικά
ντοκουμέντα από την εποχή του Ελληνοϊταλικού Πολέμου 1940 – 1941,
δημοσιεύει το in.gr. Πρόκειται για τις επιστολές που έστελναν συγγενείς
των Ελλήνων στρατιωτών οι οποίοι βρίσκονταν στο Μέτωπο.
Τα ιστορικά αυτά δελτάρια, από το προσωπικό αρχείο του δημοσιογράφου Γιώργου Ρωμαίου, έχουν διατηρηθεί κι έχουν ιδιαίτερη σημασία λίγες ημέρες πριν από τον εορτασμό της επετείου του «ΟΧΙ» στους Ιταλούς. Είναι γράμματα από μητέρες, παιδιά, αδερφές ή και από στρατιώτες σε άλλους στρατιώτες που πολεμούν με τους Ιταλούς.
Εχει
ιδιαίτερο ενδιαφέρον η εικονογράφηση με έλληνες στρατιώτες, την Παναγιά
να τους προσέχει, την ελληνική σημαία καθώς και φωτογραφίες του Ιωάννη
Μεταξά ή του Βασιλιά. Ενδιαφέρον έχουν και τα συνθήματα στο τέλος του
δελταρίου όπως «θυσίες, δουλειά, αγώνας για την Ελλάδα, μ’ ένα μοναδικό
σκοπό, τη ΝΙΚΗ και γι’ αυτήν τα πάντα». Ή το μήνυμα του Μεταξά «παιδιά
μου εμπρός. Ριχτείτε με λύσσα, με φανατισμό και τρέλα…»
Παλιότερα είχαν δημοσιευτεί και αποσπάσματα γραμμάτων στρατιωτών προς τους συγγενείς τους. Ορισμένα από αυτά:
Συλλογή Κυρ. Ντελοπούλου
Από τό Λεύκωμα «Κορόϊδο, Μουσσολίνι»
« … Καλή µου µαννούλα, ετραυµατίσθηκα στήν Κλεισούρα καί µέ µετέφεραν στόν Πειραιά. Φθάσαµε, στίς 28 τό πρωί στίς 10 η ώρα, στό λιµάνι’ πρίν πλησιάσουµε γιά νά βγουµε, βγήκαµε στήν ταράτσα καί είδαµε τήν Εθνική Οργάνωση Νεολαίας µέ µουσική παρατεταγµένη καί µέ χίλια πράγµατα. Αυτή η οργάνωσις είνε τό χέρι τού εθνικού µας κυβερνήτου κ. Ι. Μεταξά. Είνε ο στρατός τών µετόπισθεν. Όταν κατεβαίναµε, µαννούλα µου, άρχισε νά παίζη η µουσική, καί νά χαλά ο κόσµος, δέν µπόρεσα νά κρατηθώ καί έκλαψα µέ τήν ψυχή µου. Πόσο ωραία περνώ στό νοσοκοµείο, καί πόσος κόσµος περνά καί µάς ευγνωµονεί, δέν µπορώ νά σού περιγράψω. Όταν έλθω, θά σού τά διηγηθώ όλα. Τό τραύµα µου δέν είνε τίποτε …
… Όταν νοιώθουµε ότι, πίσω µας, υπάρχει ένας ολόκληρος κόσµος πού φροντίζει γιά τά σπίτια µας, γιά τίς απροστάτευτες οικογένειές µας, γιά τίς εγκαταλελειµµένες υποθέσεις µας, Όταν βλέπωµεν ότι τά αισθήµατα τής αλληλεγγύης πληµµυρίζουν τίς καρδιές όλου τού Ελληνισµού, η ψυχή µας γεµίζει συγκίνησι καί ορκιζόµεθα καθένας στήν συνείδηση τού ότι δέν θά αφήσωµε ποτέ εχθρικό ποδάρι νά µολύνη τήν ένδοξόν µας γή.
