Το αποτυχημένο πραξικόπημα στη Τουρκία
προκάλεσε σειρά τεκτονικών μετατοπίσεων, στις γεωπολιτικές πλάκες της
Ευρασίας και της Μέσης Ανατολής, που ακόμα βρίσκονται σε εξέλιξη.
Η σημαντικότερη εξ αυτών είναι η ανοιχτή εχθρότητα του «πληγωμένου σουλτάνου» προς τις ΗΠΑ και η πρόθεσή του να πλεύσει προς την αγκαλιά της Μόσχας.
Αν η συγκεκριμένη τουρκική στροφή αποκτήσει διάρκεια τότε βρισκόμαστε στην αρχή μιας κομβικής αλλαγής στις ευρύτερες ισορροπίες της Δύσης με την Ανατολή.
Το ερώτημα, όμως, είναι αν η Δύση, δηλαδή οι ΗΠΑ και τα ισχυρά παγκόσμια κέντρα χρηματοπιστωτικής ισχύος, επιτρέψει αυτόν τον αναπροσανατολισμό της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής προς την ρωσική άρκτο.
Πριν απαντήσουμε, οφείλουμε προηγουμένως να αναζητήσουμε τους λόγους για τους οποίους φθάσαμε σ’ αυτό το σημείο.
Μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, η Τουρκία έπαιξε έναν καθοριστικό ρόλο στην ανάδειξη του τρίτου ισλαμικού άξονα έναντι του, κυρίως αραβικού, σουνιτικού, με επίκεντρο την Σαουδική Αραβία, και του σιιτικού, με κέντρο το Ιράν.
Στόχος της ενίσχυσης του τουρκικού παράγοντα από τη Δύση υπήρξε η υπονόμευση της ρωσικής επιρροής στον πρώην σοβιετικό χώρο, μεταξύ των τουρκογενών μουσουλμάνων από την Κριμαία και τον Καύκασο μέχρι τα Ουράλια και το Ουζμπεκιστάν.
Επιρροή που εκτεινόταν επίσης και στα Βαλκάνια – Βοσνία, Αλβανία, Κόσσοβο, Σκόπια, Βουλγαρία- και εκτός τη ρωσική παρουσία υπονόμευε και την ευρωπαϊκή πολιτική.
Έτσι, η οικονομική και πολιτισμικό-θρησκευτική επέκταση της Τουρκίας γινόταν με τις ευλογίες των ΗΠΑ.
Οι μεντρεσέδες του Γκιουλέν για παράδειγμα έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ανάδειξη μιας νέας διεκδικητικής γενιάς μουσουλμάνων, με γερές υπερατλαντικές διασυνδέσεις.
Το σχέδιο γενικά δεν ήταν καινοφανές.
Το είχε εκπονήσει και χρησιμοποιήσει η Βρετανική Αυτοκρατορία από τον 19ο αιώνα για το «Great Game», και αργότερα το χρησιμοποίησε και η Γερμανία, μέχρι και το 1944.
Αλλά και στην περιοχή της Μέσης Ανατολής ο αναβαθμισμένος ρόλος της Τουρκίας στόχευε τα μπααθικά καθεστώτα, που συνιστούσαν πάντοτε τη σοβαρότερη απειλή για τις ΗΠΑ και το Ισραήλ λόγω της συνοχής και του εθνικισμού τους.
Τις δεκαετίες αυτές η νέα Τουρκία μετασχηματιζόταν και εσωτερικά.
Οι μάζες της Ανατολίας, με υψηλότερη δημογραφική αύξηση από τα παράλια, προόδευαν οικονομικά και εν τέλει κέρδισαν και την πολιτική εξουσία στο πρόσωπο του φιλόδοξου και φανατικού μουσουλμάνου Ερντογάν.
Ο δυτικός σχεδιασμός δεν έπαψε να εφαρμόζεται, παρά τις ιδιοτροπίες του νεο-οθωμανού, που οραματιζόταν την προαγωγή του σε σουλτάνο και χαλίφη.
