Κωνσταντίνος Κόλμερ
Ένας έμπορος από την Αίγινα έφθασε στον Πειραιά, στα τέλη της 6ης εκατονταετίας π.Χ., και θέλησε να αγοράσει 12 κρατήρες οίνου* από φημισμένο αθηναϊκό εργαστήρι αγγειοπλαστικής. Ο αγγειοπλάστης ζήτησε τρεις οβολούς για κάθε κρατήρα** και ο έμπορος θέλησε να πληρώσει με αιγινήτικες δραχμές. «Γλαύκες δεν έχεις;» τον ρώτησε ο αγγειοπλάστης. Ο έμπορος απάντησε πως δεν ήξερε τι (νόμισμα) είναι οι γλαύκες και ζήτησε να μάθει πού θα τις βρει. «Στην αγορά«, του συνέστησε ο Αθηναίος. «Και πώς θα τις ζητήσω;» «Με δραχμές, θα αλλάξεις τις αιγινήτικες «χελώνες» σου, αγαπητέ«. «Γλαύκες λέμε το αργυρό τετράδραχμο«, εξήγησε ο Αθηναίος στον νησιώτη έμπορο. «Κι όποιος διαθέτει δραχμές κομίζει γλαύκας εις Αθήνας», συμπλήρωσε περιπαιχτικά.
Παροιμιώδης έμεινε αυτή η φράση από το πτηνό της θεάς Αθηνάς (κουκουβάγια) που έφερε στην άλλη του όψη το αθηναϊκό, «λάλον» τετράδραχμο-το πιο γνωστό νόμισμα στην αρχαία Ελλάδα, σταθερής αξίας μέχρις του 1ου αιώνος π.Χ. Την ισοτιμία της αθηναϊκής δραχμής με εκείνη της Αίγινας υποτίμησε το 619 π.Χ. ο σοφός Σόλων (ποιητής και νομοθέτης της Αθηναϊκής δημοκρατίας) κατά 27%, για να γίνει η αθηναϊκή οικονομία ανταγωνιστική. Συγχρόνως, διέγραψε τα ατομικά χρέη των Αθηναίων (Σεισάχθεια) και τους υποχρέωσε να μην υποθηκεύουν στο μέλλον την προσωπική τους ελευθερία.
Χρήσιμο μάθημα διά τα καθ’ ημάς που υποθηκεύουμε εύκολα την εθνική κυριαρχία μας. Τα νομίσματα αντικατέστησαν πολύ νωρίτερα από τον Σόλωνα, τον αντιπραγματισμό (ή «αντικαταλλαγή») στις συναλλαγές. Παραδείγματος χάρη «η ανταλλαγή βοός με αίγες» (εξ ου αλβούτης, πολυβούτης ο έχων πολλά βόδια).
Τον αντιπραγματισμό αντικατέστησε αρχικά στην Μεσοποταμία, Αίγυπτο και Μικρά Ασία, ο εκ-χρηματισμός στις συναλλαγές με τα μέταλλα (οβολούς), ήλεκτρον και τα αργυρά και χρυσά νομίσματα (τους δαρεικούς) που κυρίως εξέδιδε ο εκάστοτε ηγεμών, εν προκειμένω ο «βασιλεύς των βασιλέων» Δαρείος, ο πρώτος των Μήδων. Στην Κίνα και στην Ινδία ανεπτύχθη παραλλήλως αλλά αυτοτελώς νομισματικό σύστημα, βασιζόμενο στις αξίες των μετάλλων. Σημειωτέον ότι κινεζικό ήταν και το πρώτο χαρτονόμισμα (της περιόδου Γκουανξού, που κυκλοφόρησε το 1875).