Αψηφούµε τά χιόνια καί τίς παγωνιές, αγνοούµεν τούς κόπους καί τίς κακουχίες. Εξάπτεται η ατοµική µας φιλοδοξία καί µάς καθιστά τροµερούς, ικανούς νά επιτελέσωµεν καί τούς δυσκολώτερους άθλους … »
Εφ. Ο Τύπος, 20.1.1941
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 155)
Αντωνόπουλος Κωνσταντίνος
πρός Χαρίκλειαν Χριστίδου
«Αγαπηµένη µου. Η πατρίδα εκινδύνευε καί έπρεπε γι’ αυτήν νά τά θυσιάσουµε όλα. Όνειρα, καί τόν εαυτό µας ακόµη. Έχυσα αρκετό αίµα στόν βωµό τής δοξασµένης πατρίδος, καί είµαι υπερήφανος γι’ αυτό. Έχουµε δοξασµένη καί τόσο µεγάλη πατρίδα, γι’ αυτό καί η θυσία µας πρέπει νά είνε ανάλογη. Μή λυπάσαι λοιπόν γιά τήν αναβολή τής πραγµατοποιήσεως τών ονείρων µας. Όταν ο καπνός τής µάχης διαλυθή καί τά κλαδιά τής δάφνης µάς στεφανώνουν νικητάς, τότε τά όνειρά µας θά πραγµατοποιηθούν καί νά είσαι βεβαία πώς η µέρα αυτή θά είναι πολύ κοντινή.
Καί όταν, αγαπηµένη µου, στό ύψωµα τής Κλεισούρας εξωρµούσα κρατώντας περήφανα τήν τιµηµένην ελληνικήν λόγχην, δέν τό έκανα γιά τόν εαυτόν µου, γιά τήν πατρίδα. Οβίδες, όλµοι καί χειροβοµβίδες πέφτουν τριγύρω µας βροχή, τό χιόνι βαθύ µάς χώνει µέχρι τά γόνατα, η οµίχλη µάς κρύβει τούς Ητταλούς, η θύελλα µάς τυφλώνει, καί όµως τά παιδιά τής Ελλάδος προχωρούν, τρέχουν, κάνουν φτερά. Τό όνοµα τής Ελλάδος µας µάς φωτίζει τόν δρόµο, η αντάρα τής µάχης µάς µεθά, τίποτα δέν µπορεί νά µάς σταµατήση … Μά ξάφνου, νά! Νοιώθω πώς τό ποδάρι µου πέταξε στόν αέρα. Η γρήγορη όµως µατιά πού τού ερριξα, µέ πείθει πώς είναι στήν θέση του. Τό αίµα αρχίζει πιά νά τρέχη! Βιάζεται γιά νά γράψη πάνω στό χιόνι λίγες γραµµές τής νεοελληνικής δόξας! Η Ελλάδα µας είναι τόσο µεγάλη, τόσο δοξασµένη καί η δόξα της γράφεται µόνο µέ αίµα! Είµαι πολύ περήφανος γιατί προσέφερα καί λίγο αίµα γιά τήν δόξα της. Υπεράνω όλων η Πατρίς…
Άπειρα φιλιά,
δικός σου, Κώστας».
Εφ. Ελεύθερον Βήµα, 23.1.1941
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 156)
‘Ο «πόλεµος» εναντίον τής λάσπης
Ό χειµώνας κεί πάνω στά αλαανικά αουνά ηταν πολύ ψυχρός καί κρύος. Χιόνιζε σχεδόν κάθε µέρα. Ειχαµε από µιά κουαέρτα καί µισό αντίσκηνο, δηλαδή 2 στρατιώτες δηµιουργούσαµε ενα µικρό αντίσκηνο. Πηγαίνοντας σ’ ενα χωριό, πού λεγόταν Καφέσκια, γιά νά ξεκουραστούµε συναντήσαµε τροµερή λάσπη. Σέ κάθε αηµα µας αουλιάζαµε όλοένα έµείς καί τά µουλάρια.
Χωνόµαστε µέχρι τήν κοιλιά γιά νά µήν χάσοµε τά µουλάρια πού αούλιαζαν, µέ απεγνωσµένες προσπάθειες προσπαθούσαµε νά τά σώσουµε. Μετά από διάστηµα 4 ήµερών φτάσαµε στά στενά της Κλεισούρας. Παράλληλα µέ τό δρόµο µας κυλούσε τά νερά του ό ποταµός’ Αώος. Δεξιά από
τό δρόµο µας ορισκόταν τό πυροοολικό µας ενώ αριστερά καί µετά τόν ‘Αώο ορισκόταν ενα έλληνικό τάγµα πού µαχόταν µέ ‘Ιταλούς. Θυµάµαι στι ερχόταν ιταλικά τάνκς από τά στενά της Κλεισούρας αλλά τό δικό µας πυροοολικό τά είχε επισηµάνει. Σέ κάθε εµφάνιση τάνκς µιά Μίδα, πού εφευγε από τά δυνατά χέρια τού έλληνικού πυροοολικού, iµαν αρκετή γιά τήν καταστροφή.
