Η Τιμία κάρα του Ὁσίου Ἐφραίμ Κατουνακιώτη |
Ο
παπα-Εφραίμ ο Κατουνακιώτης ήταν πολύ βιαστής στα πνευματικά. Πίσω από
την πόρτα του κελλιού του είχε γράψει:
«Αδέκαστος κριτής», και κάθε
βράδυ μισή ώρα με τρία τέταρτα έβαζε τον εαυτό του στο σκαμνί και έκρινε
τις πράξεις του και προσπαθούσε να μην ξαναπέση στα ίδια σφάλματα.
Είχε
μεγάλη ακρίβεια στην ζωή του. Τις ευλογίες που του πήγαιναν, τις
υπολόγιζε σε χρήματα και τις ξεχρέωνε τραβώντας κομποσχοίνι. Είχε
κανονίσει το 300άρι για 25 δραχμές κατά το 1985 περίπου. Αν π.χ. κάτι
κόστιζε 250 δραχμές έκανε δέκα τριακοσάρια κομποσχοίνια και τους
μνημόνευε στις θείες Λειτουργίες που έκανε κάθε μέρα.
Διηγείτο
ο παπα-Διονύσιος ο Μικραγιαννανίτης ότι ο παπα-Εφραίμ, όταν σπανίως
έβγαινε στον κόσμο, ύστερα έκανε τρεις και τέσσερις μήνες να βρη ξανά
την κατάσταση που είχε. Κάποια φορά είχε στενοχωρηθή πολύ που έχασε την
προτέρα κατάστασή του, και ζήτησε από τον παπα-Διονύσιο να του δώση στο
κελλί του για λίγο καιρό το Λείψανο του αγίου Νεκταρίου, για να τον
παρακαλέση να τον βοηθήση.
Ο
παπα-Εφραίμ ο Κατουνακιώτης κάποτε πήγαινε στο Κελλί τού γέροντος
Γερασίμου του Υμνογράφου. Οι πατέρες τον είδαν ξαφνικά να γυρίζη πίσω
και να κατευθύνεται προς το Εκκλησάκι των αγίων Διονυσίου και
Μητροφάνους. Μόλις ανέβηκε στο κελλί διηγήθηκε δακρυσμένος: «Ερχόμενος
προς τα εδώ ξαφνικά άρρητος ευωδία με κτύπησε ερχόμενη από την σπηλιά
και το Εκκλησάκι των Αγίων. Γι’ αυτό επέστρεψα πίσω για να πάω να
προσκυνήσω τους Αγίους στην σπηλιά».
Είχε
πολλά δάκρυα. Τον συνάντησε κάποιος μοναχός στον δρόμο να επιστρέφη από
την Αγία Άννα και τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα συνέχεια. Είχε ένα
μαντηλάκι και τα σκούπιζε.
Κάθε
μέρα είχαν ενάτη. Τρίτη, Πέμπτη, Σάββατο το πρωί, όποιος ήθελε έπινε
μόνο καφέ. Πολλές ημέρες νηστείας δεν έκανε, αλλά στην τράπεζα το φαγητό
ήταν λιγοστό και δεν χόρταινε. Το μεσημέρι σκεφτόταν να κρατήση κανένα
παξιμάδι για το βράδυ. Γι’ αυτό προσβλήθηκε από φυματίωση. Μια φορά που
πήγαινε στην Αγία Άννα βρήκε μία συκιά και πήρε ένα σύκο. Μόλις το
έφαγε, σκέφτηκε: «Τι έκανες; Οι παππούδες τρώνε πάνω τέτοια ώρα;» και
έβαλε το δάκτυλό του και έκανε εμετό.
Έλεγε ο παπα-Εφραίμ:
Είδες καλόγερο να μη ρωτά; Θα πλανηθή. Για να γλυτώση κανείς την πλάνη πρέπει να ρωτά.
Οι Πατέρες την καλογερική την θεμελίωσαν στην υπακοή.
Είδες μοναχό να μη λέη “ευλόγησον”, μην περιμένης προκοπή.
Ξέρεις τι δύναμη έχει το “ευλόγησον”; Συντρίβει τα κέρατα του διαβόλου.
Θέλεις δάκρυα; Από την υπακοή θα τα βρεις, όχι από την προσευχή.
Βάση της ευχής είναι η υπακοή.
Δεν μας σώζει ούτε η ευλάβεια ούτε τίποτε άλλο, παρά μόνο η υπακοή.
Θέλετε
να αγιάσετε; Θέλετε να ευωδιάσετε; Σου λέει κάτι ο Γέροντας. «Να ‘ναι
ευλογημένο». Μην κάνης διάκριση αν σου αρέση ή δεν σου αρέση αυτό που
σου λέει ο Γέροντας ή ο αδελφός σου. «Να ‘ναι ευλογημένο».
Έγινε
παπάς κάποιος μοναχός και μετά από ένα χρόνο παράτησε την Ιερωσύνη.
Όταν εκοιμήθη και του έκαναν ανακομιδή, πήγαν την κάρα του στον
αγιογράφο να γράψη το όνομά του, όπως συνηθίζεται. Όταν έγραφε Αβέρκιος
Ιερομόναχος εκ της Καλύβης… βγήκε μία ευωδία, ένα άρωμα από την κάρα και
φώναξε ο αγιογράφος: «Πατέρες, τρεχάτε, ο Γέροντάς σας ευωδίασε». Όταν
ευωδιάζη κάποιος τότε σημαίνει ότι όχι μόνο εσώθη αλλά προσέγγισε και
την αγιότητα.
Από
πείρα φαρμακερή σας λέω, μόνο το «να ‘ναι ευλογημένο» θα σας αγιάσει
και θα σας σώσει. Είτε μας αρέσει είτε δεν μας αρέσει αυτό που μας λέει ο
Γέροντας, εμείς να πούμε «να ‘ναι ευλογημένο».
Μου
είπε κάποτε ο γερω-Ιωσήφ: «Εσύ, παιδί μου, έτσι όπως αγωνίζεσαι και
μόνος σου θα εύρισκες την χάρι αλλά δεν θα ήξερες πώς να την κρατήσης».
Εγώ τότε δεν τον ρώτησα πώς κρατιέται η χάρις. Αργότερα κατάλαβα ότι την
χάρι την κρατάμε με την ταπείνωση και την ευχαριστία.