Νίκου Χειλαδάκη
δημοσιογράφου-συγγραφέως
ποὺ κράτησε ἐπὶ τόσους αἰῶνες καὶ ἐπιβίωσε σὲ πολὺ δύσκολες συνθῆκες καὶ μὲ τόσες ἐπιβουλὲς καὶ ἀπὸ ἀνατολὰς καὶ ἀπὸ δυσμάς. Ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ μεγάλη μακροβιότητα αὐτῆς τῆς αὐτοκρατορίας, ποὺ γιὰ πολλοὺς ἔχει ταυτιστεῖ σκόπιμα (σύμφωνα μὲ τὶς νεοεποχίτικες ἀντιλήψεις γιὰ τὴν ἱστορία) μὲ τὴ διαφθορά, τὴν ἴντριγκα καὶ τὸ σκοτεινὸ παρασκήνιο, εἶναι ἕνα μεγάλο θέμα καὶ χρήζει τουλάχιστον γιὰ μᾶς τοὺς Ἕλληνες μίας ἀντάξιας προσοχῆς καὶ ἔρευνας. Καὶ εἶναι δυστύχημα ποὺ οἱ μεγαλύτεροι βυζαντινολόγοι διακρίθηκαν στὸ ἐξωτερικὸ καὶ ὄχι ἐδῶ, στὴ χώρα ποὺ ἀποτέλεσε ἕνα ἀπὸ τὰ σημαντικότερα τμήματα τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας καὶ τὴν οὐσιαστικὴ κληρονομιά της.
Οἱ συνεκτικοὶ κρίκοι αὐτῆς τῆς αὐτοκρατορίας ἦταν βασικὰ δυὸ θεμελιώδη στοιχεῖα ποὺ ἔγιναν οἱ στυλοβάτες τοῦ μεγαλοπρεποῦς αὐτοῦ οἰκοδομήματος, τὸ ὁποῖο παρήγαγε πολιτισμὸ τὴν ἴδια περίοδο ποὺ στὴ Δύση ὑπῆρχε σκοταδισμός. Αὐτοὶ ἦταν ἡ Ὀρθοδοξία καὶ ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα. Τὸ δέος ποὺ προκαλεῖ σήμερα σὲ ἕναν ἀνυποψίαστο ἐπισκέπτη, ἡ σὲ κάποιον προσκυνητὴ τὸ ἐσωτερικό της Ἁγίας Σοφίας, ἐκφράζει ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ αἴσθημα τοῦ πνευματικοῦ φωτὸς τῆς ἑλληνορθόδοξης χριστιανικῆς αὐτοκρατορίας. Ἀλλὰ καὶ ἐπιγραφὴ σὲ καρκινικὸ στίχο στὰ ἑλληνικὰ ποὺ βρίσκεται στὸ προαύλιο αὐτοῦ τοῦ μεγαλειώδους οἰκοδομήματος, τὸ «ΝΙΨΟΝ ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ ΜΗ ΜΟΝΑΝ ΟΨΙΝ» προβάλλει τὶς βάσεις της, δηλαδὴ τὸν Χριστιανισμὸ καὶ τὴν Ἑλληνικότητα, δηλαδὴ τὴ Ρωμηοσύνη. Αὐτὲς οἱ θεμελιώδεις βάσεις στήριξαν, χαρακτήρισαν καὶ ἐμψύχωσαν σὲ ὅλους τους αἰῶνες τὴν ὕπαρξη αὐτῆς τῆς αὐτοκρατορίας.
