Μια φορά καθώς πηγαίναμε μαζί με τον ασκητή πού με φιλοξενούσε για ψώνια στις Καρυές είδα από μακριά ένα γεροντάκι να λιάζεται έξω από ένα ερείπιο.
– Γέροντα, ποιος είναι αυτός; ρώτησα με έκπληξη.
– Ο γέρο-Ηρωδίων… από τους παλιούς Ρουμάνους… δεν είναι και πολύ στα καλά του.
– Πάμε να τον δούμε γέροντα, μήπως έχει καμιά ανάγκη, είπα με έμφαση.
– Μπα, δεν μπορείς να τον πλησιάσεις. Μόλις καταλάβει άνθρωπο κρύβεται… Δεν θέλει. Λένε ότι είναι σαλεμένος… τα έχει χαμένα.
Αυτοί γνωρίζουν καλλίτερα από μένα την περιοχή, τους ανθρώπους… σκέφτηκα…
Ο φίλος μου ανακάλυψε τον γέρο-Ηρωδίωνα..
– Ρε συ… μας δουλεύει όλους ο γέρος, μου λέει μια μέρα, πού πήγα να τον δω.
– Ποιόν λες;
– Ο γέρο-Ηρωδίων… μας δουλεύει όλους… κάνει τον τρελό αλλά δεν είναι… έχει πνευματική κατάρτιση.
– Γιατί το λες;…
Άρχισε να μου εξηγεί με λεπτομέρειες όλα τα περιστατικά και τις πνευματικές συμβουλές που του έδωσε… Εντυπωσιάσθηκα.
– Να πάμε μαζί μια μέρα, παρακάλεσα.
– Πάμε, είπε…
Εκείνη την εποχή είχα τρεις λογισμούς πού με ταλαιπωρούσαν…
Ενώ παρακολουθούσα την συνομιλία τους με έκπληξη διαπίστωσα ότι ο γέρο-Ηρωδίων απάντησε και στους τρεις λογισμούς μου, χωρίς εγώ να ρωτήσω τίποτα και χωρίς ο φίλος μου να καταλάβει τίποτα..
Κάποια στιγμή γυρνά ο μοναχός και του λέει.
– Γέροντα, ο Θανάσης θέλει να γίνει μοναχός.
– Τί μοναχός! Αυτός… νοικοκύρης. Πρώτα Θεσσαλονίκη, μετά ένα χωριό κοντά Θεσσαλονίκη, μετά Φλώρινα και μετά… δίστασε λίγο και τελικά είπε… Σιβηρία, Σιβηρία.
Γύρισε ο φίλος μου και του λέει:
– Καλά γέροντα πού ξέρεις εσύ ότι είναι από την Φλώρινα;
– Τί Φλώρινα; Εγώ δεν είπα Φλώρινα… είπα Φλόριντα στην Αμερική, εκεί πού είναι τα καράβια και συνέχισε σ’ αυτό το μήκος κύματος… Χαμογελάσαμε με τον τρόπο πού ξεγλιστρούσε, σαν χέλι άπιαστο.
Τριάντα χρόνια μετά βλέπω ότι τα πράγματα στη ζωή μου εξελίχθηκαν όπως τα προέβλεψε ο γέρο-Ηρωδίων. 1) Δεν έγινα μοναχός, 2) έζησα 24 χρόνια στη Θεσσαλονίκη και 3) τώρα εδώ και έξι χρόνια ζω σ’ ένα χωριό κοντά στη Θεσσαλονίκη. Απομένει η Φλώρινα και η Σιβηρία. Πιστεύω ότι θα βγουν αληθινά όλα όσα μου προείπε. Δηλαδή όχι μόνο οι σκέψεις και οι διαθέσεις της καρδιάς μου ήταν “ανοιχτά” μπροστά στα πνευματικά μάτια του γέροντα, αλλά και το μέλλον μου του ήταν γνωστό. “Θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις Αυτού”, Δόξα τω Θεώ.
