Διάβασα κάποτε γιὰ ἕναν ποὺ πῆγε πάνω σ᾿ ἕνα βουνό.
Τὸ βουνὸ ἦταν ὁ Βεζούβιος κ᾿ ἦταν οἱ παραμονὲς τῆς ἐκρήξεως τοῦ ἡφαιστείου. Πῆγε λοιπὸν καὶ κάθησε πάνω στὸ Βεζούβιο. Ἐδῶ, λέει, ὡραῖα εἶναι· χορταράκι ἄφθονο, δέντρα μὲ ὡραία σκιά… ῎
Έβγαλε τὴν κάππα του, ξάπλωσε κάτω, καὶ πῆρε ἕναν θαυμάσιο ὕπνο. Ῥοχάλιζε ἐπάνω στὸ χορταράκι. Ἀπὸ κάτω ὅμως τί ἤτανε; Δούλευε ὁ Βεζούβιος. Ποιός θὰ τοῦ τὸ ἔλεγε; Ἀπὸ κάτω ἤτανε κρατήρας.
Σὲ λίγα λεπτά, ἐνῶ αὐτὸς κοιμόταν καὶ ῥοχάλιζε, ἄνοιξε ὁ κρατήρας, τὸν πέταξε καὶ ἡ λάβα τὸν ἔκανε κάρβουνο.
Kοιμούμεθα, ἀδέρφια μου! Κοιμούμεθα ἐπιμενίδειον ὕπνον, καὶ οἱ πολιτικοί μας καὶ οἱ ἐκκλησιαστικοί μας ἄρχοντες καὶ οἱ πάντες· καὶ οἱ μικροὶ καὶ οἱ μεγάλοι, ὅλων τῶν χρωμάτων, καὶ δεξιοὶ καὶ ἀριστεροὶ καὶ ὅλων τῶν ἀποχρώσεων. Ὀφείλω νὰ τὸ κηρύξω σήμερα καὶ νὰ πῶ· ὅτι κοιμούμεθα ἐπάνω σὲ ἕνα ἡφαίστειο. Ἂς γλεντοῦνε, ἂς διασκεδάζουν, ἂς χορεύουν, ἂς ὀργιάζουν· τὸ ἡφαίστειο λειτουργεῖ, καὶ μία ἡμέρα θὰ ἐκραγῇ. Οὐαί καὶ ἀλλοίμονον σὲ ὅλους μας. Θὰ μᾶς ἐκτινάξῃ ὁ Βεζούβιος τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ εἰς τὰ πέρατα τοῦ κόσμου. Οὐαί τῷ κόσμῳ!
Kοιμᾶσαι λοιπόν; Κοιμᾶσαι ὅταν λειτουργάῃ ὁ ἱερεύς, κοιμᾶσαι ὅταν κηρύττῃ ὁ ἱεροκήρυκας, κοιμᾶσαι ὅταν γίνωνται μεγάλα γεγονότα; Θὰ σαλπίσουν σάλπιγγες Ἀποκαλύψεως. Kαὶ τότε καὶ ἄρχοντες καὶ ἀρχόμενοι καὶ μεγάλοι καὶ μικροὶ θὰ ξυπνήσουν. Θὰ εἶναι ὅμως πλέον ἀργά. Θὰ πᾶνε στὰ βουνὰ καὶ θὰ λένε· Βουνά, ἀνοίξατε γιὰ νὰ μᾶς κρύψετε ἀπὸ τὴν ὀργὴ τοῦ Κυρίου (πρβλ. Λουκ. 23,3. Ἀπ. 6,16).
Εἶναι ταῦτα παραμύθια;
Ὄχι, ἀδελφοί μου. Εἶναι γεγονότα, γεγονότα τῆς Ἀποκαλύψεως. Γεγονότα, τὰ ὁποῖα ἔρχονται.
Λοιπὸν σαλπίζω κ᾿ ἐγώ, ἕνας μικρὸς σαλπιγκτὴς μέσα στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μου, σαλπίζω κ᾿ ἐγὼ καὶ λέγω· Ξυπνᾶτε, ξυπνᾶτε!
«Ψυχή μου ψυχή μου, ἀνάστα, τί καθεύδεις;…», λέει ἕνα τροπάριο τῆς Ἐκκλησίας μας. Ξύπνα ψυχή, ξύπνα ψυχή. «Τὸ τέλος ἐγγίζει καὶ μέλλεις θορυβεῖσθαι…».
Ἂς μὴ κοιμώμεθα, ἀδελφοί μου, γιὰ ν᾿ ἀκούσωμε τὸ «Ἰδού ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός…». Ἂς ξυπνήσωμε καὶ ἂς γρηγοροῦμε, γιὰ νὰ δοξάζουμε Πατέρα Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.
N’ ἀνασυντάξουμε τὶς δυνάμεις μας ἐναντίον τοῦ κακοῦ
Ἡ Ἐκκλησία μας σήμερα πολεμεῖται. Πολεμεῖται περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη φορά. Καὶ οἱ Χριστιανοὶ κοιμοῦνται. Ἐγώ, λέει ὁ ψευτοχριστιανός, πάω στὴν ἐκκλησία, κάνω τὸ σταυρό μου, προσκυνῶ τὶς εἰκόνες, ἀνάβω τὸ κερί μου, ἀκούω, κοινωνῶ, καὶ τίποτα παραπάνω… Μέχρι ἐκεῖ σταματοῦν. Ἐνῷ τώρα οἱ δύσκολοι καιροί μας ἐπιβάλλουν, ὁ Χριστιανὸς νὰ εἶνε μαχητικὸς καὶ νὰ ἀγωνίζεται γιὰ τὴν πίστι του.
Aπό το βιβλίο τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
«ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΣΤΟΥΣ ΕΣΧΑΤΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ», ἐκδοση Γ ἐπηυξημένη, 2015, σελ. σελ. 139.
πηγή: https://paraklisi.blogspot.com/2018/06/k.html