σχόλιο Γ.Θ : Απλά συγκλονιστικό! Διαβάστε τα επιλεγμένα αποσπάσματα του βιβλίου, που περιγράφουν μια ιστορία 100% αληθινή... και που για δύο αιώνες σκίασε μια περιοχή Νότια της πόλης των Χανίων με το όνομα Κεραμιά
τα περίφημα «Κ ε ρ α μ ι ά», στην Κρήτη, νότια από τα Χανιά.
Εκεί γύρω στο τέλος τού 18ου
αι. Έγινε μία μεγάλη ιεροσυλία στο Μοναστήρι της Αγίας Τριάδος,
βορειοανατολικά από τα Χανιά. Επακολούθησε αφορισμός — κάτι τέτοιο
συνηθιζόταν στην εποχή της Τουρκοκρατίας— και για όσους την διέπραξαν
και για όσους γνώριζαν και δεν μαρτυρούσαν.
Το αποτέλεσμα υπήρξε τρομερό. Όλα τα
χωριά της περιοχής Κεραμιάς (Παπαδιανά, Λούλος, Πανάγια, Αλετρουβάρι,
Κάμπος κλπ. ) μαστίζονταν από την κακία των δαιμόνων. Γκρίνιες,
καυγάδες, διαλύσεις οικογενειών, δυστυχήματα, εκφοβισμοί, θάνατοι. Τα
μεσημέρια φοβόνταν οι άνθρωποι να περάσουν από ρεματιές με πλατάνια. Και
δαιμονική κατοχή πολλών προσώπων. Κάποια περίοδο υπήρχαν σαρανταδύο
δαιμονισμένοι. Γίνονταν απίθανα πράγματα.
από το βιβλίο του Κωνσταντίνου Κωστουράκη Κοινωνικά Θέ
ματα, Ο Εχθρός – Τα Κεραμιανά, Θεσσαλονίκη 1982.
Κεφ. Δ΄. Ομαδικαί εκδηλώσεις δαιμονιζομένων (σελ. 30-35)
Αρχίζω με λόγια της εφημερίδας «Παρατηρητής» Χανίων, της 17 Νοεμβρίου 1934.
«Αι πρώται ειδήσεις περί των φαινομένων εις Κεραμιά δεν εκίνησαν το ενδιαφέρον μας. Η επιμονή όμως μεθ’ ής ελέγοντο και η διαβεβαίωσις ότι επεξετάθησαν μας έκαμε να τα προσέξωμεν… Ο δε μεταβάς συντάκτης μας γράφει: Η κοινή γνώμη των κατοίκων Παπαδιανών είναι ανάστατος. Παντού πλανάται το φάσμα του πειρασμού, που ελυμαίνετο πότε εις το χωρίον Λούλος, πότε την Παναγιά, πότε το Αλετρουβάρι…»
Πράγματι. Όποιος καταπιάνεται με
παρόμοια γεγονότα φρικιά, αναστατώνεται. Δέκα τέσσερα χωριά στα Κεραμιά
έζησαν με φρίκη την παρουσία του ανάλγητου «Εχθρού», που πήρε την
αναπάντεχη «άδεια» να εκδικηθή τους δράστες, μα κι όσους είδαν και
άκουσαν, μιας ανίερης κλεψιάς. Πριν 200 χρόνια άρχισαν αυτά, σε Τούρκικη
Κατοχή, που ούτε αστυνομία ούτε δικαστήρια ούτε προστασία ζωής, τιμής
και περιουσίας υπήρχαν. […]
Τα δικά μας γεγονότα αρχίζουν από το
πολύ πλούσιο τότε Μοναστήρι της Αγίας Τριάδος, στο Ακρωτήρι Χανίων. Τα
πρόβατα του Μοναστηριού φύλαγαν 5 βοσκοί Κεραμιανοί, από τις οικογένειες
Καντιλιεράκηδων, Τσακάκηδων, Τοράκηδων, Βενετάκηδων, απ’ το χωριό
Παναγιά, και Μαυράκηδων απ’ τους Κάμπους. Οι βοσκοί αυτοί κάποτε
σκέφτηκαν να κλέψουν «τιμαλφή», δώρα και χρυσία, «θησαυρούς» του
Μοναστηριού κι έτσι να εξασφαλίσουν, μια για πάντα, τη ζωή τους. Και
τόκαμαν! Το ίδιο πρωϊνό, που οι καλόγηροι αντιληφθήκανε την παραβίαση
του «θησαυροφυλακείου, αναστατώθηκαν. Σα διεπίστωσαν την αλήθεια, πήραν
τα ζώα τους και ξεκίνησαν για την Παναγιά Κεραμιών, να συναντήσουν τους
εξαφανισθέντες βοσκούς.
Συναντηθήκανε, μα οι βοσκοί αρνήθηκαν
τα πάντα. Τι να κάμουν τώρα οι καλόγηροι, επτά τον αριθμό, με τον
Ηγούμενο! Πού να καταγγείλουν την κλεψιά;
Αποφάσισαν να τιμωρήσουν οι ίδιοι.
