Στην Ιεριχώ, την πόλη με τη ζωηρή εμπορική κίνηση, τις δεξαμενές και τις επαύλεις, τον ιππόδρομο και αμφιθέατρο και τη σπουδαία Ραβινική Σχολή, ήταν «ἀρχιτελώνης» ο Ζακχαίος.
Προϊστάμενος της Εφορείας και του Τελωνείου θα λέγαμε σήμερα. Υψηλής κοινωνικής τάξεως. Και «πλούσιος», πολύ ευκατάστατος, βέβαια. «Ὀνόματι καλούμενος Ζακχαῖος». Περίφημος στην Ιεριχώ. Ο Ζακχαίος με τ’ όνομα…
Όμως εκείνη τη μέρα, που ο Χριστός «εἰσελθών διήρχετο την Ἱεριχώ», περνούσε μέσα απ’ την πόλη, κατευθυνόμενος στα Ιεροσόλυμα για το τελευταίο Πάσχα της ζωής Του, εκείνη τη μέρα ο Ζακχαίος ξάφνιασε τους συμπολίτες του. Φέρθηκε στ’ αλήθεια πολύ παράξενα…
Αυτός, ο πλούσιος, ο αρχιτελώνης, αυτός ναι, βγήκε στους δρόμους και «ἐζήτει ἱδεῖν τόν Ἰησοῦν»! Πάσχιζε ανακατεμένος με το πλήθος, τον απλό λαό, να ξεχωρίσει τη μορφή του Θεανθρώπου να επισημάνει «τίς ἐστί», ποιος τέλος πάντων είναι ο ξακουστός Διδάσκαλος. Αλλά δεν μπορούσε «ἀπό τοῦ ὄχλου». Τον εμπόδιζε το πλήθος. Ήταν «τῇ ἡλικίᾳ μικρός», κοντόσωμος. Σηκωνόταν στις μύτες των ποδιών του, προσπαθούσε, μα αποτύγχανε. Ο πόθος του έμενε ανεκπλήρωτος.
Ανήσυχος προσπάθησε να βρει άλλη λύση, «προδραμών ἔμπροσθεν». Έκοψε δρόμο βιαστικός, έτρεξε σε άλλο μακρινό σημείο της λεωφόρου, που καταλάβαινε ότι «δι’ εκείνης ἤμελλε διέρχεσθαι» ο Χριστός, κι είχε τη βεβαιότητα ότι θα έβρισκε εκεί λιγότερο κόσμο, θα εξασφάλιζε μια καλή θέση.
Έφθασε λαχανιασμένος. Μα η αγωνία δεν τον άφηνε. Να, ο κόσμος αδιάκοπα συρρέει, και όσοι περιστοιχίζουν το Διδάσκαλο, προχωρούν κι αυτοί, δημιουργούν συνωστισμό, κόβουν τη θέα…
Έριξε το βλέμμα γύρω αναζητώντας λύση. Επισήμανε μια συκαμινιά – ένα χαμηλό σαν ελιά δέντρο. Φωτίστηκε. Εκεί αν ανέβαινε…
Βέβαια, ήταν ντροπή. Ολόκληρος Αρχιτελώνης πάνω σε δέντρο! Τι θά ‘λεγε ο κόσμος…
Ωστόσο, δεν υπήρχε άλλος τρόπος ν’ αντικρίσει τον Ιησού. Και το ήθελε τόσο πολύ…
Κατέπνιξε, λοιπόν, τους φυσικούς δισταγμούς και σκαρφάλωσε, «ἀνέβει ἐπί συκομορέαν, ἵνα ἴδῃ αὐτόν»!
Και σε λίγο, πραγματικά, φάνηκε ο Κύριος να περνά. Πλησίασε περισσότερο. Τώρα ο Ζακχαίος Τον έβλεπε καθαρά, τον έβλεπε και η καρδιά του γοργοχτυπούσε από συγκίνηση.
Ξαφνικά όμως ο Χριστό, «ὡς ἦλθεν ἐπί τόν τόπον», φθάνοντας σ’ εκείνο το σημείο του δρόμου, σταμάτησε. «Ἀναβλέψας εἶδεν αὐτόν». Σήκωσε το βλέμμα και τον είδε πάνω στη συκαμινιά.
— «Ζακχαῖε, σπεύσας κατάβηθι» του είπε. Κατέβα γρήγορα από το δέντρο, διότι «σήμερον ἐν τῷ οἴκῳ σου δεῖ με μεῖναι».
Ξαφνιάστηκε ο Ζακχαίος. Παραζάλη συγκινήσεως και χαράς τον κυρίεψε. Μέσα σε δευτερόλεπτα βρέθηκε κάτω «καί ὑπεδέξατο αὐτόν χαίρων».
Βέβαια, όλοι οι υπόλοιποι, «πάντες», αντέδρασαν με μουρμούρα δυσαρέσκειας. «Διεγόγγυζον».