Μετά άπ’ αυτή την συνάντηση ήμουν χαρούμενος και προβληματισμένος. Τί κρύβει το Άγιον Όρος! Τί θησαυρούς κρύβει! Τί πνευματικούς θησαυρούς βγάζει!…
Αυτά τα γεροντάκια είναι οι αληθινοί θησαυροί του Αγίου Όρους. Ναι, ναι, ναι… χίλιες φορές ναι!
Κάποιοι μοναχοί ήταν δύσπιστοι. Ο Περικλής στον «Επιτάφιο» του λέει, ότι η αιτία που δεν πιστεύουν οι άνθρωποι στα κατορθώματα των άλλων είναι ο φθόνος. Δηλαδή δεν μπορούμε να παραδεχθούμε την ανωτερότητα των άλλων εξ’ αιτίας του φθόνου μας. Θέλουμε όλους να τους κατεβάζουμε στα μέτρα μας. Γι’ αυτούς ο γέρο-Ηρωδίων δεν μπορούσε να ήταν ένα πνευματικό ανάστημα, δεν τους ταίριαζε… ήταν μόνο ένα σαλεμένο γεροντάκι. Εγώ όμως δεν συμφωνούσα μαζί τους. Εξ άλλου είχα ιδία πείρα, είχα ακούσει με τα αυτιά μου. Αυτοί όχι.
Για να είμαι σίγουρος πήγα στον γέροντα, τον π. Παΐσιο. Μόλις του είπα για τον γέρο-Ηρωδίωνα άστραψαν τα μάτια του από την χαρά του. Ευχαριστήθηκε, αγαλλίασε η ψυχή του.
– Είναι μεγάλος ασκητής, μου είπε. Έστειλα τον π. Αρσένιο να του φτιάξει την σκεπή πού έπεσε και δεν δέχτηκε. Κάθεται εκεί σε μια γωνιά του δωματίου πού έχει από πάνω ένα κομμάτι σκεπής και προσεύχεται όλη την νύχτα. Κάνει μεγάλη άσκηση.
– Γέροντα, έμαθε και ο «Πρώτος» και θα πάει να τον επισκεφθεί, να δει αν αυτά πού λένε γι’ αυτόν είναι αληθινά ή είναι όντως σαλός.
Γέλασε ο γέροντας.
– Μην στεναχωριέσαι, μου λέει,… θα τον βολέψει και αυτόν μια χαρά.
Πράγματι, ο «Πρώτος» πήρε τον φίλο μου και πήγε να βγάλει άκρη, να λύσει το μυστήριο…
– Τον τρέλανε ο γέρο-Ηρωδίων, μου λέει ο φίλος μου… τον έκανε βαπόρι, έφυγε αγανακτισμένος και… σίγουρος για την τρέλα του. Τζάμπα η ταλαιπωρία του στα μονοπάτια της Καψάλας.
Στους μικρούς και τους αδύνατους, στα μωρά του κόσμου ανοιγόταν ο γέρο-Ηρωδίων, όχι σ’ αυτούς που δεν είχαν ανάγκη, αλλά μόνο μία περιέργεια. Γι’ αυτούς ήταν στρείδι κλειστό, αδιαπέραστος. Εμείς μικρά παιδιά ήμασταν τότε, ταλαιπωρημένοι, χτυπημένοι πνευματικά, αδύνατοι… γι’ αυτό μας αγκάλιαζε και μας έδινε από τον πνευματικό πλούτο του.
Πήγε μια άλλη φορά ο φίλος μου έναν νέο μοναχό πού ήθελε να φύγει από το μοναστήρι του. Είχε πολλούς λογισμούς, έντονους να φύγει. Ήταν χειμώνας. Δέκα πόντους χιόνι σκέπαζε την γη και βαρειά μολυβένια σύννεφα τον ουρανό.
Αφού τον άκουσε για κάμποση ώρα του λέει.
– Οι λογισμοί είναι σαν τα σύννεφα πού μας κρύβουν τον ήλιο, δηλαδή την χάρη του Θεού. Άμα θέλεις να ζεσταθείς πνευματικά πρέπει να διώχνεις τους λογισμούς, αλλιώς θα παγώνεις.
