Ο εορταστικός κύκλος του Πεντηκοσταρίου, που ξεκίνησε την Κυριακή του Πάσχα, κλείει σήμερα Κυριακή των Αγίων Πάντων. Τόσο με τον Κύκλο του Τριωδίου, που τελείωσε το Μεγάλο Σάββατο, όσο και με αυτόν του Πεντηκοσταρίου, όπως και σε κάθε θ. Λειτουργία, η Εκκλησία παρουσιάζει μπροστά μας ως παρόντα, όσα ο Κύριός μας μετήλθε για τη σωτηρία μας (τον Σταυρικό θάνατο, την ταφή, την Ανάσταση, την εις ουρανούς άνοδο, και την Παρουσία του Αγίου Πνεύματος κατά την Πεντηκοστή).
Η επισύναψη της γιορτής των Αγίων Πάντων μετά την Κυριακή της Πεντηκοστής, είναι η έμπρακτη απόδειξη, ότι το έργο του Κυρίου Ιησού και του Αγίου Πνεύματος απέδωσαν καρπούς. Το πλήθος των Αγίων, που παριστάνεται με «ὄχλον πολύν, ὃν ἀριθμῆσαι οὐδεὶς δύναται» και προέρχεται «ἐκ παντὸς ἔθνους καὶ φυλῶν καὶ λαῶν καὶ γλωσσῶν» (Ἀποκ. ζ, 9), είναι οι καρποί που έδρεψεν ο Κύριος με την Ενανθρώπησή Του και την όλη ζωή Του. Μέσα σ’ αυτούς εσκήνωσε το Άγιο Πνεύμα, τους αγίασε και τους εθέωσε. Η δε κοινή γιορτή «πάντων των Αγίων», θέλει να δείξει ότι όλοι έζησαν μέσα στον έναν Χριστό και αποτέλεσαν το ένα Σώμα Του, την Εκκλησία, και χάριν του ενός Χριστού αγωνίσθηκαν και υπό ενός Θεού στεφανώθηκαν και τον άνω κόσμο των εκπεσόντων Αγγέλων αναπλήρωσαν.1. Κοινωνοί του Σταυρού και της Αναστάσεως
Επειδή όλα τα αισθητά έρχονται και παρέρχονται, οι Άγιοι δεν θέλησαν να θεμελιώσουν τη ζωή τους σ’ αυτά. Όσα είχαν, τα μοίρασαν στους πτωχούς. Άφησαν τα γήινα και αγάπησαν τα ουράνια και έγιναν μιμητές των Αγγέλων. Επιθυμούσαν το «ποτήριον» του Πάθους του Κυρίου, δηλαδή τον θάνατό Του, για να κερδίσουν την αιωνιότητα, όπως και «ο Χριστός - η Ζωή πέρασε στην αιώνια ζωή, μέσα από τον θάνατο, που είναι το μεσουράνημα του μυστηρίου της σωτηρίας» (π. Γ. Φλωρόφσκη).
Ο Κύριος στο σημερινό Ευαγγέλιο διαγράφει την πορεία του κάθε Αγίου. Άγιος είναι εκείνος, που αγαπά και προτιμά υπεράνω όλων, ακόμη και από αυτή τη ζωή του, τον Χριστό. Ο φυσικός έρωτας προς τον κόσμο και τα πράγματά του, έχει μετατεθεί όλος προς τον Θεό. Και εάν ο φυσικός έρωτας χωρίζει τον άνθρωπο από τον πατέρα και την μητέρα του, οι Άγιοι, που «ετρώθησαν» από τον θείον έρωτα, αποχωρίζονται κάθε τι, που ανήκει σ’ αυτό τον κόσμο, γιατί είναι συνημμένοι με τον Χριστό. Γι’ αυτό και ομολογούν τον Χριστό μπροστά στους ανθρώπους, αντί πάσης θυσίας και ποτέ τους δεν θέτουν την αγάπη στον πατέρα ή τη μητέρα, ή στα παιδιά τους πάνω από τη δική Του αγάπη. Αυτό θα ήταν αυτοκαταδίκη σε θάνατο αιώνιο. Και προσθέτει ακόμη ο Χριστός την από μέρους μας άρση του σταυρού, δηλαδή τον θάνατο της φυσικής μας ζωής, χάριν Εκείνου, όπως έκανε ο Ίδιος για μας. «Ὃς οὐ λαμβάνει τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθεῖ ὀπίσω μου, οὐκ ἐστί μου ἄξιος».
Ο Άγιος δεν ομολογεί απλώς τον Χριστό σε κάποια στιγμή, που θα τον οδηγήσουν «ενώπιον βασιλέων και ηγεμόνων» και θα επακολουθήσει το Μαρτύριο, αλλά ολόκληρη η ζωή του είναι μια ομολογία Χριστού. Με τη ζωή του ο Άγιος επιβεβαιώνει ότι η ζωή του Χριστού είναι δυνατό να βιωθεί από τον άνθρωπο και ότι αυτή είναι η όντως ζωή. Δεν αδιαφορεί απλώς για τη δόξα των ανθρώπων, τον πλούτο και τις ηδονές του κόσμου, αλλά αποδεικνύει έμπρακτα, ότι δόξα και ηδονή γι’ αυτόν είναι να συζεί και να συνυπάρχει με τον Χριστό. Ότι όλα υπάρχουν στο «θεανθρωπίνως ζην».