Οι Αμερικανοί θα πιστεύουν για πολύ καιρό ότι η Τουρκία, παρ’ όλες τις επί μέρους παρασπονδίες, όπως η απαγόρευση της βάσης Ιντσιρλίκ για χρήση από τον αμερικανικό στρατό για επιχειρήσεις στο Ιράκ ή οι στενές οικονομικές σχέσεις με τη Μόσχα, είναι ακόμη ελεγχόμενη και βέβαια πάντα χρήσιμη.
Στη διάρκεια μάλιστα της «Αραβικής Άνοιξης» η αίγλη της Άγκυρας εκτοξεύεται.
Μέχρι, όμως, που ο Σίσι ανατρέπει τον Μόρσι και ο Πούτιν σώζει τον Άσαντ.
Το παιχνίδι τότε αλλάζει ραγδαία.
Κι ο Ερντογάν κάνει το λάθος να μην το παραδεχθεί εγκαίρως. Και τα βάζει με όλους.
Το αποτέλεσμα είναι να χάνει σχεδόν παντού και το σπουδαιότερο να βάζει σε σοβαρό κίνδυνο τον μεγάλο σχεδιασμό.
Η εμμονή του στη μη δημιουργία κουρδικής οντότητας στα καντόνια της βόρειας Συρίας προκαλεί σοβαρές παρενέργειες στην διευθέτηση του μεταπολεμικού χάρτη της Μεσοποταμίας.
Οι Αμερικανοί και οι Ισραηλινοί, όμως, συνεργάζονταν ανοιχτά με τις δυνάμεις των Κούρδων στη Συρία και όχι μόνον γιατί δεν διατίθενται άλλες χερσαίες δυνάμεις για να κάνουν τη δύσκολη δουλειά εναντίον του «Ισλαμικού Κράτους».
Ένας επιπλέον λόγος είναι γιατί και οι δύο επιθυμούν να δουν σύντομα κατασκευασμένο τον αγωγό που θα συνδέει τα κοιτάσματα φυσικού αερίου του Ισραήλ προς τη Τουρκία, μέσω της Κύπρου.
Εδώ εντάσσεται και η πίεση για λύση του Κυπριακού μέχρι το τέλος του έτους.
Η Κύπρος, άλλωστε, έγινε ήδη πολύ πιο απαραίτητη στους σχεδιασμούς ΗΠΑ-Ισραήλ, μετά από την εγκατάσταση ισχυρής ρωσικής στρατιωτικής δύναμης στα παράλια της Συρίας.
Η δημιουργία του αγωγού, πέρα από τα οικονομικά οφέλη, θα κάνει την Τουρκία περισσότερη εξαρτημένη από το Ισραήλ και τη Δύση, ενώ ταυτόχρονα θα την μετατρέψει σε ενεργειακή οδό προς την Ευρώπη, και άρα θα τη βάλει σε μόνιμο ανταγωνισμό με τη Ρωσία.
Το διακύβευμα είναι, προφανώς, πολύ μεγάλο.
Ο Ερντογάν, απογοητευμένος από την αμερικανική πίεση, έχοντας χάσει και την ελπίδα να μεταφέρει το φυσικό αέριο του Κατάρ μέσω της Συρίας, έψαχνε σανίδα σωτηρίας.
Μαζί με τις σχέσεις με το Ισραήλ προσπάθησε να αποκαταστήσει και αυτές με τη Ρωσία, με εκείνη την περίπου συγνώμη για το καταρριφθέν αεροσκάφος.
Ίσως αυτή να ήταν η στιγμή που δόθηκε και «το πράσινο φως» για την εκδήλωση στρατιωτικού πραξικοπήματος από χολωμένους κεμαλιστές αλλά και, συνδεδεμένους με τη Δύση, οπαδούς του Γκιουλέν.
Το τι συνέβη στο παρασκήνιο θα αργήσουμε να το μάθουμε, αν το μάθουμε ποτέ επακριβώς.
