Μια φορά, για παράδειγμα, έκανε το εξής: Επειδή τον έβλεπε να χαίρεται, όταν άκουγε ότι υπήρχε η σκέψη να ανατεθεί η επάνδρωση κάποιων Μονών σε νέους θεολόγους, μεταξύ των οποίων έβαζε και τον εαυτό του, ο Πατήρ Παΐσιος πήρε και έγραψε μαζί και με άλλους μοναχούς -για να μη διακρίνεται ο γραφικός χαρακτήρας- ένα σημείωμα σε καθαρεύουσα γλώσσα σαν «επίσημη πρόσκληση». Το περιεχόμενό της ήταν περίπου το εξής:
«Επειδή είσαι μορφωμένος, θέλουμε να σου αναθέσουμε κάποιο Μοναστήρι. Να έλθεις να συνεννοηθούμε».
Έβαλαν την επιστολή σε έναν φάκελλο, έγραψαν απ’ έξω: «Κύριον Τάδε, Θεολόγον, Σκήτην Ιβήρων», και έδωσαν τον φάκελλο σε κάποιον άλλο μοναχό, για να του τον δώσει. Όταν ο νέος έλαβε την επιστολή, έτρεξε αμέσως στον Πατέρα Παΐσιο και με φανερή ικανοποίηση του είπε:
«Με κάλεσαν να μου αναθέσουν κάποιο Μοναστήρι». Ο Όσιος τον άφησε να πει αρκετά, και στο τέλος γελώντας του αποκάλυψε το παιδαγωγικό του τέχνασμα και του είπε με αγάπη:
«Βλέπεις πόση δουλειά έχουμε να κάνουμε; Βλέπεις πώς μας ξεγελάει ο διάβολος; Αυτά είναι κούφια πράγματα».
Τελικά, ύστερα από λίγους μήνες ο νέος αυτός έφυγε από την Σκήτη. Πριν φύγει, πήγε να πάρει την ευχή του Πατρός Παϊσίου, κι εκείνος με καλωσύνη του είπε: «Να πας στην ευχή του Θεού». Μόλις όμως απομακρύνθηκε τρία-τέσσερα μέτρα, τον φώναξε:
«Γύρνα πίσω, να σου πω κάτι». Και του είπε: «Κοίταξε, είτε είσαι στον κόσμο, είτε πας σε Μοναστήρι, να γίνεις άνθρωπος του Θεού. Πήγαινε τώρα».
Αλλά, πριν προχωρήσει καμμιά δεκαριά μέτρα, τον ξαναφώναξε:
«Ε, στάσου, κάτι ξέχασα να σου πω». Και του είπε ξανά: «Θα σου πω κάτι να το θυμάσαι· όπου και να είσαι, αρκεί να είσαι άνθρωπος του Θεού». Και όταν απομακρύνθηκε καμμιά πενηνταριά μέτρα, τον φώναξε πάλι και του επανέλαβε τα ίδια λόγια....