Έβαλαν τα «πετραχήλια» τους και διάβασαν, στη μικρή πλατεία του χωριού,
«Αφορισμό». […] Αυτοί λοιπόν οι 7 καλόγηροι, στην παραζάλη τους, στο
θυμό τους, στην αγανάκτησή τους, «παρασύρθηκαν». Σα δε μπορούσαν
«νόμιμα» να καταγγείλουν, να τιμωρήσουν, τόκαμαν «παράνομα». Διάβασαν
αφορισμό. Κάλεσαν δηλαδή
«επίσημα» τον εχθρό, το Διάβολο, να εκδικηθή… Έλα Διάβολε, τιμώρησε τους
κλέφτες, μα κι όσους είδαν τα κλοπιμαία κι όσους άκουσαν γι’ αυτά… Και
ποιος δεν τάκουσε αυτό που έγινε; Από στόμα σε στόμα, όλοι τ’ άκουσαν.
Γι’ αυτό και όλοι οι Κεραμιανοί, στη διάθεση του εχθρού τώρα και
μακροπρόθεσμα, για εφτάμιση γενιές!!! […]
Μα για να μην παρεξηγηθώ,
επεξηγηματικά προσθέτω. Σα χριστιανοί, οπαδοί του Θεού της Αγάπης και
της Συγγνώμης, καταδικάζουμε την παρανοημένη αυτή «απόφαση», απ’ όποιες
συνθήκες κι αν έγινε. Έτσι μας διδάσκει ο Αρχηγός μας, η «Κεφαλή του
Σώματος», που λέγεται Εκκλησία του Χριστού και που μέλη της είμαστε όλοι
μας. […]
Έκαμαν την παρανομία. Άναψαν τη φωτιά. Και τώρα, «ο αντίδικος ημών διάβολος» (Πέτρ. Α΄,
5, 8) κυρίαρχος, εξουσιαστής, ανενόχλητος! Ελεύθερος περνά σα σίφουνας
τα σπίτια! Δαιμονίζει άτομα, αναστατώνει οικογένειες, διαλύει τα σπίτια,
αρπάζει ανθρώπους, βάζει και σκοτώνουν ο ένας τον άλλο, αφήνει
αποδειγμένα κλειδιά στις πόρτες! Ογδόντα ολόκληρα χρόνια υποφέρουν τα
πάνδεινα οι Κεραμιανοί! Κάθε οικογένεια, σα δεν έχει «κηδεία», θάχη
κάποιο μέλος της «δαιμονισμένο»! Οι Χανιώτες συγγενείς πηγαινοέρχονται. Ο
κόσμος συζητά και σταυροκοπιέται. Ο Εχθρός ανεμπόδιστος λυμαίνεται.
Ολοφάνερα, «παντού πλανάται το φάσμα του πειρασμού», για να μείνη ώς τις
μέρες μας το απόφθεγμα: «Οι διαόλοι των Κεραμιών».
Κεφ. Ε΄. Λαογραφία – Γεγονότα
Στο
κεφ. αυτό ο συγγραφέας παραθέτει λαϊκό στιχούργημα που διεκτραγωδεί την
κατάσταση στα Κεραμιά (σελ. 37-38) και συνεχίζει (σελ. 38-39):
Μα γράψετε κι άλλες ιστορίες, «πεζά»,
σαν κι αυτή. Αφορά το γνωστό συμπαθή οικογενειάρχη, φίλο και χωριανό
σας Ιάκωβο Βενέτη, κάτοικο Χανίων. Τον ξέρετε. Κάποτε είχε εστιατόριο
στην πλατεία Κοτζάμπαση. […] Δέκα έξη χρονών παλληκαράκι ήταν τότε, που
στο σπίτι τους η αδελφή του, η Κατίνα, ήταν «άρρωστη». Τον έστειλαν οι
γονείς του στα Χανιά να ψουνίση. Με τα πόδια κατέβαινε και λοξοδρόμησε
στο φαράγγι του Θερίσου. Στη
θέση «Νεροσπηλιάρη», περνώντας αμέρμνα, βλέπει ένα «κοτρώνι», μεγάλη
πέτρα, να κατρακυλά κατά πάνω του. Φυλάχτηκε αστραπιαία, μα τον βρήκε
ξέφορτσα στο κεφάλι και τον τραυμάτισε. Με τα αίματα, κρατώντας το
κεφάλι, συνέχισε το δρόμο του. Κατέβηκε στο πρώτο φαρμακείο στα Χανιά.
Τον έδεσαν με γάζες κι έφυγε. Ψούνισε και γύρισε το βράδυ στο χωριό του,
την Παναγιά, «σπαουλοδεμένος». Η άρρωστη αδελφή του, «δαιμονισμένη»
φυσικά, τον υποδέχτηκε «ξεγκαρδισμένη» στα γέλια, λέγοντάς του:
– Εγώ μωρέ ήθελα να σε σκοτώσω… και μου γλύτωσες!
Κεφ. Στ΄. Η Όλγα Καντιλιεράκη (σελ. 39-43)
Αν θα
πάτε στις Μουρνιές Χανίων […] προχωρήσετε ώς το νεκροταφείο του χωριού.