Τα χρήματα ήταν εύ-χρηστα, διαιρετά, εύκολο να αποταμιευθούν και να μεταφερθούν (σχετική είναι και η «επανάσταση του ρουμίου» (Rum Rebellion 1809 New South Wales–Australia όπου την έλλειψη βρετανικού νομίσματος στην αποικία αντικατέστησε «προσωρινά η χρήση του ποτού ρούμι»). Ο Ιωσήφ επωλήθη στους Ισμαηλίτες 20 αργύρια από Μαδιαινίτες εμπόρους, που τον ανέσυραν από τον λάκκο όπου τον είχαν ρίξει τα αδέρφια του, γιατί ήταν ονειροπόλος. Το γεγονός που τοποθετείται στη δεύτερη χιλιετία π.Χ. αναφέρει η Γένεσις (λζ’ 28), αλλά μάλλον το τίμημα πρόκειται για χύμα μέταλλο αργύρου παρά για «κομμένο» νόμισμα.
Το πρώτο γνωστό νόμισμα στον δυτικό κόσμο ήταν της Λυδίας, από ήλεκτρο (κράμα χρυσού, ηλέκτρου και αργύρου) τον 7ο αιώνα π.Χ. επί Κροίσου και συνελλέγετο στον Πακτωλό ποταμό (εξ ου και η παροιμιώδης φράση «πακτωλός χρημάτων»). Οι παρακείμενες ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας: Κύζικος, Λάμψακος, Φώκαια και η νήσος Λέσβος εγκατέλειψαν το ήλεκτρο και άρχισαν να κατασκευάζουν νομίσματα από άργυρο στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ., για τις ανάγκες του εμπορίου.
Η νομισματοκοπία, στην Αίγινα πρώτα και στην Κόρινθο και Αθήνα έπειτα, χρονολογείται από τα μέσα του 6ου αιώνος π.Χ. και εξαπλώθη στην ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα, Μακεδονία, Σικελία, Κυρηναϊκή (βόρειος Αφρική) μέχρι τη Μασσαλία της σημερινής Γαλλίας που ήταν τότε αποικία της Κύμης, λόγω της ανάπτυξης του εμπορίου και της ανάγκης του κράτους-πόλεως για την κυκλοφορία ευ-χρήστου μετρητού (φθηνού) χρήματος (βλ. σχ. Πλάτων, Νόμοι). Τότε άρχισε να σφραγίζεται το νόμισμα από την πόλη που το εξέδιδε με νόμο (Πολιτικά 1257α του Αριστοτέλη και Ηρόδοτος Ι.94), εξ ου και ο όρος «νόμισμα» που επικράτησε έκτοτε.
Όπως εξηγεί ο Ξενοφών, «από τον 4ο αιώνα άρχισε η επικερδής εξαγωγή αργυρών νομισμάτων από την Αθήνα» («Πόροι ή περί προσόδων»-3,2). Ο νόμος του Αριστοφάνη «Το κακό νόμισμα διώχνει το καλό» (στην κωμωδία «Βάτραχοι», το οποίον αντέγραψε ο Άγγλος οικονομολόγος και έγινε γνωστός ως «νόμος του Γκρέσαμ»). Οι συναλλαγές στην αρχαία Αθήνα εγίνοντο με μικρά νομίσματα (μισοί οβολοί) για τις καθημερινές ανάγκες. Μισή δραχμή λάμβανε ο Αθηναίος ένορκος ημερησίως, για τη συντήρησή του. Αργότερα, στα τέλη του 5ου αιώνος, άρχισαν να εκδίδονται στη νότιο Ιταλία, εφθηνά νομίσματα από ορείχαλκο (μπρούτζο) που διαδόθησαν ταχέως στο μεγαλύτερο τμήμα του ελληνικού κόσμου.