Τώρα, αυτό που προέχει είναι να δούμε προς τα πού πάνε τα πράγματα.
Για τη Ρωσία, τα γεγονότα της Τουρκίας ήταν θεόσταλτο δώρο.
Βασικός στόχος του Πούτιν είναι η αποτροπή του πολλαπλασιασμού των ανοιχτών μετώπων.
Γνωρίζει ότι αυτό επιδιώκουν τα «γεράκια», με πρώτο βιολί τη φοβερή κα Νούλαντ.
Ο Ρώσος πρόεδρος δεν έχει μάλλον ψευδαισθήσεις για το ποιόν και την αξιοπιστία του Ερντογάν.
Ούτε για το πόσο μακριά μπορεί να πάει η Άγκυρα στις επιλογές της εξωτερικής της πολιτικής.
Αλλά από την άλλη, όσο και να κρατήσει, μια φιλική προς τη Μόσχα Τουρκία τού προσφέρει τη δυνατότητα να επικεντρωθεί στο σημαντικότερο για τη Ρωσία πρόβλημα της Ουκρανίας.
Παράλληλα, εμφανίζει τη Μόσχα ανοιχτή προς το Ισλάμ, και πυροδοτεί εσωτερικές εντάσεις στο ΝΑΤΟ.
Ο Ντούγκιν, παρά τη μεγαλοστομία του, έχει μάλλον δίκιο στα όσα πρόσφατα είπε για το ότι είναι προς το συμφέρον της ρωσικής πολιτικής να ακολουθήσει το παράδειγμα του Λένιν.
Εννοούσε τη συμφωνία του 1921 με τον Κεμάλ για να διασφαλίσει τα σύνορά του στον Καύκασο και να κερδίσει τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς της σοσιαλιστικής Ρωσίας.
Από τη συμφωνία αυτή κέρδισαν τότε και ο Λένιν και ο Κεμάλ -αυτοί, βέβαια, που έχασαν τα πάντα, ακόμη και τη ζωή τους, ήταν οι χριστιανοί της Μικράς Ασίας.
Εκεί, ωστόσο, που σίγουρα αυταπατάται, είναι στη βεβαιότητα της προοπτικής μιας στρατηγικής σχέσης μεταξύ της Ρωσίας και της Τουρκίας στο πλαίσιο του ευρασιανισμού.
Όπως συνέβη και στο παρελθόν –το 1800, το 1831, αλλά και το 1921– η συμμαχία Τουρκίας και Ρωσίας κράτησε ελάχιστα.
Και αυτό οφείλεται σε δύο λόγους: Ο πρώτος είναι τα ριζικά αντίθετα συμφέροντα των δύο χωρών.
Φαντάζει αδύνατο οι Τάταροι της Κριμαίας, οι Τσετσένοι, οι Νταγκεστανοί ισλαμιστές και οι ομοϊδεάτες τους της Κεντρικής Ασίας, που επηρεάζουν καθοριστικά την τουρκική πολιτική, να συμβιβαστούν με την ιδέα της φιλορωσικής συμπόρευσης.
Ο δεύτερος και σημαντικότερος είναι η σημασία που έχει η Τουρκία για τη Δύση.
Χωρίς την Τουρκία, οι ΗΠΑ θα έχουν σοβαρότατο πρόβλημα στην ανάσχεση της Ρωσίας στην Ουκρανία, την Μαύρη Θάλασσα, την Υπερκαυκασία, και κυρίως στο Αζερμπαϊτζάν, και την Κεντρική Ασία.
Το ρωσικό Ναυτικό θα κινείται με μεγαλύτερη άνεση στα Στενά και στο Αιγαίο μέχρι τη Συρία.
Στον βαλκανικό χώρο, η αντιπαράθεση ΗΠΑ-Τουρκίας μπορεί να προκαλέσει σοβαρές συγκρούσεις στα κέντρα εξουσίας –ιδιαίτερα μεταξύ των Αλβανών.
Τέλος, θα αλλάξει αναγκαστικά όλος ο σχεδιασμός στη Μέση Ανατολή.