ΟΙ ‘Ιταλοί επιµένουν. Άναγκάστηκε τότε ό 1Ο0ς λόχος, ό δικός µας, νά τρέξει γιά ενίσχυση. Φθάσαµε στό πεδίο της µάχης στίς 10 τό Οράδυ. Kάν~µε ενα κλοιό γύρω από τό τάγµα πού ηταν εκεί καί αφήσαµε ενα ιταλικό σύνταγµα νά εισχωρήσει στό κενό τού κλοιού καί τούς κάναµε επίθεση φωνάζοντας «ΑΕΡΑ». ‘Όσοι δέ σκοτώθηκαν πιάστηκαν αιχµάλωτοι. ‘Αφού σταθεροποιήσαµε τό µέτωπο, µετά από 2 µέρες, πηρε ό λόχος 612 αιχµαλώτου ς καί τούς παραδώσαµε στήν µεραρχία. Μετά εµείς ξεκινήσαµε γιά τήν Τρεµπεσίνα. Κάναµε τό σταυρό µας πού γλυτώσαµε από τόν «πόλεµο» εναντίον της λάσπης …
Τα ιστορικά αυτά δελτάρια, από το προσωπικό αρχείο του δημοσιογράφου Γιώργου Ρωμαίου, έχουν διατηρηθεί κι έχουν ιδιαίτερη σημασία λίγες ημέρες πριν από τον εορτασμό της επετείου του «ΟΧΙ» στους Ιταλούς. Είναι γράμματα από μητέρες, παιδιά, αδερφές ή και από στρατιώτες σε άλλους στρατιώτες που πολεμούν με τους Ιταλούς.
Παλιότερα είχαν δημοσιευτεί και αποσπάσματα γραμμάτων στρατιωτών προς τους συγγενείς τους. Ορισμένα από αυτά:
Συλλογή Κυρ. Ντελοπούλου
Από τό Λεύκωμα «Κορόϊδο, Μουσσολίνι»
« … Καλή µου µαννούλα, ετραυµατίσθηκα στήν Κλεισούρα καί µέ µετέφεραν στόν Πειραιά. Φθάσαµε, στίς 28 τό πρωί στίς 10 η ώρα, στό λιµάνι’ πρίν πλησιάσουµε γιά νά βγουµε, βγήκαµε στήν ταράτσα καί είδαµε τήν Εθνική Οργάνωση Νεολαίας µέ µουσική παρατεταγµένη καί µέ χίλια πράγµατα. Αυτή η οργάνωσις είνε τό χέρι τού εθνικού µας κυβερνήτου κ. Ι. Μεταξά. Είνε ο στρατός τών µετόπισθεν. Όταν κατεβαίναµε, µαννούλα µου, άρχισε νά παίζη η µουσική, καί νά χαλά ο κόσµος, δέν µπόρεσα νά κρατηθώ καί έκλαψα µέ τήν ψυχή µου. Πόσο ωραία περνώ στό νοσοκοµείο, καί πόσος κόσµος περνά καί µάς ευγνωµονεί, δέν µπορώ νά σού περιγράψω. Όταν έλθω, θά σού τά διηγηθώ όλα. Τό τραύµα µου δέν είνε τίποτε …
… Όταν νοιώθουµε ότι, πίσω µας, υπάρχει ένας ολόκληρος κόσµος πού φροντίζει γιά τά σπίτια µας, γιά τίς απροστάτευτες οικογένειές µας, γιά τίς εγκαταλελειµµένες υποθέσεις µας, Όταν βλέπωµεν ότι τά αισθήµατα τής αλληλεγγύης πληµµυρίζουν τίς καρδιές όλου τού Ελληνισµού, η ψυχή µας γεµίζει συγκίνησι καί ορκιζόµεθα καθένας στήν συνείδηση τού ότι δέν θά αφήσωµε ποτέ εχθρικό ποδάρι νά µολύνη τήν ένδοξόν µας γή.