Εἶναι ἀπαραίτητο σήμερα γιὰ νὰ μελετήσει κάποιος ὅλη τὴν πορεία αὐτῆς τῆς Ἀνατολικῆς Αὐτοκρατορίας, νὰ μελετήσει τὴ θρησκεία καὶ τὴν τέχνη της ποὺ συνδέθηκε μὲ τὴν Ὀρθοδοξία. Ἕνας ὁλόκληρος τρόπος ζωῆς ποὺ εἶναι πολὺ διαφορετικὸς ἀπὸ τὸν σημερινὸ φθοροποιὸ καὶ πλήρως ἐκδαιμονισμένο μοντέλο τῆς σύγχρονης ἐκμοντερνιστικῆς μας κοινωνίας. Καὶ εἶναι πράγματι τόσο θλιβερὴ ἡ διαπίστωση πὼς ὅλος αὐτὸς ὁ τεχνολογικὸς πολιτισμός, ποὺ ὑποτίθεται ὅτι δημιουργήθηκε γιὰ νὰ βελτιώσει τὸ ἐπίπεδο διαβίωσης, ὁδήγησε στὴν πλήρη ἀλλοτρίωση τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν καὶ στὴ μεγάλη οἰκονομικὴ κρίση. Σήμερα βρισκόμαστε τόσο μακριὰ ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη στὸν προθάλαμο τοῦ κοινωνικοῦ ὁλοκαυτώματος τῶν ἀνθρωπίνων μαζῶν πρὸς δόξαν μίας ἐλὶτ τῆς νέας δαιμονικῆς τάξης.
Ὁ κόσμος στὸ Βυζάντιο σίγουρα δὲν ἔμεινε ὁ ἴδιος σὲ ὅλη τὴν πορεία τῆς ὕπαρξής του. Εἶχε ἀλλάξει πολὺ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὣς τὸ τέλος του, ἀλλὰ ἐκεῖνο ποὺ ἔμεινε σταθερὸ καὶ χαρακτήρισε αὐτὴν τὴν τόσο σκόπιμα παρεξηγημένη αὐτοκρατορία, αὐτὴν τὴ γνήσια Ρωμηοσύνη ἦταν πάντα τὸ θρησκευτικὸ αἴσθημα. Μπορεῖ νὰ ὑπῆρχαν συχνὰ ἔντονες θρησκευτικὲς διαφωνίες ἀλλὰ ὅλοι πίστευαν ὅτι αὐτὴ ἡ ζωὴ εἶναι ὁ προθάλαμος τῆς μέλλουσας ἀληθινῆς ζωῆς, γι’ αὐτὸ καὶ τὰ κίνητρα τῆς ἐπιβίωσης κινοῦνταν γύρω ἀπὸ αὐτὴν τὴ βασικὴ πίστη. Πόσο παράξενο ἀκούγεται αὐτὸ σὲ μία σημερινὴ ἀνθρωποκεντρική, καταναλωτικὴ καὶ ἡδονιστικὴ κοινωνία, ποὺ τρώγει μὲ εὐχαρίστηση χωρὶς τέλος τὶς ἴδιες της τὶς σάρκες. Ὁ σεβασμὸς καὶ ἡ ἐκτίμηση στὶς τέχνες ποὺ ἐξυμνοῦσαν καὶ εὐχαριστοῦσαν τὸν Θεό, διατηρήθηκε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὣς τὸ τέλος τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Καὶ εἶναι σημαντικὸ νὰ διαπιστώσει κανεὶς πὼς ἀκριβῶς στοὺς δυὸ τελευταίους αἰῶνες τῆς ὕπαρξης αὐτῆς τῆς αὐτοκρατορίας, ὅταν ὅλα ἔδειχναν πὼς ἔρχεται ἀργά, ἀλλὰ σταθερά, τὸ τέλος, ἄνθισε ἡ μεγαλύτερη καὶ ἐνδοξότερη περίοδος τῆς θρησκευτικῆς πνευματικότητας. Τότε ἐμφανίστηκαν οἱ μεγάλοι νεότεροι πατέρες τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ κολοφώνας τῶν ὁποίων ἦταν ὁ μεγάλος ἅγιος καὶ φῶς τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ Γρήγορος ὁ Παλαμᾶς . Ἔτσι, παρόλο ποὺ οἱ συνθῆκες καὶ οἱ πολιτικὲς καταστάσεις ἄλλαζαν