Μετά τις δυο μικρές πλατείες, στην πρώτη διακλάδωση αριστερά, σε
υψωματάκι, βρίσκεται ο ωραίος Ιερός Ναός του Ταξιάρχου Μιχαήλ. Πίσω απ’
το Ιερό, στη Ν.Α., βρήτε τον τάφο της. Θα δείτε να γράφη:
Ενθάδε κείται Όλγα Καντιλιεράκι. Πολυπαθής νύμφη του Χριστού. επί 16 έτη αρπαζομένη και οδηγουμένη υπό του δαίμονος εις τας ερήμους. Ιαθείσα κατά τον Εξαφορεσμόν της 3-10-1936, θαυματουργικώς. ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ. Με ετέτους 42 δαιμονιζομένους συνανθρώπους μας των Κεραμιών. Ανεπαύθη εν Κυρίω την 29-4-1969 εις ηλικίαν 59 ετών.
[…] Μέσα σ’ αυτά, πρέπει να βρεθή και
το γιατί ένα ανεύθυνο 7άχρονο κορίτσι, η Όλγα, στην καλύτερη περίοδο
της ζωής της, γίνεται το «θύμα» της οικογένειάς της και της ευρύτερης
κοινωνίας μας. Πλήρωσε σε τούτη τη ζωή αγόγγυστα και παλληκαρίσια σαν
καινούργιος Μάρτυρας της Εκκλησίας, «αμαρτίες γονέων», μα για να
προστατευθή από τον Παντοδύναμο. […] Να κερδίση στο τέλος τον ουρανό, σα
νικήτρια των αντιξοοτήτων της ζωής και του «εχθρού». Πέτυχε αναντίρρητα
να μεταβή «εκ του θανάτου εις την ζωήν» (Ιωάνν. 5, 24), γιατί αγάπησε
πολύ το «Νυμφίο» της και τον «άνθρωπο». Στάθηκε η γυναίκα φαινόμενο, που
μπόρεσε ν’ αντέξη να ζη 16 χρόνια με τον «Εχθρό», τους δαίμονες. Να
τους βλέπη και να τους ζη, αναγκαστικά. Έτσι κατάμαυρους, απαίσιους,
σαδιστές, με κέρατα και ουρά, μακρόχειρες, με νύχια γαμψά και μορφή
αλλόκοτη. Τέρατα σε ποικίλα μεγέθη, σα δεν ήταν «τελώνια» ή Τούρκοι
Εφέντηδες, με πράσινη φορεσιά και πράσινα σαρίκια.
Ατέλειωτα τα βάσανά της. Απίθανες οι
διηγήσεις της και των άλλων. Φοβερές και τυραννικές οι βραδινές αρπαγές
της. Δεν έμεινε σπηλιά μικρή ή μεγάλη, ποτάμι ή λίμνη, απόκοττη γωνιά,
που να μην την πήγανε. Δεν άφηναν χαράδρα ή ξεροπήγαδο, φαράγγι ή
γκρεμνό, τρύπα απύθμενη πάνω στη γη, που να μην την ανεβοκατεβάζουν
δεμένη σε «κλωστή». Και μέσα σ’ όλα, απειλές, ξυλοδαρμοί και καταχτύπια,
μέχρι τα χαράματα, που την πετούσαν στο κρεβάτι της, τραυματισμένη και
ημιθανή.
Τόλμησα κάποτε να την ρωτήσω: – Μα γιατί, Όλγα, δεν τάλεγες στ’ αδέλφια σου, στους δικούς σου, να σε βοηθήσουν;
– Πώς να τάλεγα; Ήταν η απάντηση. Μου
είχαν πη: – Έτσι και πης τίποτα απ’ αυτά που σου κάνομε, θα δης τα τρία
σου αδέλφια να «γουργουρίζουνε» στο αίμα, χάμω στα μάθια σου. […]
Μα τα πλειο κωμικοτραγικά γίνηκαν τα
2-3 τελευταία χρόνια, πριν την ίασή της, ανάμεσα «Εχθρού» και συγγενών,
που, σαν ξεφανερώθηκαν όλα, τη φύλαγαν με βάρδιες, να μην την παίρνει ο
«Εχθρός». Και πάλι την έχαναν! Φύλακες γι’ αυτό ακοίμητοι, ήταν στις
πόρτες, στα παράθυρα, στο κρεβάτι τη νύχτα. Όσοι κοιμόντουσαν μαζί της,
ένοιωθαν ανυπόφορη «βρώμα» στην αναπνοή της, για να τους διώξη, ή
έβλεπαν «μακάριο ύπνο», για να τους ξεγελάση. Αμέτρητα τα τεχνάσματα των
σατανάδων. Δραματική η άμυνα των παρόντων. […]
Κεφ. Ζ΄. Η Όλγα στο Γκίγκιλο (σελ. 43-46)
[…] Η Όλγα τώρα, σαν και κάθε βράδυ,
στα χέρια των δαιμόνων! Πώς θα την κάμουν να χαρή κι απόψε, στα χέρια
τους;;!! Δες τι σοφίστηκαν! Την πήγαν στο Γκίγκιλο, σα μπαίνομε στο
Ξυλόσκαλο του Ομαλού, στο γνωστό φαράγγι της Σαμαριάς. Στην πλειο
απότομή του πλαγιά, που εκεί στη μέση του βρίσκονταν μια τρύπα. Προς τ’
απάνω, την κορφύ, 200 μέτρα, κι άλλα τόσα χάος προς τα κάτω. Εκεί την
πήγαν δεμένη και φιμωμένη, για να μη μιλή και πη καμμιά λέξη: «Παναγία
μου», «Χριστέ μου». […] Τελευταία της δήλωσαν:
– Εδώ θα σ’ αφήσουμε. Θα σε χτίσουμε. Να πεθάνης εδώ και να μη βρεθή ούτε το κοκκαλάκι σου!!