Αψηφούµε τά χιόνια καί τίς παγωνιές, αγνοούµεν τούς κόπους καί τίς κακουχίες. Εξάπτεται η ατοµική µας φιλοδοξία καί µάς καθιστά τροµερούς, ικανούς νά επιτελέσωµεν καί τούς δυσκολώτερους άθλους … »
Εφ. Ο Τύπος, 20.1.1941
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 155)
Αντωνόπουλος Κωνσταντίνος
πρός Χαρίκλειαν Χριστίδου
«Αγαπηµένη µου. Η πατρίδα εκινδύνευε καί έπρεπε γι’ αυτήν νά τά θυσιάσουµε όλα. Όνειρα, καί τόν εαυτό µας ακόµη. Έχυσα αρκετό αίµα στόν βωµό τής δοξασµένης πατρίδος, καί είµαι υπερήφανος γι’ αυτό. Έχουµε δοξασµένη καί τόσο µεγάλη πατρίδα, γι’ αυτό καί η θυσία µας πρέπει νά είνε ανάλογη. Μή λυπάσαι λοιπόν γιά τήν αναβολή τής πραγµατοποιήσεως τών ονείρων µας. Όταν ο καπνός τής µάχης διαλυθή καί τά κλαδιά τής δάφνης µάς στεφανώνουν νικητάς, τότε τά όνειρά µας θά πραγµατοποιηθούν καί νά είσαι βεβαία πώς η µέρα αυτή θά είναι πολύ κοντινή.
Καί όταν, αγαπηµένη µου, στό ύψωµα τής Κλεισούρας εξωρµούσα κρατώντας περήφανα τήν τιµηµένην ελληνικήν λόγχην, δέν τό έκανα γιά τόν εαυτόν µου, γιά τήν πατρίδα. Οβίδες, όλµοι καί χειροβοµβίδες πέφτουν τριγύρω µας βροχή, τό χιόνι βαθύ µάς χώνει µέχρι τά γόνατα, η οµίχλη µάς κρύβει τούς Ητταλούς, η θύελλα µάς τυφλώνει, καί όµως τά παιδιά τής Ελλάδος προχωρούν, τρέχουν, κάνουν φτερά. Τό όνοµα τής Ελλάδος µας µάς φωτίζει τόν δρόµο, η αντάρα τής µάχης µάς µεθά, τίποτα δέν µπορεί νά µάς σταµατήση … Μά ξάφνου, νά! Νοιώθω πώς τό ποδάρι µου πέταξε στόν αέρα. Η γρήγορη όµως µατιά πού τού ερριξα, µέ πείθει πώς είναι στήν θέση του. Τό αίµα αρχίζει πιά νά τρέχη! Βιάζεται γιά νά γράψη πάνω στό χιόνι λίγες γραµµές τής νεοελληνικής δόξας! Η Ελλάδα µας είναι τόσο µεγάλη, τόσο δοξασµένη καί η δόξα της γράφεται µόνο µέ αίµα! Είµαι πολύ περήφανος γιατί προσέφερα καί λίγο αίµα γιά τήν δόξα της. Υπεράνω όλων η Πατρίς…
Άπειρα φιλιά,
δικός σου, Κώστας».
Εφ. Ελεύθερον Βήµα, 23.1.1941
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 156)
‘Ο «πόλεµος» εναντίον τής λάσπης
Ό χειµώνας κεί πάνω στά αλαανικά αουνά ηταν πολύ ψυχρός καί κρύος. Χιόνιζε σχεδόν κάθε µέρα. Ειχαµε από µιά κουαέρτα καί µισό αντίσκηνο, δηλαδή 2 στρατιώτες δηµιουργούσαµε ενα µικρό αντίσκηνο. Πηγαίνοντας σ’ ενα χωριό, πού λεγόταν Καφέσκια, γιά νά ξεκουραστούµε συναντήσαµε τροµερή λάσπη. Σέ κάθε αηµα µας αουλιάζαµε όλοένα έµείς καί τά µουλάρια.
Χωνόµαστε µέχρι τήν κοιλιά γιά νά µήν χάσοµε τά µουλάρια πού αούλιαζαν, µέ απεγνωσµένες προσπάθειες προσπαθούσαµε νά τά σώσουµε. Μετά από διάστηµα 4 ήµερών φτάσαµε στά στενά της Κλεισούρας. Παράλληλα µέ τό δρόµο µας κυλούσε τά νερά του ό ποταµός’ Αώος. Δεξιά από
τό δρόµο µας ορισκόταν τό πυροοολικό µας ενώ αριστερά καί µετά τόν ‘Αώο ορισκόταν ενα έλληνικό τάγµα πού µαχόταν µέ ‘Ιταλούς. Θυµάµαι στι ερχόταν ιταλικά τάνκς από τά στενά της Κλεισούρας αλλά τό δικό µας πυροοολικό τά είχε επισηµάνει. Σέ κάθε εµφάνιση τάνκς µιά Μίδα, πού εφευγε από τά δυνατά χέρια τού έλληνικού πυροοολικού, iµαν αρκετή γιά τήν καταστροφή.
