π. Κ.Ν. Καλλιανός
Ὅσοι θυμοῦνται τίς μεγάλες καί σημαδιακές μέρες τοῦ Μ. Σαββάτου καί τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα θά αἰσθάνονται ἀκόμα ἐκεῖνες τίς ζωντανές τίς εὐωδιές ἀπό πασχαλινή φρεσκοψημμένη κουλούρα καί ἄρωμα Ἐπιταφίου ἀπό τή χθεσινοβραδυνή Του λιτανεία, πού πλημμύριζε τό χωριό τά πρωϊνά τοῦ Μ. Σαββάτου.
Λιτανεία ἀθάνατη, γιατί μέ τίς δεήσεις σέ σημεῖα καίρια τοῦ χωριοῦ, γιά εὐλογία περισσά καί παντοτεινή, ὥστε νά παραμείνει σκέπη θεϊκή στή μικρή κοινωνία τῶν Κληματιανῶν.
Κι ὕστερα ἦταν ἡ φωτεινή βραδυά, λίγο πρίν τήν Ἀνάσταση, μέ κείνη τή σιωπή, τήν ἐγκαρτέρηση, τά μισοφωτισμένα σπίτια καί τίς εὐωδιές πού ξεχύνονταν ἀπό βραστό ἤ μαγειρεμένο ἀρνί ἤ κατσίκι, ἀλλά καί τήν εὐωδιά τῶν μαγιάτικων τριαντάφυλλων, πού ἔστελναν τό ἄρωμά τους παντοῦ, καθώς ξημέρωνε χρονιάρα μέρα.
Ὅμως ἐκεῖνο πού ἀπομένει στήν ψυχή ἀνόθευτο καί πάντα θαλερό ἦταν οἱ εὐωδιές πού γεύονταν ὁ κάθε Κληματιανός μετά τήν Πασχάλια χαρά τῆς θείας Λειτουργίας, ὅταν κατεβαίνοντας ἀπό τήν ἐκκλησιά, ἀπολείτουργα, καί περνώντας ἀπό τό Ρέμα ζοῦσαν στιγμές ἀνεπανάληπτες, καθώς ἄκουγε τό νερό νά κελαρύζει, τίς ἀνθισμένες πορτοκαλιές καί λεμονιές -δέν ἦταν καί λίγες ἐκεῖ- νά στέλνουν τήν πασχάλια εὐχή τους μέ ραντισμούς ἀρωμάτων, συνταιριασμένους ἀπόλυτα μέ τήν εὐωδιά τοῦ Ἀναστασίμου θυμιάματος, πού ἦταν ἀκόμα φρέσκο, ὅπως τό φρέσκο ἀεράκι…
Κι ὕστερα ἦταν ἡ μέρα τοῦ Πάσχα μέ τά φρεσκοψημμένα στά ξύλα ἐδέσματα καί τό ἄφθονο ντόπιο καλό κρασί, κρασί πού φύλαγαν γιά τέτοιες ὧρες, ἐπειδή ἤξεραν πώς «Ἀναστάσεως ἡμέρα» ἦταν ἐκείνη κι ἔπρεπε νά πανηγυρίσουν, λαμπροφορεμένοι καί πάντα εὐφραινόμενοι.
Χριστός Ἀνέστη στούς Κληματιανούς, ὅπου γῆς. Μέ τή μνήμη τῆς πατρίδας καί τοῦ χωριοῦ τους ἀνόθευτη καί πάντα ζωντανή.
Ημερολόγιο Αποδημίας