στὴν πορεία τῆς αὐτοκρατορίας, ὑπῆρχε μία θρησκευτικὴ ἀκεραιότητα ποὺ ἦταν σταθερὴ καὶ καθοδηγοῦσε τὸ ποίμνιο σὲ ἐκεῖνο ποὺ πραγματικὰ πίστευαν καὶ λάτρευαν, τὴ χριστιανικὴ Ὀρθοδοξία. Στὸ Βυζάντιο ὅλοι θεωροῦσαν ὅτι οἱ Καππαδόκες πατέρες (στὸ ὄψιμο Βυζάντιο προστέθηκε καὶ ὁ Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς) ἦταν τὰ σύμβολα τῆς ὕπαρξής του. Ὅσοι σήμερα ὑποστηρίζουν ὅτι τὸ Βυζάντιο δὲν εἶχε τέχνη ποὺ ἐμφυσοῦσε τὸ θρησκευτικὸ συναίσθημα, φαίνεται πὼς δὲν εἶχαν ἰδέα ἀπὸ τέχνη, ὅπως ὑποστήριξε καὶ ὁ μεγάλος βυζαντινολόγος Στῆβεν Ράνσιμαν. Ὁ σκελετὸς αὐτῆς τῆς αὐτοκρατορίας ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχή της ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησία. Τὸ σῶμα τῆς πίστης τῆς αὐτοκρατορίας, δηλαδὴ ἡ Ἐκκλησία, ἔπαιξε βασικὸ ρόλο στὴν ἐμψύχωση, διατήρηση καὶ καθιέρωση της ἀνὰ τοὺς αἰῶνες καὶ εἶναι πράγματι θαυμαστὸ τὸ κοινωνικὸ ἔργο τῶν μοναστηριῶν ποὺ φρόντιζαν γιὰ τοὺς γέρους καὶ τὴ νεολαία τὴν ὁποία οἱ μοναχοὶ μόρφωναν καθὼς ἦταν οἱ φάροι τῆς πνευματικῆς ζωῆς στὴν αὐτοκρατορία.
Οἱ κάτοικοι τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας εἶχαν καὶ ἕνα ἄλλο σημαντικὸ γνώρισμα ποὺ σταθεροποιήθηκε σταδιακὰ καὶ ἔγινε ὁ πολιτιστικὸς πῶλος τῆς αὐτοκρατορίας. Αὐτὸ ἦταν ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα. Ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα γρήγορα καθιερώθηκε καὶ ἔγινε ὁ μοχλὸς τῆς διάδοσης τῶν εὐαγγελίων ποὺ γράφτηκαν ἀκριβῶς σὲ αὐτὴ τὴ γλώσσα, τὴ γλώσσα ποὺ ὁμιλιοῦνταν σχεδὸν σὲ ὅλη τὴν αὐτοκρατορία παρὰ τοῦ ὅτι γίνονταν δεκτὲς καὶ ἐλεύθερες ἡ χρήση καὶ τῶν ἄλλων τοπικῶν γλωσσῶν. Ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα καὶ ἡ κληρονομιὰ τῶν ἑλληνιστικῶν βασιλείων τῶν διαδόχων τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου, ἀποτελοῦσε τὸν συνδετικὸ κρίκο ἑκατομμυρίων ἀνθρώπων, ποικίλων θρησκευτικῶν, κοινωνικῶν καὶ φυλετικῶν προελεύσεων, γιὰ νὰ ἐκφράσουν μὲ τὸν καλύτερο τρόπο τὴν ἔννοια τῆς πολιτικῆς συνοχῆς. Τὰ ἑλληνικὰ ἀπὸ τὴν ἵδρυση τῆς αὐτοκρατορίας ἀσκοῦσαν ἤδη μία μεγάλη γοητεία καὶ ἦταν ἡ γλώσσα τοῦ πνεύματος σὲ ὅλη τὴν Ἀνατολικὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία καὶ μὲ τὴν ἐπικράτηση τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπέβησαν ὁ στύλος καὶ τὸ σῶμα τῆς ἔκφρασης αὐτῆς τῆς ρωμαίικης ψυχῆς.