ΟΙ ‘Ιταλοί επιµένουν. Άναγκάστηκε τότε ό 1Ο0ς λόχος, ό δικός µας, νά τρέξει γιά ενίσχυση. Φθάσαµε στό πεδίο της µάχης στίς 10 τό Οράδυ. Kάν~µε ενα κλοιό γύρω από τό τάγµα πού ηταν εκεί καί αφήσαµε ενα ιταλικό σύνταγµα νά εισχωρήσει στό κενό τού κλοιού καί τούς κάναµε επίθεση φωνάζοντας «ΑΕΡΑ». ‘Όσοι δέ σκοτώθηκαν πιάστηκαν αιχµάλωτοι. ‘Αφού σταθεροποιήσαµε τό µέτωπο, µετά από 2 µέρες, πηρε ό λόχος 612 αιχµαλώτου ς καί τούς παραδώσαµε στήν µεραρχία. Μετά εµείς ξεκινήσαµε γιά τήν Τρεµπεσίνα. Κάναµε τό σταυρό µας πού γλυτώσαµε από τόν «πόλεµο» εναντίον της λάσπης …
1940-41. Πολεμικές ανταποκρίσεις και επιστολές από το μέτωπο.
Πώς τα «Αθηναϊκά Νέα» κατέγραψαν μέρα τη μέρα το αλβανικό έπος
Τι έγραφαν στις οικογένειές τους οι έλληνες στρατιώτες
Η έκδοση αυτή συγκεντρώνει για πρώτη φορά μετά την αρχική δημοσίευσή τους την ώρα της μάχης πολεμικές ανταποκρίσεις συνεργατών των «Αθηναϊκών Νέων» από το Επος του ’40, καθώς και πολεμικά ανακοινωθέντα και ξένες ανταποκρίσεις του ελληνοϊταλικού πολέμου στην Αλβανία όπως ακριβώς δημοσιεύονταν τις ημέρες του αγώνα, μα και επιστολές από το μέτωπο. Τα κείμενα αφορούν την περίοδο από την προηγουμένη της κήρυξης του πολέμου στην Ιταλία και τις προβοκάτσιες τις οποίες οι Ιταλοί έστησαν έως την ολοκλήρωση του ελληνοϊταλικού πολέμου μετά την αποτυχία και της ιταλικής εαρινής επίθεσης και λίγο πριν από τη γερμανική εισβολή τον Απρίλιο του 1941. Ανάμεσα στους συνεργάτες της εφημερίδας που γράφουν πρωτογενή ιστορία και την αφήνουν παρακαταθήκη σε εμάς, οι Ν. Γιοκαρίνης, Κ. Δημάδης, Π. Παλαιολόγος, Γ. Ρούσσος, αλλά και η Αδέλα Μέρλιν, η πρώτη πολεμική ανταποκρίτρια στην Ελλάδα και μία από τις πρώτες σε ολόκληρο τον κόσμο.
Οι ανταποκριτές της εφημερίδας και οι συγγραφείς των επιστολών, στρατευμένοι κι εκείνοι στο μέτωπο, συγκλονίζουν με τα όσα στέλνουν πίσω, με το πρίσμα μέσα από το οποίο βιώνουν τον αγώνα, τους κινδύνους και τις κακουχίες του, τον θάνατο που βρισκόταν παντού γύρω τους. Ο σημερινός αναγνώστης θα εκπλαγεί από την εσωτερική πληρότητα και γαλήνη που έδινε σε αυτούς τους ανθρώπους η εκτέλεση του καθήκοντος στον αγώνα για την ελευθερία. Δεν υπάρχει εκεί κανένας καταναγκασμός. Υπάρχει μόνο θέληση για ελευθερία: ατομική, συλλογική, εθνική, ενιαία και αδιάσπαστη, υπερκείμενη κάθε άλλης έννοιας, σκέψης, και συναισθήματα. Υπάρχουν αισθήματα και εικόνες που δεν είδε ξανά ποτέ κανείς, τουλάχιστον στους καιρούς μας. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν φοβούνται για τη ζωή τους, που δεν την υπολογίζουν, δίπλα στα υπέρτατα συλλογικά αγαθά. Που γι’ αυτούς η Ελλάδα δεν είναι μία απρόσωπη, θεωρητική έννοια. Είναι το σπίτι τους, η οικογένειά τους, όλη τους η ζωή.
πηγή