Κι άρχισαν να τη χτίζουν. Τι να κάμη
τώρα η δύσμοιρη η Όλγα; Τι άλλο, από «νοερά προσευχή» στον κίνδυνό της!
[…] Και τώρα, με τη βοήθεια που ζήτησε με τη σκέψη της, ειδοποιείται
αστραπιαία η πνευματική της Μητέρα Κατίνα Βασιλάκη στο Ρέθυμνο με
όνειρο! Σα σε συναγερμό ξυπνά κι επικαλείται με τη σειρά της τη
Μυριοκεφαλίτισσα Παναγία, να τρέξη! Κι έγινε. Καταφθάνει. Η Όλγα τη
βλέπει σα σκιά, να διώχνη τους τύραννους «ξορκισμένους». Ευθύς της
παρουσιάζεται και την καθησυχάζει, σα Μάννα πονετικιά, η Μεγαλόχαρη!
Τέλος την ειδοποιεί πως θα τη βγάλη από κει, μόνο να βγάλη και ν’ αφήσει
εκεί την παντόφλα του δεξιού της ποδαριού.
Η πάμπτωχη Όλγα διαμαρτύρεται διακριτικά:
– Ξυπόλητη, Παναγία μου, θα περπατώ,
που δεν έχω άλλες, ούτε παπούτσια! Κι αυτές μου τις έστειλε προχθές ο
θείος μου ο Καμαριανάκης από τα Χανιά, της μαμάς του ο αδελφός!
– Ναι, τα ξέρω όλα και θέλω να του κάμω «σημείο», να μη λεη πως έχεις «νεύρα» και ν’ απιστή στα «δεινά» σου…
Έγιναν όλα κι η Όλγα βρέθηκε πάνω
στην κορυφή, σε μικρό πλάτωμα, που βρίσκονταν τρεις βοσκοί κι έβοσκαν.
[…] Η Παναγία, που πάντα ήταν δίπλα, της λέει:
– Να τους πης, να πάνε να βρούνε
σχοινιά, να δεθή ο ένας τους κι οι άλλοι δυο να τον κατεβάσουν από πάνω,
ώς την τρύπα, να πάρη την παντόφλα. Μόνο, όποιος κατεβή, να κάμη το
Σταυρό του, για να βοηθήσω κι εγώ. […] Να πάρουν την παντόφλα κι οι
τρεις, να κατέβουν στα Χανιά, να βρουν τον Καμαριανάκη, να τον ρωτήσουν
αν γνωρίζη την παντόφλα και να του πούνε όσα άκουσαν κι όσα έγιναν στο
Γκίγκιλο…
Κεφ. Ι΄. Η αρχή του τέλους του κακού (σελ. 54-57).
Στο χωριό Όρος Ρεθύμνου ζούσε τότε η
ευσεβής οικογένεια του Αντωνίου και της Αιμιλίας Κοτζαμπασάκη. Έχουν ένα
5άχρονο κοριτσάκι, την Κατίνα. […] Αυτό το 5άχρονο κοριστάκι, η Κατίνα,
παίζει ανύποπτο στον κήπο τους με συνομήλικό της κορίτσι. Εκεί στα
χώματα βρήκε η Κατίνα ένα «Χρυσό Σταυρό»! Τον τρέχει στη μάννα της, την
Αιμιλία, για να μάθουν στον ύπνο τους, το ίδιο βράδυ, πως ο Σταυρός
αυτός είναι «κτήμα» της Κατίνας, που θα της τον μεταβιβάσουν μόλις γίνη 7
χρονώ. Ακολούθησαν οδηγίες για «προσοχή». Προσευχές, νηστείες, ακοίμητο
καντήλι, εκκλησιασμός κ.τ.ό., θρησκευτικές εκδηλώσεις ολόκληρης της
θεοφοβούμενης οικογένειας.
Όλα γινόντουσαν απαράβατα κι η
οικογένεια βρισκόταν υπό τη σκέπη και την καθοδήγηση του Χριστού, δι’
ονείρων, στην κάθε περίπτωση της ζωής όλων των μελών της. Στα 18 της
χρόνια, η Κατίνα παίρνει την άδεια να παντρευτή. Έκαμε 12 παιδιά, που
έζησαν χριστιανικά, με φόβο Θεού και την ευλογία Του.
Η Κατίνα Βασιλάκη (Στεφάναινα). Ο
σταυρός που φαίνεται να κρατάει στο χέρι μάλλον είναι αποτέλεσμα
φωτομοντάζ, αφού στην πραγματικότητα είναι πολύ μικρός. Μεγεθύνθηκε και
τοποθετήθηκε στο χέρι της αργότερα (ψιλο-φαίνεται κιόλας).
Πενήντα τεσσάρων χρονών είναι τώρα η αείμνηστη Κατίνα και παίρνει την τελευταία διαταγή:
– Άντε, Κατίνα, παιδί μου, να πάμε στα Κεραμιά, που έχομε δουλειά!