Η Σπάρτη άρχισε να χρησιμοποιεί νομίσματα με τον Πελοποννησιακό πόλεμο (330 π.Χ.), για να κατασκευάσει στόλο με τον οποίο νίκησε την Αθήνα στη ναυμαχία στις Οινούσσες. Ο πρώην δούλος, Τραπεζίτης (των Αθηνών) Πασίων, όταν πέθανε το 370 π.Χ., είχε περιουσία 60 ταλάντων ή 360.000 δρχ. εκείνης της εποχής και είχε γίνει Αθηναίος πολίτης, όπως συμβαίνει σήμερα για εκείνους τους ξένους που φέρνουν κεφάλαια στην Ελλάδα για τη «χρυσή βίζα».
Τα ρωμαϊκά νομίσματα
Τα μέσα συναλλαγής στη Ρώμη (ίδρυση 753 π.Χ.) ήταν τα πρόβατα (=pecus, εξ ου και τα λεφτά λέγονται πεκούνια στα λατινικά). Φαίνεται ότι Ρωμαίοι και οι Ετρούσκοι χρησιμοποιούσαν αρχικά στις συναλλαγές το μέταλλο χαλκού (Δωδεκάδελτος 450 π.Χ.). Οι Έλληνες της κάτω Ιταλίας δίδαξαν τους Ρωμαίους την κοπή νομισμάτων (ROMANO). Ο εξελληνισμός των Ρωμαίων, όπως στις τέχνες και στα γράμματα, επεξετάθη και στη νομισματοκοπία, όταν μετά το Β’ Καρχηδονιακό πόλεμο (281-201 π.Χ.) η Ρώμη έγινε μεσογειακή υπερδύναμη και είχε ανάγκη από ρευστό χρήμα.
Τα ρωμαϊκά νομίσματα ήταν το δηνάριο, αξίας 10 ασσαρίων που το 140 π.Χ. ανετιμήθη στα 16 ασσάρια, οι χρυσοί στατήρες, περιορισμένης κυκλοφορίας στην εποχή της Ρωμαϊκής δημοκρατίας και οι αργυρές βικτώριες από μίγμα αργύρου και χαλκού, με την παράσταση Νίκης που κυκλοφόρησε σε μεγάλους αριθμούς μετά το 200 μ.Χ. Το ασσάριο που ήταν από ορείχαλκο, μικρό και ελαφρύ κυκλοφόρησε μετά το 200 μ.Χ., με υποδιαιρέσεις που εξυπηρετούσαν τις μικροσυναλλαγές και την αυξανομένη ανάγκη ρευστότητος (=βασική ιδιότητα του αποδοτικού νομισματικού συστήματος).
Τα χριστιανικά Ευαγγέλια είναι γεμάτα από αναφορές νομισμάτων την εποχή του Ιησού Χριστού, με δραχμές και δηνάρια σε μία ιστορική ισοτιμία. Ο δίκαιος μισθός του αμπελουργού ήταν ένα δηνάριο κατά τον Ιησού που φέρει στη μνήμη την κλασική έννοια της Αξίας=Εργαξία την οποία διεδέχθη, μετά τον Καρλ Μαρξ, η έννοια της αξίας χρήσεως και ο νόμος της (προσφοράς) και ζητήσεως στις προτιμήσεις του καταναλωτού.
Οι Ρωμαίοι είχαν την ευφυία να διατηρήσουν τα τοπικά νομίσματα στις χώρες που κατέκτησαν (Βασίλειο Περγάμου, Αίγυπτος), αλλά με λιγότερο περιεχόμενο ασημιού. Όμως, η κυκλοφορία ήταν υποχρεωτική, με υψηλό seigniorage (= εκδοτικό προνόμιο υπέρ του ηγεμόνα). Η κατάκτηση της Μακεδονίας απέφερε λάφυρα 453 τόνων αργύρου στη Ρώμη και προκάλεσε παρενέργειες στην οικονομία.