Επειδή ξεπέρασαν το «εγώ» τους, δηλαδή δεν ζουν «κατά σάρκα» και αγάπησαν τον Χριστό, «εξ όλης ψυχής και καρδίας», ξεπέρασαν τον θάνατο, τόσο τον φυσικό όσο και τον ψυχικό. Θάνατος ψυχικός είναι η άρνηση του θελήματος του Θεού. Ο Χριστός δεν δοκίμασε τέτοιο θάνατο. Και με τη δική Του βοήθεια τον απέφυγαν και οι Άγιοι. Επειδή ακολουθούν τον Χριστό, μετέχουν στο ήθος Του και στη ζωή Του και αποκτούν Χριστοήθεια. Η «εν Χριστώ» μεταμόρφωσή τους σε θεωμένες υπάρξεις, φαίνεται στα πρόσωπά τους στις εικόνες, που ακτινοβολούν «Φως Χρίστου» από τις καθαρμένες καρδιές τους.
Με την αγάπη τους αγκαλιάζουν και τους εχθρούς τους και αυτούς τους δημίους τους και προσεύχονται γι’ αυτούς, όπως έκανε και ο Χριστός, γιατί αυτό είναι το θέλημα του Θεού. Έτσι γίνονται «κατά χάριν» Χριστοί. Υπερβαίνοντας ο άνθρωπος το «εγώ» του, βλέπει τους άλλους ως αδελφούς του. Η υπέρβαση αυτή κοστίζει. Είναι «άρση Σταυρού», θάνατος του «φρονήματος της σαρκός», συμμετοχή στον θάνατο του Χριστού. Γι’ αυτό και είναι θάνατος ζωηφόρος. Αυτός ο θάνατος στον Άγιο είναι καθημερινός. Είναι το αντίδωρο του στον «ὑπὲρ ἡμῶν Ἀποθανόντα καὶ Ἀναστάντα». Είναι το «ευχαριστώ» του.
Ο Άγιος είτε αγιάζεται «διά μαρτυρίου και αίματος», είτε «δι’ ασκήσεως και εναρέτου ζωής», ό,τι κάνει σ’ αυτό τον κόσμο, σ’ ένα και μόνο αποβλέπει: Να τον ελεήσει ο Θεός και να του δώσει τη Χάρη Του.
2. Ο Θεός τους δόξασε
Όπως υπόσχεται ο Κύριος, αυτούς θα τους ομολογήσει μπροστά στον Πατέρα Του τον «εν ουρανοίς». Θα τους χαρίσει τα άγαθά Του «ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη». Είναι τα αγαθά, που οι Άγιοι αγάπησαν, αφού ξεπέρασαν την αγάπη στα αγαθά τούτου του κόσμου. Θυσίασαν τα πάντα και θυσιάσθηκαν, γι’ αυτό και δοξάσθηκαν. Οι Άγιοι δοξάσθηκαν στη γη, γιατί με τη ζωή τους νίκησαν, μέσα στο ίδιο το σώμα τους, τον θάνατο της αμαρτίας, όπως και ο Χριστός.
Ο όντως θάνατος είναι ο πνευματικός, ο χωρισμός από τον Θεό. Χωρίς τον Θεό ο άνθρωπος μοιάζει με «γυμνά όστα». Η χειρότερη τραγωδία είναι το «εγυμνώθην Θεού», που αναφέρει ο μέγας Κανών. Στους αγίους όμως τα οστά δεν είναι «γυμνά», γιατί παραμένει σ’ αυτά η Χάρις του Θεού, που τους κατέκλυζε και όταν ζούσαν. Όπως στον θάνατο του Χριστού χωρίστηκε η ψυχή από το σώμα του, αλλ’ η θεότητα παρέμεινε ενωμένη και με την ψυχή και με το σώμα, έτσι και στον θάνατο των Αγίων, χωρίζεται η ψυχή από το σώμα τους, αλλά η θεία Χάρις παραμένει και στο σώμα και στην ψυχή τους. Γι’ αυτό και ευωδιάζουν τα λείψανά τους, αναβλύζουν μύρα και επιτελούν θαύματα.
Εφ’ όσον ο Θεός ενώθηκε με τα λείψανά τους, αυτά ζουν, «ενεργούν» και άρα ο θάνατος εξαφανίστηκε. Τα λείψανά τους τα θεωρούμε «πολυτιμότερα λίθων πολυτελών». Το δακτυλάκι ενός Αγίου, η Εκκλησία μας δεν το ανταλλάσσει με τους θησαυρούς όλου του κόσμου.
Αυτή η δόξα τους είναι η απαρχή της δόξας, που θα απολαύσουν στη πληρότητα, μετά τη Δευτέρα Παρουσία. «Ὁ νικῶν δώσω αὐτῶ καθίσαι μετ’ ἐμοῦ ἐν τῷ θρόνω μου» (Ἀποκ. γ' 21).
Παύλου Μουκταρούδη, Διήρχετο διά τῶν Σπορίμων, Τόμος Α΄.