Κι η Κατίνα, με τον «Τίμιο και
Ζωοποιό Σταυρό» της και με συνοδό το Χριστό, καταφθάνει στα
«χειμαζόμενα» Κεραμιά! Είναι τούτο «η αρχή του τέλους του Κακού»! Τρία
χρόνια η Κατίνα, δυναμικά πλεια, παλαίβει με εκατομμύρια δαίμονες!
Γίνεται ο φόβος κι ο τρόμος τους! Ακούει σ’ αντίδραση βρισιές, απειλές,
ανακοινώσεις. Αντί του ονόματός της, δίνουν και παίρνουν απ’ τους
δαίμονες τα κοσμητικά επίθετα: «Χοντρή, Χοντρέλα, Ξυδοβάρελο, Σκύλα»
ήταν τα συνηθισμένα.
[…] Αυτά τα τρία τελευταία χρόνια
ήταν το «ξεψύχημα» του Εχθρού! Αμύνονταν απεγνωσμένα οι σκοτεινοί
δαίμονες και πιεζόμενοι μολογούσαν απίθανες περιπτώσεις, κλεψιές,
«κρυφοκαμώματα», που δεν τολμούσε κανένας «ένοχος» τώρα πια να
παρουσιαστή μπροστά τους. Κι ένα σημαντικό: Ποτέ, μα ποτέ, τώρα
τελευταία, δεν έλεγαν «κάτι» που μπορούσε να φέρη διχόνοια ή σκοτωμό
ανάμεσα στους χωριανούς. Σε ορθολογιστή αμερικάνο, χωριανό, είπαν
«πλυμένα κι άπλυτα», μ’ ονόματα και χρονολογίες, που τον έκαμαν, άναυδο
και «σταυροκοπούμενο», να λαδωθή και να φύγη [σ.σ. «να λαδωθή» = κρητ.
ιδιωματισμός, που σημαίνει «να ορρωδήσει» (να «βάλει την ουρά στα
σκέλια»)]. Σε παπά περίεργο, που βρέθηκε κοντά τους και που τον
υποδέχτηκαν θριαμβευτικά, τον ρώτησαν αν ήταν καλό το λαδάκι της
εκκλησίας, που έκλεβε με τον αδελφό του!
Κεφ. ΙΑ΄. Οι Κήρυκες (σελ. 60)
Σε μια τέτοια διδαχτική ώρα,
αναπάντεχα για τους πολλούς, καταφθάνει απ’ τα Χανιά ο Μανώλης
Αλατσάκης, θείος της Όλγας, θεοφοβούμενος και πονετικός. Τον καλωσώρισαν
με γλυκόλογα μα και τον αιφνιδίασαν με τούτα τα λόγια:
– Εσύ είσαι καλός, μα ο αδελφός σου ο
Μιχάλης είναι δικός μας, γιατί έκαμε μια αμαρτία, κι αν δεν μετανοιώση,
να την εξομολογηθή, να συχωρεθή, θα του πεθάνουν σε μια ώρα δυο του
παιδιά!
[όπερ και εγένετο, όπως εξιστορείται
στις σελ. 61-3, με τα ονόματα των γιατρών Στρατή Γεωργιλαδάκη και Αντώνη
Μελισσά, της Κλινικής του Πεντάρη, που δεν πρόλαβαν να τα σώσουν].
Κεφ. ΙΓ΄. Ο Μητροπολίτης Χανίων στα Κεραμιά (σελ. 63-66)
Είναι ο πρώτος χρόνος, που έγινε
Μητροπολίτης στα Χανιά ο αείμνηστος Αγαθάγγελος Ξηρουχάκης. […]
Βρισκόμαστε όμως στο Σεπτέμβριο του 1936, που τώρα και 2-3 χρόνια η
αείμνηστη Κατίνα, με το ζείδωρο δώρο της, στον Τίμιο Σταυρό, και τη χάρη
του Θεού, παλαίβει απεγνωσμένα νύχτα-μέρα και… νικά. Όμως την οριστική
νίκη πρέπει να τη φέρουν οι αρμόδιοι, οι εντεταλμένοι, οι αντιπρόσωποι
του Θεού, οι ρασοφόροι μας. Και καθ’ υπόδειξη «Ανωτέρα», προσκαλούνται
και τώρα πλεια, αποδέχονται την πρόσκληση.
Ο πολέμαρχος Αγαθάγγελος Ξηρουχάκης,
που μόλις ήρθε από την ήρεμη και πολιτισμένη τότε Ευρώπη, σαν Πρώτος
Πνευματικός Πατέρας, της περιφερείας Κυδωνίας και Αποκορώνου, αποτολμά
το «δίλημμα» και αποδέχεται να πάη στα Κεραμιά! Μπροστά όμως στα
γεγονότα, θέλει να «οπλισθή»! Καταλαβαίνει, από τις απίθανες περιγραφές,
τι πρόκειται ν’ αντικρύση και φρικιά. Είναι τούτο ένα διδακτικώτατο
αναβάπτισμά του στην Πίστη μας και στην εμπειρία του, στη Δύναμη του
Παντοδύναμου, που είχε κληθή, υπεύθυνα πλεια, να υπηρετήση.
