Σε αυτές τις δύσκολες ημέρες που βιώνει η ανθρωπότητα, που οι περισσότεροι έχουμε ξεχάσει τι σημαίνει γαλήνη, πίστη, αγάπη έρχονται τα λόγια του Γέροντα Παϊσιου για άλλη μια φορά να μας αφυπνίσουν.
Διαβάστε το κείμενο στην γλώσσα γραφής του:
“Δεν θυμάμαι μέρα να μην έχει παρηγοριά θεϊκή. Διακοπές γίνονται μερικές φορές και τότε νιώθω άσχημα, και έτσι μπορώ να καταλάβω πόσο άσχημα ζουν οι περισσότεροι άνθρωποι που είναι απαρηγόρητοι, γιατί είναι απομακρυσμένοι από τον Θεό.
Όσο απομακρύνεται κανείς από τον Θεό, τόσο πιο δύσκολα γίνονται τα πράγματα. Μπορεί να μην έχει κανείς τίποτα, άμα έχη τον Θεό, δεν θέλει τίποτε! Αυτό είναι! Ενώ, αν τα έχη όλα, άμα δεν έχη τον Θεό, είναι μέσα του βασανισμένος. Γι΄αυτό, όσο μπορεί κανείς, να πλησιάση τον Θεό. Μόνο κοντά στον Θεό βρίσκει κανείς την πραγματική και αιώνια χαρά. Φαρμάκι γευόμαστε, όταν ζούμε μακριά από τον γλυκύ Ιησού.
Όταν ο άνθρωπος από παλιάνθρωπος γίνη άνθρωπος, βασιλόπουλο, τρέφεται με την θεία ηδονή, με την ουράνια γλυκύτητα, και νιώθει την παραδεισένια αγαλλίαση, αισθάνεται από ΄δω ένα μέρος της χαράς του Παραδείσου. Από την μικρή παραδεισένια χαρά καθημερινά προχωράει στην μεγαλύτερη και αναρωτιέται αν υπάρχη κάτι ανώτερο στον Παράδεισο από αυτό που ζή εδώ.
Είναι τέτοια η κατάσταση που ζη, πού δεν μπορεί να κάνη καμιά εργασία. Τά γόνατά του λυγίζουν σαν λαμπάδες από την θεία εκείνη θερμότητα και γλυκύτητα, η καρδιά του σκιρτάει και πάει να σπάση τους τσατμάδες*, για να φύγη, γιατί η γη και τα γήινα της φαίνονται χαμένα πράγματα.
Ο άνθρωπος πρώτα είχε επικοινωνία με τον Θεό. Μετά όμως, όταν απομακρύνθηκε από την Χάρη του Θεού, ήταν σαν έναν που ζούσε μέσα σε παλάτι και ύστερα βρέθηκε για πάντα έξω από το παλάτι και το έβλεπε από μακριά και έκλαιγε.
Όπως το παιδάκι, όταν απομακρυνθή από την μάνα του, υποφέρει, έτσι και ο άνθρωπος, όταν απομακρυνθή από τον Θεό, υποφέρει, βασανίζεται.
Η απομάκρυνση του ανθρώπου από τον Θεό είναι κόλαση. Ο διάβολος κατόρθωσε να απομακρύνη τους ανθρώπους τόσο πολύ από τον Θεό, ώστε να φθάσουν στο σημείο να λατρεύουν τα αγάλματα και να θυσιάζουν τα παιδιά τους στα αγάλματα. Φοβερό! Και πού τους βρίσκουν τόσους θεούς οι δαίμονες! Θεός Χαμώς!**… Μόνον το όνομά του να ακούσης, φθάνει! Ο πιο βασανισμένος όμως είναι ο διάβολος, γιατί είναι ο πιο απομακρυσμένος από τον Θεό, από την αγάπη. Αλλά, αν φύγη η αγάπη, μετά είναι κόλαση. Αντίθετο της αγάπης τι είναι; Η κακία, κακία ίσον βάσανο.
Ένας που είναι απομακρυσμένος από τον Θεό, δέχεται την δαιμονική επίδραση. Ενώ αυτός πού είναι κοντά στον Θεό, δέχεται την Θεία Χάρη. Όποιος έχει Χάρη Θεού, θα του δοθή και άλλη. Και όποιος έχει λίγη και την περιφρονεί, θα του αφαιρεθή και αυτή. Η Χάρις του Θεού λείπει από τους σημερινούς ανθρώπους, γιατί με την αμαρτία πετάνε και την λίγη που έχουν. Και όταν φύγη η θεία Χάρις, ορμούν όλοι οι δαίμονες μέσα στον άνθρωπο.
Ανάλογα με την απομάκρυνσή τους από τον Θεό οι άνθρωποι αισθάνονται σ΄αυτήν την ζωή στενοχώρια και στην άλλη ζωή θα ζουν την αιώνια στενοχώρια.
Γιατί από αυτήν την ζωή γεύεται κανείς, σε κάποιο βαθμό, ανάλογα με το πόσο ζη σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, ένα μέρος της χαράς του Παραδείσου. Ή θα ζήσουμε ένα μέρος της χαράς του Παραδείσου από εδώ, και θα πάμε και στον Παράδεισο, ή θα ζήσουμε ένα μέρος της κολάσεως και - Θεός φυλάξοι! - θα πάμε στην κόλαση. Παράδεισος ίσον καλωσύνη. Κόλαση ίσον κακωσύνη. Κάνει κανείς μια καλωσύνη, αισθάνεται χαρά. Κάνει μια στραβοξυλιά, υποφέρει. Όσο περισσότερο καλό κάνει, τόσο περισσότερο αγάλλεται. Όσο περισσότερο κακό κάνει, τόσο περισσότερο υποφέρει η ψυχή του. Ο κλέφτης νιώθει χαρά; Δεν νιώθει χαρά. Και να βρη κανείς κάτι στον δρόμο, αν το κρατήση και πή ότι είναι δικό του, ανάπαυση δεν θα έχη! Ούτε ξέρει σε ποιόν ανήκει ούτε αδίκησε κάποιον ούτε το κλέβει, και όμως δεν αναπαύεται. Πόσο μάλλον να το κλέψη! Ακόμη και όταν κανείς λαμβάνη, πάλι δεν νιώθει την χαρά που νιώθει όταν δίνη. Πόσο μάλλον όταν κλέβη ή όταν αδική, να νιώθη χαρά! Γι΄αυτό, βλέπεις, οι άνθρωποι με την αδικία τι πρόσωπα έχουν, τι γκριμάτσες κάνουν!
* τσατμάς: λεπτός τοίχος κατασκευασμένος με δοκούς των οποίων τα διάκενα συμπληρώνονται με πλίνθους ή ξύλινες πήχεις και επικαλύπτονται από ασβεστοκονίαμα. (Ο Γέροντας μεταφορικά ονομάζει έτσι τον θώρακα).
πηγή