Οἱ Ρωμηοὶ τοῦ Βυζαντιου χρησιμοποιοῦσαν τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα. Αὐτὸ ἦταν ἕνα μεγάλο κίνητρο γιὰ τὴ μελέτη τῆς φιλοσοφίας καὶ τὴ συνεχῆ ἄνοδο τοῦ πνευματικοῦ ἐπιπέδου τοῦ λαοῦ. Ὁ αὐτοκράτορας ἦταν αὐτὸς ποὺ ἔπρεπε νὰ συμβαδίσει μὲ τὴν ἀνώτερη παιδεία τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ νὰ φέρεται σωστά. Ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα χαρακτήρισε ὅλη τὴν ἱστορική πορεία τῆς αὐτοκρατορίας. Πολλοὶ ὑψηλοὶ ἀξιωματοῦχοι τῆς αὐτοκρατορίας ἀκόμα καὶ αὐτοκράτορες, δὲν ἦταν ἐκ γενετῆς Ἕλληνες, ὅμως ἡ ἀπαραίτητη προϋπόθεση τῆς ἀνόδου τους ἦταν ἡ ὀρθόδοξη πίστη τους καὶ ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα. Ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα εἶναι αὐτὴ ποὺ σηματοδότησε τὴν ἵδρυση τοῦ Βυζαντιου μὲ ἐκεῖνο τὸ περίφημο στὰ ἑλληνικὰ «Ἐν τούτῳ νίκα» καὶ στὴ συνέχεια μὲ τὸν ἑλληνικὸ ἐθνικὸ ὕμνο τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, ὅταν ὑψώθηκε ἀπὸ τὴν ἁγία Ἑλένη ὁ Τίμιος Σταυρός. «Σῶσον, Κύριε, τὸν λαόν Σου καὶ εὐλόγησον τὴν κληρονομίαν Σου, νίκας τοῖς βασιλεῦσι κατὰ βαρβάρων δωρούμενος καὶ τὸ σὸν φυλάττων, διὰ τοῦ Σταυροῦ Σου, πολίτευμα». Αἰῶνες μετὰ μὲ τὸν περίφημο ἑλληνικὸ Ἀκάθιστο Ὕμνο, «Τῇ Ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια, ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν εὐχαριστήρια, ἀναγράφω σοι ἡ Πόλις σου, Θεοτόκε. Ἀλλ’ ὡς ἔχουσα τὸ κράτος ἀπροσμάχητον, ἐκ παντοίων με κινδύνων ἐλευθέρωσον. Ἵνα κράζω σοι, Χαῖρε, Νύμφη Ἀνύμφευτε». Καὶ στὸ τέλος τῆς ζωῆς τῆς αὐτοκρατορίας, μὲ τὸν περίφημο λόγο τοῦ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, τοῦ τελευταίου αὐτοκράτορα, τοῦ Μαρμαρωμένου Βασιλιᾶ στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα: «Γιὰ τέσσερα πράγματα ἀξίζει ὅλοι μας νὰ πεθάνουμε, γιὰ τὸ καθένα μόνο του ξεχωριστά: πρῶτον μὲν ὑπὲρ τῆς πίστεως ἡμῶν καὶ εὐσεβείας, δεύτερον δὲ ὑπὲρ τῆς πατρίδος, τρίτον δὲ ὑπὲρ τοῦ βασιλέως ὡς Χριστοῦ Κυρίου, καὶ τέταρτον ὑπὲρ συγγενῶν καὶ φίλων».
Πόσο ἀλήθεια ὅλα αὐτὰ ἀκούγονται ἀπόμακρα στὴ σημερινὴ νεοελληνικὴ ἐποχή! Καὶ ὅμως, ἡ ταυτότητα καὶ ἡ ἐπιβίωση τοῦ Νεοέλληνα εἶναι ἄμεσα συνδεδεμένη μὲ τὴ συνειδητοποίησή του ὡς τοῦ ἄμεσου κληρονόμου αὐτῆς τῆς περιόδου. Μόνο τότε θὰ κατανοήσουμε ὅτι ἡ Ρωμηοσύνη τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, εἶναι τὸ μόνο σωσίβιο στὴ σημερινὴ τραγική μας πραγματικότητα σὲ ἕναν λαὸ ποὺ παραπαίει μὲ μία ὀλέθρια οἰκονομικὴ κρίση, ἀπόρροια τῆς βαθύτερης πνευματικῆς του κρίσης.
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , ΣΤ΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΑΠΡ.-ΙΟΥΝ. 2011
ενωμένη ρωμιοσύνη