Προετοιμάζεται λοιπόν. Προσεύχεται και νηστεύει και «αγνίζει εαυτόν» (Α΄
Ιωάν. 3, 3) επί 15νθήμερον.
Το ίδιο, απαραίτητα ζητά κι’ από τους
καλογήρους της Αγίας Τριάδος, που προσκαλεί να τον ακολουθήσουν, σα
«διάδοχοι» των προ 200 ετών «παρεκτραπέντων». Είναι οι αείμνηστοι:
Ιλαρίων Κατσαφράκης, Ηγούμενος, Ιερεμίας Βαρουξάκης, Δαμασκηνός
Λιονάκης, Ανανίας Ψαρουδάκης, Αθανάσιος Ατσαλάκης, Ιερόθεος Κονταράκης,
και ο επιζών [σ.σ.: το 1982] αρχιμανδρίτης, εφημέριος του ιερού Ναού
Αγίας Βαρβάρας Ψυχικού Αθηνών, π. Μελέτιος Καζάκος. Πήγαν κι από το
Γουβερνέτο οι επιζώντες Πατέρες Ιωαννίκειος Μπασκάκης και Διονύσιος
Βεκάκης και μαζί τους και πολλοί άλλοι παπάδες. Σάββατο πρωΐ, στις 3
Οκτωβρίου 1936, έφθασαν όλοι στην Παναγιά Κεραμιών και μ’ αυτούς, Αρχές
και Λαός, που τον ανέβασαν σε επτά χιλιάδες ψυχές.
Το πρόγραμμα ήταν να γίνει Αγιασμός,
ευθύς ο εξαφορισμός και τέλος η Θεία Λειτουργία. Ανάλογα με τις
ενέργειες αυτές του Επισκόπου Χανίων, δρα και η υπεύθυνη στα Κεραμιά,
Πνευματική τους Μητέρα, η αείμνηστη Κατίνα Βασιλάκη. Μαζεύει κι’ εκείνη
όλους τους αρρώστους της, κείνης της ημέρας 43 τον αριθμόν, και τους
ξαπλώνει χάμω, στον ιερό Ναό της Μεταμορφώσεως, στο χωριό Παναγιά. Τους
έχει δέσει ανά τρεις με την Αγία Ζώνη και τους παλαίβει.
Οι δαίμονες τη φοβερίζουν, πως θα της
πάρη ο Επίσκοπος τον Τίμιο Σταυρό και την προτρέπουν να φύγη! Κάποτε
έφθασε ο Επίσκοπος με τη συνοδεία του. Τώρα σύμφωνα με το λεγόμενο:
«Αρχηγού παρόντος πάσα Αρχή παυσάσθω», η κ. Κατίνα μαζεύει τα δικά της
«αγιοτικά» και σταματά πίσω από την πόρτα του ναού, προσευχομένη.
Οι άρρωστοι τώρα ελεύθεροι και…
«λυτοί». Ο Επίσκοπος προχωρεί και μπαίνει στο Ναό. Τι όμως αντικρύζει;
Σαράντα δύο Δαίμονες απειλητικούς, έτοιμους να του χυμήξουν…
Καταφοβισμένος, βγαίνει έξω και διακριτικά προφυλάσσεται! Τι θα κάμη,
άραγε; Στις ανείπωτες σκέψεις του, ίσως, να… φύγη, οι Δαίμονες, χωρίς
αμφιβολία πιεζόμενοι, του λένε αυτό που πρέπει να κάμη, με τη δική τους
διάλεκτο:
– Τράε, αν δεν επιτρέψης στη Χοντρή να σταθή δεξιά σου, δε θα σ’ αφήσουμε να κάμης τίποτα… Εμείς μόνο αυτή φοβούμαστε. Μ’ ένα της λόγο θα μας «στομοδέση».
Αμέσως, μια άλλη άρρωστη, η Ζωή
Τσακάκη – σήμερα [σ.σ. 1982] καλογρηά, στην ιερά Μονή
Πευκοβουνογιατρίσσης στην Κερατέα Αττικής, με μοναχικό όνομα Ουαλεντίνα
Μοναχή – έρχεται στην πόρτα και λέει:
– Έλα, μωρέ Τράε, να σου δείξω τη χοντρή, γιατί με πιέζει ο Τίμιος Σταυρός και θα τα πω… όλα!
Ύστερ’ απ’ αυτά, ο Επίσκοπος αποφασίζει και μπαίνει με προφύλαξη στο Ναό, για να γνωρίση και την Κατίνα και να πάρη… θάρρος.
Κεφ. ΙΔ΄. Τα υπερφυσικά φαινόμενα (σελ. 67-70)
[…] Συστήθηκαν, και η Κατίνα του λέει:
– Δέκα εννέα μερόνυχτα παλαίβω, Θεοφιλέστατε, και τώρα που ήλθατε, τραβήχτηκα για ν’ αναπαυθώ λίγο.
Κι’ οι δαίμονες ουρλιάζουν:
– Σκύλα, γιατί λες ψέμματα, πως
θέλεις να ξεκουραστής; Κρύφτηκες, για να μη σου πάρουν τον Τίμιο Σταυρό!
Τρία χρόνια μας πολεμάς και τώρα κουράστηκες;
Ο Δεσπότης την καθυσυχάζει, πως δεν της παίρνει τον Τίμιο Σταυρό και την παρακαλεί να βοηθήση, να σώσουνε τους ανθρώπους!
