Ἀπὸ τὴ γῆ δυὸ δάκρυα, θερμὰ μαργαριτάρια,
ἀνέβηκαν καὶ στάλαξαν στοῦ Πλάστη τὰ ποδάρια.
Κι εἶπε τὸ πρῶτο τρέμοντας ἐμπρὸς στὸ θεῖο θρόνο:
«᾽Εμένα μ’ ἔβγαλε ἡ καρδιὰ γιὰ τὸ δικό της πόνο».
Κι ὁ Πλάστης ἀποκρίθηκε: «Οὔτε στιγμὴ μὴ χάνης!
Σύρε νὰ γίνης βάλσαμο, τὸν πόνο της νὰ γιάνης».
Κι εἶπε καὶ τ’ ἄλλο τρέμοντας ἐμπρὸς στὸ θεῖο θρόνο:
«᾽Εμένα μ’ ἔβγαλε ἡ καρδιὰ γιὰ κάποιον ξένο πόνο!»
Κι ὁ πλάστης ἀποκρίθηκε: «᾽Εσὺ μαζί μου μεῖνε!
Τῆς εὐσπλαχνίας τὰ δάκρυα δικά μου δάκρυα εἶναι».
Ι. Πολέμης