— Ακατανόητο! Απαράδεκτο! Εξωφρενικό! έλεγαν. «Παρά ἁμαρτωλῷ ἀνδρί εἰσῆλθε καταλῦσαι»! Αυτόν βρήκε για φιλοξενία; Αυτός είναι Αρχιτελώνης, ζει με αδικίες και με εκβιασμούς! Ωστόσο ο Ζακχαίος είχε την απάντησή του. «Σταθείς», έκανε την ηρωική δήλωσή του προς τον Χριστό.
— «Τά ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοῖς πτωχοῖς»! Προσφέρω τη μισή μου περιουσία ελεημοσύνη στους φτωχούς. «Καί εἴ τινός τι ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι τετραπλοῦν»! Σε όποιους τυχόν με ψεύτικες αναφορές και απειλές χρέωσα περισσότερο φόρο, τώρα θα το επιστρέψω τετραπλάσιο!
Και τότε ο Χριστός επιβραβεύοντας τον ηρωισμό και τη μεταστροφή του και αποστομώνοντας τον όχλο:
— «Σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τοῦτῳ ἐγένετο». Σήμερα ήρθε σωτηρία στο σπίτι αυτό.
* * *
Αλήθεια, τον άξιζε ο Ζακχαίος το δημόσιο έπαινο, την πανηγυρική επιβεβαίωση της σωτηρίας.
Γιατί αγωνίστηκε και νίκησε τις αναστολές που προξενεί η «γνώμη του κόσμου».
Ποιος αμφιβάλλει ότι πολλοί τον κοίταζαν παράξενα, κι άλλοι θα κρυφογέλασαν, όταν τον είδαν, Αρχιτελώνης αυτός, να σκαρφαλώνει σε δέντρο! Μα ο Ζακχαίος ήταν ακάθεκτος στην αναζήτηση του Χριστού.
Κι όταν το πλήθος γόγγυσε για την ειδική μεταχείριση και την τιμή, αυτός δεν εξοργίσθηκε, ούτε έκανε πίσω. Αναίρεσε την κατηγορία με τη μετάνοιά του,. Τους απέδειξε απλά ότι «έπεφταν έξω»!
«Τι θα πει ο κόσμος; Τι γνώμη θα σχηματίσουν οι άλλοι για μένα; Μήπως με παρεξηγήσουν; Μήπως με ειρωνευθούν; Ντρέπομαι… διστάζω… γιατί να δώσω λαβές για σχόλια;… Γιατί να δώσω δικαιώματα;…»
Λένε πολλοί νέοι και υποκύπτουν στις άλογες κρίσεις της μάζας, στις παράλογες απαιτήσεις του συρμού, στα ευτελή σχόλια των αργόσχολων, το ειρωνικό βλέμμα ή άλλοτε την παγερή σιωπή του γύρω κόσμου.
Πώς θα ντυθούν, πώς θα συμπεριφερθούν, τι εκφράσεις θα χρησιμοποιήσουν, πώς θα ψυχαγωγηθούν, όλα τα παίρνουν έτοιμα – και δουλοπρεπώς – απ’ τη μάζα. Αισθάνονται αβάσταχτο ψυχαναγκασμό και υποκύπτουν.
Κι αν κάποιος μυστικός, άγιος πόθος αναδευτεί μέσα τους, αν κάποια έντονη δίψα ξυπνήσει και τους ωθεί επίμονα, υπαρξιακά, στην Εκκλησία, το Κατηχητικό, το Εξομολογητήριο, αν κάποιες αποφάσεις φουσκώνουν ηρωικά τα στήθη κι είναι έτοιμες να ξεχειλίσουν και να φέρουν κατακτητικά μια νέα ζωή, αυτοί μερικές φορές κομπιάζουν, αναδιπλώνονται περίφοβα, τελματώνουν με την ιδέα: «τι θα πει ο κόσμος». Θυσιάζουν τα ιδανικά, το ήθος τους, την Αγάπη του Χριστού, την αιώνια ζωή, μπροστά σε μια τόσο αμφίβολη και μάταιη, τόσο εύθραυστη «κοινωνικά αποδοχή».
Ω, μια ευγενική επανάσταση χρειάζεται σε τέτοιες ώρες, σαν εκείνη του Ζακχαίου. Και κάποιες «τρέλες» θεοφιλείς.
«Ας πούνε οι άλλοι ό,τι θέλουν! Άκρη δε βρίσκεις με τα στόματα του κόσμου. Εγώ θ’ ακολουθήσω το Χριστό!
Το τι ήμουν χθες, δε θα με καθορίζει δυναστικά για πάντα. Σήμερα ξεκινώ! Βάζω καινούργια αρχή με τη ζωή μου! Τώρα γίνομαι κάτι άλλο! Ακόλουθος του Μόνου Αληθινού!
Εκείνου η γνώμη πρωτίστως με ενδιαφέρει! Εκείνου η Κρίση θα με σώσει, θα με στηρίξει, θα μου ανοίξει τελικά τις πύλες του Ουρανού!»