Η λαφυραγωγία έφερε τη φιλοχρηματία κι αυτή τη διαφθορά. Κατά τον ιστορικό Σαλλούτσιο «στη Ρώμη όλα ήταν προς πώληση». Η τοκογλυφία, η κιβδηλεία και ο πληθωρισμός επακολούθησαν τον αγώνα για την πολιτική εξουσία επί Αυγούστου. Η υποτίμηση του ρωμαϊκού νομίσματος προκάλεσε την κατάργηση των χαλκίνων κερμάτων. Ο αυτοκράτωρ Διοκλητιανός προσπάθησε να αποκαταστήσει τη νομισματική τάξη με έλεγχο των τιμών (301 μ.Χ.), αλλά απέτυχε και κατακερμάτισε τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Ο Μέγας Κωνσταντίνος, το 309 μ.Χ. καθιέρωσε τον χρυσό σόλιδο (Κωνσταντινάτο) με νέες αργυρές και χάλκινες υποδιαιρέσεις.
Επί Διοκλητιανού, η αξία των χρυσών νομισμάτων ήταν ίση με το βάρος του χρυσού στην τρέχουσα τιμή του μετάλλου. Ο «χρυσούς κανόνας» διήρκεσε μέχρις τον 19ον αιώνα και προκάλεσε εσωτερική πόλωση του νομισματικού συστήματος με απρόβλεπτο αποτέλεσμα, αρχικώς τη διάσπαση της Ρώμης σε δυτική και ανατολική αυτοκρατορία και εν συνεχεία σειρά οικονομικών κρίσεων στη Δύση.
Το Βυζάντιον
Ο αυτοκράτωρ Αναστάσιος επέβαλε λιτότητα στη Βυζαντινή αυτοκρατορία και συγκέντρωσε πλεόνασμα 320.000 λιβρών χρυσού, για τις ανάγκες του κράτους (κυρίως στρατιωτικές και χάριν εφοδιασμού της Κωνσταντινουπόλεως με στάρι). Η ελληνική γλώσσα αντικατέστησε τη λατινική στον σόλιδο επί Ιουστινιανού τον 6ον αιώνα και οι παραστάσεις άλλαξαν (με τον Χριστόν και τον εκάστοτε αυτοκράτορα).
Η αγοραστική αξία του βυζαντινού νομίσματος μπεζάντ (= 25 δολαρίων) έμεινε σταθερή μέχρι τα μέσα του 10ου αιώνος, οπότε άρχισε η νόθευσή του. Το 1092 μ.Χ., ο Αλέξιος Κομνηνός αντικατέστησε τον σόλιδο με το υπέρπυρον το οποίο ισούτο με 20,5 καράτια χρυσού, βασισμένου επί του «εγγείου φόρου», για να πληρώνουν οι γαιοκτήμονες με το πλεόνασμα της παραγωγής τους. Η ποικίλη διαβάθμιση του νομίσματος στο 1/12 σολίδου, καθιέρωσε το αργυρό μιλαιρέσιο και τον χάλκινο φόλλις σε λογικές ποσότητες. Τον 13ο αιώνα το βυζαντινό νόμισμα ευτελίσθη, αλλά επέζησε άλλους δύο αιώνες μέχρι την Άλωση το 1453, οπότε κατηργήθη. Ο ιστορικός Στήβεν Ράνσιμαν γράφει ότι η τραγωδία του Βυζαντίου ήταν κυρίως νομισματική.
—————
* Πήλινο αγγείο μέσα στο οποίο γινόταν η ανάμιξη κρασιού και νερού την αρχαία εποχή (=κράσις εξ ου και κρασί).
** Υπολογίστε το ποσόν της αγοραπωλησίας σε αθηναϊκές δραχμές, αν 6 οβολοί=1 δρχ. και η αθηναϊκή δρχ. ήταν 0,73 της αιγινήτικης. Το κόστος 4 δρχ. και 2 οβολοί περίπου.
Μέρος 1/3 από την προδημοσίευση του νέου βιβλίου του Κωνσταντίνου Κόλμερ, Η γεωπολιτική υπεραξία της Ελλάδος, εκδ.Λιβάνη, σελ.217.