Οι δαίμονες τώρα λένε, «κατ’ εντολήν» [σ.σ. του Θεού, λόγω της παρουσίας του Σταυρού], τι να κάμουν:
– Χοντρέλα, φόρεσε το Σταυρό στο
λαιμό σου, μα ό,τι αξίζει το δαχτυλάκι σου δεν αξίζουν όλοι τους [σ.σ.
πιθανόν να της έστηναν και παγίδα εγωισμού μ’ αυτά τα λόγια], και να
σταθής στη μέση μας. Ο Δεσπότης και οι παπάδες να μπούνε στο ιερό.
Μπαίνοντας στο ιερό ο Δεσπότης, παρακαλεί:
– Όλοι να κρατάτε τους αρρώστους, να μη μας κάμουν τίποτε κακό…
Η Κατίνα τώρα στη μέση των αρρώστων, λέει στους υγιείς:
– Κανένα χέρι σας δε θέλω να εγγίζει τους ασθενείς! Τους θέλω ελεύθερους!
Και διατάζει:
– Δεθήτε, Θεόργιστοι, δεθήτε, Θεοκατάρατοι. Τα χέρια σας να ενωθούν, να γίνουν ένα χέρι.
Έγιναν όλα.
Την ίδια στιγμή μπήκαν από το
παράθυρο «Τρία Περιστέρια». [...] Μπήκαν μαζί και δυο καντινελίτσες –
μικρά πουλάκια, μωβ και πράσινο. Όλα πετούσαν κατακόρυφα. Σε λίγο, τα
Δυο Περιστέρια βγήκαν έξω και κάθισαν στο καμπαναριό, βλέποντας τους
ανθρώπους. Όλοι τάβλεπαν πλην ελαχίστων. Κι’ οι δαίμονες εξηγούν:
– Τα Τρία Περιστέρια είναι η Αγία σας
Τριάδα και οι δυο καντινελίτσες είναι η Παναγιά σας (η μωβ) και η Αγία
Βαρβάρα (η πράσινη), που πάντα συμβαδίζουν. Είδες, Χοντρή, κι’ άκουσες
πολλά, από μας τους δαίμονες, μα τώρα βλέπεις και: «τα Μεγαλεία του Θεού
σας». Τώρα θα παρουσιαστούν πολλές πεταλουδίτσες, που θα γιομίση το
χωριό. Όλοι θα τις δούνε. Όλες είναι Άγιοι. Ακόμη θα παρουσιαστούν και
τ’ αδέλφια μας, στην αυλή της εκκλησίας, «μαύροι μπουμπούροι». Να βγης
έξω Χοντρή με το Σταυρό σου, να τους διώξης.
Όλ’ αυτά γινόντουσαν κι’ έξω
ακούονταν δυνατές οι φωνές των φοβισμένων ανθρώπων, που οι «μπουμπούροι»
έπεφταν καταπάνω τους, να τους στραβώσουν. Την ώρ’ αυτή ο Δάσκαλος του
Χωριού, αείμνηστος Χρήστος Τζομπανάκης, «πειράχτηκε» κι’ έμπηξε τις
φωνές ζητώντας βοήθεια από την κ. Κατίνα. Επενέβη εκείνη, βγήκε έξω,
έδιωξε τους μπουμπούρους, σταύρωσε το Δάσκαλο και τον πήρε κοντά της, να
γράφη τα γεγονότα.
Κι’ οι δαίμονες προσθέτουν:
– Τώρα θα μαζευτούν όλες οι
πεταλουδίτσες πάνω από την Εκκλησία, γιατί εκεί θα γίνη πρώτα αγγελική
λειτουργία. Ύστερα θα γίνη η ανθρώπινη.
Τότε η Κατίνα λέει στο Δεσπότη:
– Βάλετε αρχή να γίνη ο Αγιασμός.
Ακολούθησε δυνατός «σεισμός». Τον
άκουσαν όλοι. Τα δαιμόνια άρχισαν να φεύγουν, όταν «ηκούσθη εξ ουρανού
ωραιοτάτη ευωδία», που έπιασε όλη την περιφέρεια.
Λέει ο Δεσπότης στους παπάδες, να βάλουν λιβάνι στο θυμιατό, ν’ αρχίση τον αγιασμό, κι’ οι δαίμονες του φωνάζουν:
– Τράε, όχι τώρα λιβάνι, θα χαλάσης τη Θεϊκή ευωδία!
Σε λίγο!
Όλα γίνονταν όπως τάκουαν. Άρχισε κι’ ο Αγιασμός κι’ ο Δεσπότης παρακαλεί:
– Κατίνα, παιδί μου, βγάλε από το λαιμό σου τον Τίμιο Σταυρό, να γίνη ο Αγιασμός και πάλι θα σου τον δώσω.
Όταν στο τέλος ο Επίσκοπος βούτηξε
τρεις φορές στη λεκάνη το Σταυρό, ψάλλοντας, μπήκε το Περιστέρι [...]
στη λεκάνη και βγαίνοντας ράντιζε με τα φτερά του όλο τον κόσμο, μέσα
κι’ έξω στην Εκκλησία. Κι’ οι άρρωστοι φώναζαν:
– Καήκαμε-καήκαμε, φεύγομε-φεύγομε.