Ένα «τετράγωνο» Μόσχας- Άγκυρας-Τεχεράνης-Δαμασκού (πιθανώς πεντάγωνο με το Πεκίνο) δεν είναι απλά ένας δυτικός και ισραηλινός εφιάλτης, είναι η ίδια η κόλαση.
Η θητεία του Ομπάμα, ενός προέδρου που είχε ως σκοπό να απαλύνει τις συνέπειες του χοντροκομμένου ιμπεριαλισμού του Μπους, κατά τα φαινόμενα θα τελειώσει με την πιο παταγώδη αποτυχία, μετά και από το τουρκικό πραξικόπημα – που μπορεί να ολοκληρωθεί με την εκλογή του Τραμπ.
Ωστόσο, κανείς πρόεδρος και κανένα παγκόσμιο κέντρο εξουσίας δεν θα αποδεχθεί ελαφρά τη καρδία την έστω και για λίγο απώλεια της Τουρκίας.
Για την αποκατάσταση της «φυσικής τάξης των πραγμάτων» θα βγουν όλα τα όπλα: ο οικονομικός πόλεμος, ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας των Κούρδων, η πολιτική απομόνωση, αντιπαραθέσεις με γείτονες.
Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει και να δούμε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Μια πιθανή κρίση που θα έφθανε στα πρόθυρα της στρατιωτικής αντιπαράθεσης και η οποία θα επέβαλε την έξωθεν παρέμβαση και θα έβαζε πάλι το ταύρο στο στάβλο του, ίσως να μην είναι εκτός των επιλογών κάποιων.
Έτσι κι αλλιώς, ο «πληγωμένος σουλτάνος» θα είναι ακόμη για καιρό αρκετά οργισμένος ώστε να αδυνατεί να σκεφτεί ψύχραιμα.
Για τον λόγο αυτό ας είναι πιο συγκρατημένοι όσοι συμπεραίνουν ότι η Ελλάδα αναβαθμίζεται μετά από τα γεγονότα της Τουρκίας κι ας προετοιμάζονται για την αποφυγή των χειρότερων σεναρίων.
Η σημαντικότερη εξ αυτών είναι η ανοιχτή εχθρότητα του «πληγωμένου σουλτάνου» προς τις ΗΠΑ και η πρόθεσή του να πλεύσει προς την αγκαλιά της Μόσχας.
Αν η συγκεκριμένη τουρκική στροφή αποκτήσει διάρκεια τότε βρισκόμαστε στην αρχή μιας κομβικής αλλαγής στις ευρύτερες ισορροπίες της Δύσης με την Ανατολή.
Το ερώτημα, όμως, είναι αν η Δύση, δηλαδή οι ΗΠΑ και τα ισχυρά παγκόσμια κέντρα χρηματοπιστωτικής ισχύος, επιτρέψει αυτόν τον αναπροσανατολισμό της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής προς την ρωσική άρκτο.
Πριν απαντήσουμε, οφείλουμε προηγουμένως να αναζητήσουμε τους λόγους για τους οποίους φθάσαμε σ’ αυτό το σημείο.
Μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, η Τουρκία έπαιξε έναν καθοριστικό ρόλο στην ανάδειξη του τρίτου ισλαμικού άξονα έναντι του, κυρίως αραβικού, σουνιτικού, με επίκεντρο την Σαουδική Αραβία, και του σιιτικού, με κέντρο το Ιράν.
Στόχος της ενίσχυσης του τουρκικού παράγοντα από τη Δύση υπήρξε η υπονόμευση της ρωσικής επιρροής στον πρώην σοβιετικό χώρο, μεταξύ των τουρκογενών μουσουλμάνων από την Κριμαία και τον Καύκασο μέχρι τα Ουράλια και το Ουζμπεκιστάν.
Επιρροή που εκτεινόταν επίσης και στα Βαλκάνια – Βοσνία, Αλβανία, Κόσσοβο, Σκόπια, Βουλγαρία- και εκτός τη ρωσική παρουσία υπονόμευε και την ευρωπαϊκή πολιτική.