Ένας έμπορος από την Αίγινα έφθασε στον Πειραιά, στα τέλη της 6ης εκατονταετίας π.Χ., και θέλησε να αγοράσει 12 κρατήρες οίνου* από φημισμένο αθηναϊκό εργαστήρι αγγειοπλαστικής. Ο αγγειοπλάστης ζήτησε τρεις οβολούς για κάθε κρατήρα** και ο έμπορος θέλησε να πληρώσει με αιγινήτικες δραχμές. «Γλαύκες δεν έχεις;» τον ρώτησε ο αγγειοπλάστης. Ο έμπορος απάντησε πως δεν ήξερε τι (νόμισμα) είναι οι γλαύκες και ζήτησε να μάθει πού θα τις βρει. «Στην αγορά«, του συνέστησε ο Αθηναίος. «Και πώς θα τις ζητήσω;» «Με δραχμές, θα αλλάξεις τις αιγινήτικες «χελώνες» σου, αγαπητέ«. «Γλαύκες λέμε το αργυρό τετράδραχμο«, εξήγησε ο Αθηναίος στον νησιώτη έμπορο. «Κι όποιος διαθέτει δραχμές κομίζει γλαύκας εις Αθήνας», συμπλήρωσε περιπαιχτικά.
Παροιμιώδης έμεινε αυτή η φράση από το πτηνό της θεάς Αθηνάς (κουκουβάγια) που έφερε στην άλλη του όψη το αθηναϊκό, «λάλον» τετράδραχμο-το πιο γνωστό νόμισμα στην αρχαία Ελλάδα, σταθερής αξίας μέχρις του 1ου αιώνος π.Χ. Την ισοτιμία της αθηναϊκής δραχμής με εκείνη της Αίγινας υποτίμησε το 619 π.Χ. ο σοφός Σόλων (ποιητής και νομοθέτης της Αθηναϊκής δημοκρατίας) κατά 27%, για να γίνει η αθηναϊκή οικονομία ανταγωνιστική. Συγχρόνως, διέγραψε τα ατομικά χρέη των Αθηναίων (Σεισάχθεια) και τους υποχρέωσε να μην υποθηκεύουν στο μέλλον την προσωπική τους ελευθερία.
Χρήσιμο μάθημα διά τα καθ’ ημάς που υποθηκεύουμε εύκολα την εθνική κυριαρχία μας. Τα νομίσματα αντικατέστησαν πολύ νωρίτερα από τον Σόλωνα, τον αντιπραγματισμό (ή «αντικαταλλαγή») στις συναλλαγές. Παραδείγματος χάρη «η ανταλλαγή βοός με αίγες» (εξ ου αλβούτης, πολυβούτης ο έχων πολλά βόδια).
Τον αντιπραγματισμό αντικατέστησε αρχικά στην Μεσοποταμία, Αίγυπτο και Μικρά Ασία, ο εκ-χρηματισμός στις συναλλαγές με τα μέταλλα (οβολούς), ήλεκτρον και τα αργυρά και χρυσά νομίσματα (τους δαρεικούς) που κυρίως εξέδιδε ο εκάστοτε ηγεμών, εν προκειμένω ο «βασιλεύς των βασιλέων» Δαρείος, ο πρώτος των Μήδων. Στην Κίνα και στην Ινδία ανεπτύχθη παραλλήλως αλλά αυτοτελώς νομισματικό σύστημα, βασιζόμενο στις αξίες των μετάλλων. Σημειωτέον ότι κινεζικό ήταν και το πρώτο χαρτονόμισμα (της περιόδου Γκουανξού, που κυκλοφόρησε το 1875).