– Πώς να διώχνω τους λογισμούς γέροντα;
– Για τον Θεό δεν είναι τίποτα να σου πάρει τους λογισμούς, όμως πρέπει εσύ να αγωνιστής να τους διώξεις.
Δεν μιλούσε ο νέος μοναχός, έδειχνε μια δυσπιστία.
– Θέλεις να σου πάρω τους λογισμούς; ρώτησε ο γέρο-Ηρωδίων.
– Θέλεις να πω στον Θεό να πάρει τα σύννεφα, να μας ζεστάνει ο ήλιος; ξαναρώτησε.
Πάλι δεν απάντησε, δύσπιστος.
Σήκωσε το χέρι του ο γέρο-Ηρωδίων στον ουρανό και έδιωχνε τα σύννεφα.
– Φύγετε σύννεφα, φύγετε… είπε και αμέσως άνοιξε μια τρύπα στον ουρανό και τους έλουσε το φως του ήλιου.
Τα χάσαμε και οι δύο.
– Θέλεις να κάνω έτσι με το χέρι μου και να γεμίσει ο τόπος λουλούδια; απευθύνθηκε ξανά στον νέο.
– Όχι γέροντα, όχι, φώναξε συγκινημένος και ταραγμένος. Σηκώθηκε, τον ευχαρίστησε, πήρε την ευχή του και έφυγε πνευματικά στερεωμένος για το μοναστήρι του. Είχε αλλάξει η εσωτερική του κατάσταση.
Τον αγάπησα τον γέρο-Ηρωδίωνα. Όποτε βρισκόμουν στον Άγιον Όρος ρωτούσα γι’ αυτόν και ήθελα να τον συναντήσω. Και αυτός με δεχόταν. Τον συνάντησα ακόμα λίγες φορές.
…Η ψυχή μου ήταν ανοιχτή στα μάτια του. Ήταν σαν τους αρχαίους ασκητές, σαν αυτά που διάβαζα στο «Γεροντικό»…
Πήγα μία έκτακτη επίσκεψη για κάποιο λόγο. Όταν έφτασα στο κελί μου είπαν ότι σε μία ώρα θα γίνει η κηδεία του γέρο-Ηρωδίωνα. Ξαφνιάστηκα. Φυσικά πήγα αμέσως.
Μαζευτήκαμε όσοι τον αγαπούσαμε. Εγώ από την Θεσσαλονίκη, ο άλλος από την Αθήνα ο άλλος από την άλλη άκρη του Αγίου Όρους. Όλοι το μάθαμε «τυχαία» και βρεθήκαμε εκεί ,τέτοια «σύμπτωση». Μας «μάζεψε» ο Γέροντας.
Αυτή δεν ήταν κηδεία, ήταν ανάσταση, Πάσχα. Είχε κάτι το χαρμόσυνο, το λαμπρό. Νοιώθαμε πολύ όμορφα. Θαύμασα.
Αυτά είπα την άλλη μέρα στον γέροντα Παΐσιο. Τα δέχτηκε όλα. Τα «σφράγισε» με τον λόγο του.
– Ο γέρο-Ηρωδίων μπήκε με άριστα στον Παράδεισο, είπε.
Το ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε μετά από χρόνια στην ανακομιδή των λειψάνων του. Πάλι βρεθήκαμε εκεί, «τυχαία», χωρίς να μας ειδοποιήσει κανείς. Όλοι αυτοί πού τον ευλαβούμασταν και τον αγαπούσαμε. Το έμαθα λίγο πριν γίνει η ανακομιδή. Η ίδια λαμπρή χαρούμενη ατμόσφαιρα της Χάριτος. Τα οστά του είχαν πάρει ένα κίτρινο χρώμα. Την ευχή του να έχουμε όλοι μας.
Αποσπάσματα από το βιβλίο του Αθανασίου Ρακοβαλή, Η έρημος της Καψάλας, 2013,Ο γέρων Ηρωδίων ,σελ. 31 κ.ε.
https://iconandlight.wordpress.com/