Έτσι, η οικονομική και πολιτισμικό-θρησκευτική επέκταση της Τουρκίας γινόταν με τις ευλογίες των ΗΠΑ.
Οι μεντρεσέδες του Γκιουλέν για παράδειγμα έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ανάδειξη μιας νέας διεκδικητικής γενιάς μουσουλμάνων, με γερές υπερατλαντικές διασυνδέσεις.
Το σχέδιο γενικά δεν ήταν καινοφανές.
Το είχε εκπονήσει και χρησιμοποιήσει η Βρετανική Αυτοκρατορία από τον 19ο αιώνα για το «Great Game», και αργότερα το χρησιμοποίησε και η Γερμανία, μέχρι και το 1944.
Αλλά και στην περιοχή της Μέσης Ανατολής ο αναβαθμισμένος ρόλος της Τουρκίας στόχευε τα μπααθικά καθεστώτα, που συνιστούσαν πάντοτε τη σοβαρότερη απειλή για τις ΗΠΑ και το Ισραήλ λόγω της συνοχής και του εθνικισμού τους.
Τις δεκαετίες αυτές η νέα Τουρκία μετασχηματιζόταν και εσωτερικά.
Οι μάζες της Ανατολίας, με υψηλότερη δημογραφική αύξηση από τα παράλια, προόδευαν οικονομικά και εν τέλει κέρδισαν και την πολιτική εξουσία στο πρόσωπο του φιλόδοξου και φανατικού μουσουλμάνου Ερντογάν.
Ο δυτικός σχεδιασμός δεν έπαψε να εφαρμόζεται, παρά τις ιδιοτροπίες του νεο-οθωμανού, που οραματιζόταν την προαγωγή του σε σουλτάνο και χαλίφη.
Οι Αμερικανοί θα πιστεύουν για πολύ καιρό ότι η Τουρκία, παρ’ όλες τις επί μέρους παρασπονδίες, όπως η απαγόρευση της βάσης Ιντσιρλίκ για χρήση από τον αμερικανικό στρατό για επιχειρήσεις στο Ιράκ ή οι στενές οικονομικές σχέσεις με τη Μόσχα, είναι ακόμη ελεγχόμενη και βέβαια πάντα χρήσιμη.
Στη διάρκεια μάλιστα της «Αραβικής Άνοιξης» η αίγλη της Άγκυρας εκτοξεύεται.
Μέχρι, όμως, που ο Σίσι ανατρέπει τον Μόρσι και ο Πούτιν σώζει τον Άσαντ.
Το παιχνίδι τότε αλλάζει ραγδαία.
Κι ο Ερντογάν κάνει το λάθος να μην το παραδεχθεί εγκαίρως. Και τα βάζει με όλους.
Το αποτέλεσμα είναι να χάνει σχεδόν παντού και το σπουδαιότερο να βάζει σε σοβαρό κίνδυνο τον μεγάλο σχεδιασμό.
Η εμμονή του στη μη δημιουργία κουρδικής οντότητας στα καντόνια της βόρειας Συρίας προκαλεί σοβαρές παρενέργειες στην διευθέτηση του μεταπολεμικού χάρτη της Μεσοποταμίας.
Οι Αμερικανοί και οι Ισραηλινοί, όμως, συνεργάζονταν ανοιχτά με τις δυνάμεις των Κούρδων στη Συρία και όχι μόνον γιατί δεν διατίθενται άλλες χερσαίες δυνάμεις για να κάνουν τη δύσκολη δουλειά εναντίον του «Ισλαμικού Κράτους».
Ένας επιπλέον λόγος είναι γιατί και οι δύο επιθυμούν να δουν σύντομα κατασκευασμένο τον αγωγό που θα συνδέει τα κοιτάσματα φυσικού αερίου του Ισραήλ προς τη Τουρκία, μέσω της Κύπρου.