Τα χρήματα ήταν εύ-χρηστα, διαιρετά, εύκολο να αποταμιευθούν και να μεταφερθούν (σχετική είναι και η «επανάσταση του ρουμίου» (Rum Rebellion 1809 New South Wales–Australia όπου την έλλειψη βρετανικού νομίσματος στην αποικία αντικατέστησε «προσωρινά η χρήση του ποτού ρούμι»). Ο Ιωσήφ επωλήθη στους Ισμαηλίτες 20 αργύρια από Μαδιαινίτες εμπόρους, που τον ανέσυραν από τον λάκκο όπου τον είχαν ρίξει τα αδέρφια του, γιατί ήταν ονειροπόλος. Το γεγονός που τοποθετείται στη δεύτερη χιλιετία π.Χ. αναφέρει η Γένεσις (λζ’ 28), αλλά μάλλον το τίμημα πρόκειται για χύμα μέταλλο αργύρου παρά για «κομμένο» νόμισμα.
Το πρώτο γνωστό νόμισμα στον δυτικό κόσμο ήταν της Λυδίας, από ήλεκτρο (κράμα χρυσού, ηλέκτρου και αργύρου) τον 7ο αιώνα π.Χ. επί Κροίσου και συνελλέγετο στον Πακτωλό ποταμό (εξ ου και η παροιμιώδης φράση «πακτωλός χρημάτων»). Οι παρακείμενες ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας: Κύζικος, Λάμψακος, Φώκαια και η νήσος Λέσβος εγκατέλειψαν το ήλεκτρο και άρχισαν να κατασκευάζουν νομίσματα από άργυρο στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ., για τις ανάγκες του εμπορίου.
Η νομισματοκοπία, στην Αίγινα πρώτα και στην Κόρινθο και Αθήνα έπειτα, χρονολογείται από τα μέσα του 6ου αιώνος π.Χ. και εξαπλώθη στην ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα, Μακεδονία, Σικελία, Κυρηναϊκή (βόρειος Αφρική) μέχρι τη Μασσαλία της σημερινής Γαλλίας που ήταν τότε αποικία της Κύμης, λόγω της ανάπτυξης του εμπορίου και της ανάγκης του κράτους-πόλεως για την κυκλοφορία ευ-χρήστου μετρητού (φθηνού) χρήματος (βλ. σχ. Πλάτων, Νόμοι). Τότε άρχισε να σφραγίζεται το νόμισμα από την πόλη που το εξέδιδε με νόμο (Πολιτικά 1257α του Αριστοτέλη και Ηρόδοτος Ι.94), εξ ου και ο όρος «νόμισμα» που επικράτησε έκτοτε.
Όπως εξηγεί ο Ξενοφών, «από τον 4ο αιώνα άρχισε η επικερδής εξαγωγή αργυρών νομισμάτων από την Αθήνα» («Πόροι ή περί προσόδων»-3,2). Ο νόμος του Αριστοφάνη «Το κακό νόμισμα διώχνει το καλό» (στην κωμωδία «Βάτραχοι», το οποίον αντέγραψε ο Άγγλος οικονομολόγος και έγινε γνωστός ως «νόμος του Γκρέσαμ»). Οι συναλλαγές στην αρχαία Αθήνα εγίνοντο με μικρά νομίσματα (μισοί οβολοί) για τις καθημερινές ανάγκες. Μισή δραχμή λάμβανε ο Αθηναίος ένορκος ημερησίως, για τη συντήρησή του. Αργότερα, στα τέλη του 5ου αιώνος, άρχισαν να εκδίδονται στη νότιο Ιταλία, εφθηνά νομίσματα από ορείχαλκο (μπρούτζο) που διαδόθησαν ταχέως στο μεγαλύτερο τμήμα του ελληνικού κόσμου.