Ο κόσμος που παρακολουθούσε σταυροκοπιόταν συνεχώς.
Πήραν τότε διαταγή, να πάνε όλοι έξω,
παπάδες, υγιείς και άρρωστοι, εκεί που προ 200 χρόνια έγινε ο
«Αφορισμός», να συνεχιστή ο Αγιασμός και ν’ αρχίση ο «εξαφορισμός».
Έγιναν όλα. Εκεί έξω κάποτε ο Επίσκοπος θάλεγε:
– Λύσε την κατάρα, Θεέ μου.
Θα το ξανάλεγαν όλοι, προσευχόμενοι.
Ακολούθησε ραγδαιότατη τοπική βροχή, ενώ προ ολίγων λεπτών δεν υπήρχε
ούτε ένα συννεφάκι. Βροχή πρωτοφανής, ξαφνική, που βάστηξε μισή ώρα.
Διατάχτηκαν να μείνουν όλοι στις θέσεις τους. βράχηκαν, μα στέγνωσαν
κάποτε «υπερφυσικά». Την ίδια ώρα διαβαζόταν ο «εξαφορισμός». Μετά τη
βροχή, έμπασαν τους άρρωστους στην εκκλησία και, στο διάστημα τούτο,
είχαν όλοι στεγνώσει. Έμεινε όμως τελευταία μια άρρωστη.
Ήταν η πλειο βαρυά αρρωστημένη, η Όλγα Καντηλιεράκη, που γράψαμε γι’ αυτή σε προηγούμενα κεφάλαια.
Η Όλγα τώρα, διατάχτηκε από το Θεό να
γυρίση τρεις φορές γύρω-γύρω την Εκκλησία, στο Χωριό, για να τη δούνε
όλοι. Και βέβαια την έβλεπαν όλοι, κατάπληκτοι! Στον πρώτο γύρω,
τραβιόταν «ανάσκελα» με την πλάτη!!! Στο δεύτερο, μέλλον «επέτα», ανά
3-4 μέτρα, από χαράκι σε χαράκι, «με το κεφάλι». Τα πόδια της ήταν ψηλά,
προς τον ουρανό, με τα ρούχα κολλημένα απάνω της!!! Και στον τρίτο
γύρο, σαν και τον πρώτο, τραβιόταν ανάσκελα με την πλάτη!!! [σ.σ. μ’
αυτό τον τρόπο διαπομπεύτηκε το δαιμόνιο και όχι φυσικά η ασθενής].
Τέλος σταμάτησε έξω από την Εκκλησία κι ο «Δαίμων» φώναξε δυνατά:
– Πήτε στη Σκύλα τη Ρεθεμνιανή, νάρθη να την παραλάβη.
Η Κατίνα, που ειδοποιήθηκε, βγήκε στην πόρτα, βλέπει την Όλγα και ρωτά:
– Πόσα δαιμόνια την πειράζουν;
– Είμαστε 500, απαντά. Αλλ’ από την αρχή, τώρα και 16 χρόνια, την έχουμε πειράξει πολλά εκατομμύρια δαίμονες. Δε μετρούμαστε.
Κεφ. ΙΕ΄. Οι άρρωστοι γιατρεύονται και μεταλαβαίνουν (σελ. 70-73)
[…] Τελείωσε κάποτε η θεία
Λειτουργία. Τότε λένε στην Κατίνα, ν’ ανάψη μια λαμπάδα και να
κοινωνήση, πρώτα αυτή, ύστερα να κοινωνήση τα 12 παιδιά που είχε
βαπτίσει και μετά, έναν-έναν τους ασθενείς, που θα λευτερώνονται από
τους δαίμονες και θα την πλησιάζουν!!
[…] Κοινώνησε λοιπόν η κ. Κατίνα
πρώτη και τότε πλησιάζει κοντά της, η πολύπαθη Όλγα Καντηλιεράκη, κάνει
μετάνοια, τη φιλεί και της λέει, με άμετρη συγκίνηση:
– Η Παναγία είναι η πρώτη μας Μητέρα και συ είσαι η δεύτερη! Έγινα καλά, αυτή τη στιγμή, και πλησίασέ με να κοινωνήσω! […]
Κοινώνησαν όλοι, ένας – ένας, και
δόξαζαν από ψυχής τον Κύριον της Δόξης. «Είη το όνομα Κυρίου
ευλογημένον, από του νυν και έως του αιώνος» (Ιώβ 1, 21).
Η κ. Κατίνα τώρα Νικήτρια, μετά τα 19
μερόνυχτα που πάλαιβε και που έτρωγε μόνο αντίδωρο το πρωΐ κι’ αν έπινε
λίγο νερό, αισθάνθηκε την ανάγκην αναπαύσεως! Πήγε λοιπόν και πλάγιασε,
για να κοιμάται συνεχώς, τρία 24ωρα.
Άμα ξύπνησε βρέθηκε σε μεγάλο γλέντι,
όλων των κατοίκων της περιφερείας! Το συνέστησε ο Επίσκοπος, αείμνηστος
Αγαθάγγελος Ξηρουχάκης. Είπε, πρέπει κάθε χρόνο στις 3 του Οχτώβρη, να
γιορτάζουν όλα τα Χωριά.