Εδώ εντάσσεται και η πίεση για λύση του Κυπριακού μέχρι το τέλος του έτους.
Η Κύπρος, άλλωστε, έγινε ήδη πολύ πιο απαραίτητη στους σχεδιασμούς ΗΠΑ-Ισραήλ, μετά από την εγκατάσταση ισχυρής ρωσικής στρατιωτικής δύναμης στα παράλια της Συρίας.
Η δημιουργία του αγωγού, πέρα από τα οικονομικά οφέλη, θα κάνει την Τουρκία περισσότερη εξαρτημένη από το Ισραήλ και τη Δύση, ενώ ταυτόχρονα θα την μετατρέψει σε ενεργειακή οδό προς την Ευρώπη, και άρα θα τη βάλει σε μόνιμο ανταγωνισμό με τη Ρωσία.
Το διακύβευμα είναι, προφανώς, πολύ μεγάλο.
Ο Ερντογάν, απογοητευμένος από την αμερικανική πίεση, έχοντας χάσει και την ελπίδα να μεταφέρει το φυσικό αέριο του Κατάρ μέσω της Συρίας, έψαχνε σανίδα σωτηρίας.
Μαζί με τις σχέσεις με το Ισραήλ προσπάθησε να αποκαταστήσει και αυτές με τη Ρωσία, με εκείνη την περίπου συγνώμη για το καταρριφθέν αεροσκάφος.
Ίσως αυτή να ήταν η στιγμή που δόθηκε και «το πράσινο φως» για την εκδήλωση στρατιωτικού πραξικοπήματος από χολωμένους κεμαλιστές αλλά και, συνδεδεμένους με τη Δύση, οπαδούς του Γκιουλέν.
Το τι συνέβη στο παρασκήνιο θα αργήσουμε να το μάθουμε, αν το μάθουμε ποτέ επακριβώς.
Τώρα, αυτό που προέχει είναι να δούμε προς τα πού πάνε τα πράγματα.
Για τη Ρωσία, τα γεγονότα της Τουρκίας ήταν θεόσταλτο δώρο.
Βασικός στόχος του Πούτιν είναι η αποτροπή του πολλαπλασιασμού των ανοιχτών μετώπων.
Γνωρίζει ότι αυτό επιδιώκουν τα «γεράκια», με πρώτο βιολί τη φοβερή κα Νούλαντ.
Ο Ρώσος πρόεδρος δεν έχει μάλλον ψευδαισθήσεις για το ποιόν και την αξιοπιστία του Ερντογάν.
Ούτε για το πόσο μακριά μπορεί να πάει η Άγκυρα στις επιλογές της εξωτερικής της πολιτικής.
Αλλά από την άλλη, όσο και να κρατήσει, μια φιλική προς τη Μόσχα Τουρκία τού προσφέρει τη δυνατότητα να επικεντρωθεί στο σημαντικότερο για τη Ρωσία πρόβλημα της Ουκρανίας.
Παράλληλα, εμφανίζει τη Μόσχα ανοιχτή προς το Ισλάμ, και πυροδοτεί εσωτερικές εντάσεις στο ΝΑΤΟ.
Ο Ντούγκιν, παρά τη μεγαλοστομία του, έχει μάλλον δίκιο στα όσα πρόσφατα είπε για το ότι είναι προς το συμφέρον της ρωσικής πολιτικής να ακολουθήσει το παράδειγμα του Λένιν.
Εννοούσε τη συμφωνία του 1921 με τον Κεμάλ για να διασφαλίσει τα σύνορά του στον Καύκασο και να κερδίσει τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς της σοσιαλιστικής Ρωσίας.
Από τη συμφωνία αυτή κέρδισαν τότε και ο Λένιν και ο Κεμάλ -αυτοί, βέβαια, που έχασαν τα πάντα, ακόμη και τη ζωή τους, ήταν οι χριστιανοί της Μικράς Ασίας.