Η Σπάρτη άρχισε να χρησιμοποιεί νομίσματα με τον Πελοποννησιακό πόλεμο (330 π.Χ.), για να κατασκευάσει στόλο με τον οποίο νίκησε την Αθήνα στη ναυμαχία στις Οινούσσες. Ο πρώην δούλος, Τραπεζίτης (των Αθηνών) Πασίων, όταν πέθανε το 370 π.Χ., είχε περιουσία 60 ταλάντων ή 360.000 δρχ. εκείνης της εποχής και είχε γίνει Αθηναίος πολίτης, όπως συμβαίνει σήμερα για εκείνους τους ξένους που φέρνουν κεφάλαια στην Ελλάδα για τη «χρυσή βίζα».
Τα ρωμαϊκά νομίσματα
Τα μέσα συναλλαγής στη Ρώμη (ίδρυση 753 π.Χ.) ήταν τα πρόβατα (=pecus, εξ ου και τα λεφτά λέγονται πεκούνια στα λατινικά). Φαίνεται ότι Ρωμαίοι και οι Ετρούσκοι χρησιμοποιούσαν αρχικά στις συναλλαγές το μέταλλο χαλκού (Δωδεκάδελτος 450 π.Χ.). Οι Έλληνες της κάτω Ιταλίας δίδαξαν τους Ρωμαίους την κοπή νομισμάτων (ROMANO). Ο εξελληνισμός των Ρωμαίων, όπως στις τέχνες και στα γράμματα, επεξετάθη και στη νομισματοκοπία, όταν μετά το Β’ Καρχηδονιακό πόλεμο (281-201 π.Χ.) η Ρώμη έγινε μεσογειακή υπερδύναμη και είχε ανάγκη από ρευστό χρήμα.
Τα ρωμαϊκά νομίσματα ήταν το δηνάριο, αξίας 10 ασσαρίων που το 140 π.Χ. ανετιμήθη στα 16 ασσάρια, οι χρυσοί στατήρες, περιορισμένης κυκλοφορίας στην εποχή της Ρωμαϊκής δημοκρατίας και οι αργυρές βικτώριες από μίγμα αργύρου και χαλκού, με την παράσταση Νίκης που κυκλοφόρησε σε μεγάλους αριθμούς μετά το 200 μ.Χ. Το ασσάριο που ήταν από ορείχαλκο, μικρό και ελαφρύ κυκλοφόρησε μετά το 200 μ.Χ., με υποδιαιρέσεις που εξυπηρετούσαν τις μικροσυναλλαγές και την αυξανομένη ανάγκη ρευστότητος (=βασική ιδιότητα του αποδοτικού νομισματικού συστήματος).
Τα χριστιανικά Ευαγγέλια είναι γεμάτα από αναφορές νομισμάτων την εποχή του Ιησού Χριστού, με δραχμές και δηνάρια σε μία ιστορική ισοτιμία. Ο δίκαιος μισθός του αμπελουργού ήταν ένα δηνάριο κατά τον Ιησού που φέρει στη μνήμη την κλασική έννοια της Αξίας=Εργαξία την οποία διεδέχθη, μετά τον Καρλ Μαρξ, η έννοια της αξίας χρήσεως και ο νόμος της (προσφοράς) και ζητήσεως στις προτιμήσεις του καταναλωτού.
Οι Ρωμαίοι είχαν την ευφυία να διατηρήσουν τα τοπικά νομίσματα στις χώρες που κατέκτησαν (Βασίλειο Περγάμου, Αίγυπτος), αλλά με λιγότερο περιεχόμενο ασημιού. Όμως, η κυκλοφορία ήταν υποχρεωτική, με υψηλό seigniorage (= εκδοτικό προνόμιο υπέρ του ηγεμόνα). Η κατάκτηση της Μακεδονίας απέφερε λάφυρα 453 τόνων αργύρου στη Ρώμη και προκάλεσε παρενέργειες στην οικονομία.
