Όταν ο Θεός έπλασε τον Αδάμ και την Εύα, τους ευλόγησε και τους είπε ν’ αυξάνουν και να πληθαίνουν και να γίνουν κύριοι όλης της γης. Αυτή η ευχή συνόδευε τους πρωτόπλαστους και μετά την εκδίωξή τους από τον Παράδεισο. Ο Αδάμ και η Εύα αξιώθηκαν να αποκτήσουν πολλά παιδιά. Τα δύο πρώτα τους ήταν αγόρια, ο Κάιν και ο Άβελ. Ο Κάιν όταν μεγάλωσε έγινε γεωργός και ο Άβελ βοσκός.
Τα δυο παιδιά είχαν μάθει από τους γονείς τους να προσφέρουν στον Θεό θυσίες και προσευχές. Διάλεγαν τους καλύτερους καρπούς της γης, που με πολύ κόπο και ιδρώτα αποκτούσαν, ή τα καλύτερα ζώα από το κοπάδι και τα έκαιγαν πάνω στο θυσιαστήριο. Έτσι πίστευαν ότι ο Θεός θα τους έβλεπε με ευσπλαχνία και θα συγχωρούσε τη βαριά τους αμαρτία, που είχε γίνει αφορμή να εκδιωχθούν από τον Παράδεισο.
Ο Άβελ είχε πολύ καθαρή και αγνή καρδιά. Αγαπούσε βαθιά τον Θεό και Του πρόσφερε με πολλή προθυμία τους καλύτερους καρπούς. Ο Κάιν έκανε τις θυσίες του από συνήθεια, χωρίς ιδιαίτερη ευλάβεια και αγάπη στον Θεό. Ο Θεός όμως γνωρίζει τις καρδιές των ανθρώπων, τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους. Δεχόταν λοιπόν με ευχαρίστηση τις θυσίες του Άβελ και αποστρεφόταν την προσφορά του Κάιν. Αυτό το κατάλαβε ο Κάιν και στεναχωρέθηκε πάρα πολύ. Ζήλεψε και μίσησε τον αδελφό του.
Ο Θεός μίλησε πατρικά στον Κάιν: «Γιατί είσαι τόσο θυμωμένος; Αν πράξεις το σωστό, θα ηρεμήσεις. Μην οργίζεσαι με τον αδελφό σου. Κυριάρχησε πάνω στην αμαρτία που προσπαθεί σαν θηρίο να σε νικήσει».
Δυστυχώς ο Κάιν δεν κατάφερε να νικήσει την οργή και τη ζήλια του. Μια μέρα είπε στον αδελφό του: «Πάμε στα χωράφια;». Ο Άβελ τον ακολούθησε ανυποψίαστος. Εκεί ο Κάιν όρμησε εναντίον του, τον χτύπησε δυνατά και τον σκότωσε. Εκείνη τη στιγμή συνέβη ο πρώτος θάνατος πάνω στη γη και μάλιστα ο πρώτος φόνος. Ο Κάιν, ολομόναχος και πάρα πολύ ταραγμένος και φοβισμένος, έφυγε μακριά από τον τόπο του εγκλήματός του. Από ποιον όμως να κρυφτεί; Από το Θεό που τα βλέπει και τα γνωρίζει όλα;
Ο Θεός λοιπόν ρώτησε τον Κάιν: «Πού είναι ο αδελφός σου;»
Κι εκείνος απάντησε: «Δεν ξέρω. Μήπως είμαι φύλακας του αδελφού μου;». Δυστυχώς ο Κάιν μίλησε με σκληρότητα και αυθάδεια. Κι ο Θεός αυστηρά του είπε: «Τι πήγες κι έκανες; Το αίμα του αδερφού σου φωνάζει σε μένα γοερά από τη γη! Από δω και πέρα η ίδια η γη που δέχτηκε το αίμα του αδελφού σου θα σε καταριέται. Θα την καλλιεργείς και δεν θα σου αποδίδει καρπούς. Σαν φυγάς θα περιπλανιέσαι και πουθενά δεν θα βρίσκεις ανάπαυση».
Ο Κάιν συντετριμμένος είπε στον Κύριο: «Είναι πολύ βαριά η τιμωρία μου! Δεν μπορώ να την αντέξω! Με διώχνεις από τη γη μου. Θα είμαι φυγάς και όποιος με βρει θα με σκοτώσει!». Κι ο Θεός αποκρίθηκε: «Όποιος σε σκοτώσει θα αντιμετωπίσει επταπλάσια εκδίκηση». Κι έβαλε σημάδι στον Κάιν, για να μην τον σκοτώσει κανείς.
Ο Κάιν έφυγε μακριά από τη χώρα που ζούσε ως τότε και κατοίκησε στη χώρα Νωδ, ανατολικά της Εδέμ.