Εκεί, ωστόσο, που σίγουρα αυταπατάται, είναι στη βεβαιότητα της προοπτικής μιας στρατηγικής σχέσης μεταξύ της Ρωσίας και της Τουρκίας στο πλαίσιο του ευρασιανισμού.
Όπως συνέβη και στο παρελθόν –το 1800, το 1831, αλλά και το 1921– η συμμαχία Τουρκίας και Ρωσίας κράτησε ελάχιστα.
Και αυτό οφείλεται σε δύο λόγους: Ο πρώτος είναι τα ριζικά αντίθετα συμφέροντα των δύο χωρών.
Φαντάζει αδύνατο οι Τάταροι της Κριμαίας, οι Τσετσένοι, οι Νταγκεστανοί ισλαμιστές και οι ομοϊδεάτες τους της Κεντρικής Ασίας, που επηρεάζουν καθοριστικά την τουρκική πολιτική, να συμβιβαστούν με την ιδέα της φιλορωσικής συμπόρευσης.
Ο δεύτερος και σημαντικότερος είναι η σημασία που έχει η Τουρκία για τη Δύση.
Χωρίς την Τουρκία, οι ΗΠΑ θα έχουν σοβαρότατο πρόβλημα στην ανάσχεση της Ρωσίας στην Ουκρανία, την Μαύρη Θάλασσα, την Υπερκαυκασία, και κυρίως στο Αζερμπαϊτζάν, και την Κεντρική Ασία.
Το ρωσικό Ναυτικό θα κινείται με μεγαλύτερη άνεση στα Στενά και στο Αιγαίο μέχρι τη Συρία.
Στον βαλκανικό χώρο, η αντιπαράθεση ΗΠΑ-Τουρκίας μπορεί να προκαλέσει σοβαρές συγκρούσεις στα κέντρα εξουσίας –ιδιαίτερα μεταξύ των Αλβανών.
Τέλος, θα αλλάξει αναγκαστικά όλος ο σχεδιασμός στη Μέση Ανατολή.
Ένα «τετράγωνο» Μόσχας- Άγκυρας-Τεχεράνης-Δαμασκού (πιθανώς πεντάγωνο με το Πεκίνο) δεν είναι απλά ένας δυτικός και ισραηλινός εφιάλτης, είναι η ίδια η κόλαση.
Η θητεία του Ομπάμα, ενός προέδρου που είχε ως σκοπό να απαλύνει τις συνέπειες του χοντροκομμένου ιμπεριαλισμού του Μπους, κατά τα φαινόμενα θα τελειώσει με την πιο παταγώδη αποτυχία, μετά και από το τουρκικό πραξικόπημα – που μπορεί να ολοκληρωθεί με την εκλογή του Τραμπ.
Ωστόσο, κανείς πρόεδρος και κανένα παγκόσμιο κέντρο εξουσίας δεν θα αποδεχθεί ελαφρά τη καρδία την έστω και για λίγο απώλεια της Τουρκίας.
Για την αποκατάσταση της «φυσικής τάξης των πραγμάτων» θα βγουν όλα τα όπλα: ο οικονομικός πόλεμος, ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας των Κούρδων, η πολιτική απομόνωση, αντιπαραθέσεις με γείτονες.
Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει και να δούμε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Μια πιθανή κρίση που θα έφθανε στα πρόθυρα της στρατιωτικής αντιπαράθεσης και η οποία θα επέβαλε την έξωθεν παρέμβαση και θα έβαζε πάλι το ταύρο στο στάβλο του, ίσως να μην είναι εκτός των επιλογών κάποιων.
Έτσι κι αλλιώς, ο «πληγωμένος σουλτάνος» θα είναι ακόμη για καιρό αρκετά οργισμένος ώστε να αδυνατεί να σκεφτεί ψύχραιμα.
Για τον λόγο αυτό ας είναι πιο συγκρατημένοι όσοι συμπεραίνουν ότι η Ελλάδα αναβαθμίζεται μετά από τα γεγονότα της Τουρκίας κι ας προετοιμάζονται για την αποφυγή των χειρότερων σεναρίων.