Η λαφυραγωγία έφερε τη φιλοχρηματία κι αυτή τη διαφθορά. Κατά τον ιστορικό Σαλλούτσιο «στη Ρώμη όλα ήταν προς πώληση». Η τοκογλυφία, η κιβδηλεία και ο πληθωρισμός επακολούθησαν τον αγώνα για την πολιτική εξουσία επί Αυγούστου. Η υποτίμηση του ρωμαϊκού νομίσματος προκάλεσε την κατάργηση των χαλκίνων κερμάτων. Ο αυτοκράτωρ Διοκλητιανός προσπάθησε να αποκαταστήσει τη νομισματική τάξη με έλεγχο των τιμών (301 μ.Χ.), αλλά απέτυχε και κατακερμάτισε τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Ο Μέγας Κωνσταντίνος, το 309 μ.Χ. καθιέρωσε τον χρυσό σόλιδο (Κωνσταντινάτο) με νέες αργυρές και χάλκινες υποδιαιρέσεις.
Επί Διοκλητιανού, η αξία των χρυσών νομισμάτων ήταν ίση με το βάρος του χρυσού στην τρέχουσα τιμή του μετάλλου. Ο «χρυσούς κανόνας» διήρκεσε μέχρις τον 19ον αιώνα και προκάλεσε εσωτερική πόλωση του νομισματικού συστήματος με απρόβλεπτο αποτέλεσμα, αρχικώς τη διάσπαση της Ρώμης σε δυτική και ανατολική αυτοκρατορία και εν συνεχεία σειρά οικονομικών κρίσεων στη Δύση.
Το Βυζάντιον
Ο αυτοκράτωρ Αναστάσιος επέβαλε λιτότητα στη Βυζαντινή αυτοκρατορία και συγκέντρωσε πλεόνασμα 320.000 λιβρών χρυσού, για τις ανάγκες του κράτους (κυρίως στρατιωτικές και χάριν εφοδιασμού της Κωνσταντινουπόλεως με στάρι). Η ελληνική γλώσσα αντικατέστησε τη λατινική στον σόλιδο επί Ιουστινιανού τον 6ον αιώνα και οι παραστάσεις άλλαξαν (με τον Χριστόν και τον εκάστοτε αυτοκράτορα).
Η αγοραστική αξία του βυζαντινού νομίσματος μπεζάντ (= 25 δολαρίων) έμεινε σταθερή μέχρι τα μέσα του 10ου αιώνος, οπότε άρχισε η νόθευσή του. Το 1092 μ.Χ., ο Αλέξιος Κομνηνός αντικατέστησε τον σόλιδο με το υπέρπυρον το οποίο ισούτο με 20,5 καράτια χρυσού, βασισμένου επί του «εγγείου φόρου», για να πληρώνουν οι γαιοκτήμονες με το πλεόνασμα της παραγωγής τους. Η ποικίλη διαβάθμιση του νομίσματος στο 1/12 σολίδου, καθιέρωσε το αργυρό μιλαιρέσιο και τον χάλκινο φόλλις σε λογικές ποσότητες. Τον 13ο αιώνα το βυζαντινό νόμισμα ευτελίσθη, αλλά επέζησε άλλους δύο αιώνες μέχρι την Άλωση το 1453, οπότε κατηργήθη. Ο ιστορικός Στήβεν Ράνσιμαν γράφει ότι η τραγωδία του Βυζαντίου ήταν κυρίως νομισματική.
—————
* Πήλινο αγγείο μέσα στο οποίο γινόταν η ανάμιξη κρασιού και νερού την αρχαία εποχή (=κράσις εξ ου και κρασί).
** Υπολογίστε το ποσόν της αγοραπωλησίας σε αθηναϊκές δραχμές, αν 6 οβολοί=1 δρχ. και η αθηναϊκή δρχ. ήταν 0,73 της αιγινήτικης. Το κόστος 4 δρχ. και 2 οβολοί περίπου.
Μέρος 1/3 από την προδημοσίευση του νέου βιβλίου του Κωνσταντίνου Κόλμερ, Η γεωπολιτική υπεραξία της Ελλάδος, εκδ.Λιβάνη, σελ.217.