Στα 1830 η Ρωσία ήταν σε πόλεμο με την Πολωνία. Πηγαίνοντας να συναντήση τα στρατεύματα, ένας στρατηγός που λεγόταν Κουπριάνωφ, σταμάτησε στο Σάρωφ.
Ήταν ένας πλούσιος άνδρας που είχε στην κατοχή του πολλά κτήματα. Στο Σάρωφ γνωρίστηκε με τον Μιχαήλ Μαντούρωφ και καταγοητεύτηκε από την προσωπικότητα αυτού του ανθρωπου, τού ανοιχτού, τού αξιαγάπητου, τού χαρούμενου, τού οποίου επαινούσαν την αφιλοκέρδεια, την πνευματικότητα, όπως επίσης και το πρακτικό πνεύμα. Θα αποτελούσε σκέφτηκε ο στρατηγός τον ιδεώδη επιστάτη για να διαχειρίζεται κατά την απουσία μου τα κτήματα μου.
-Θέλουν να σε πάρουν χαρά μου, είπε ο στάρετς στον πιστό του «Μισένκα»- τι να γίνη! Με υπηρέτησες καλά. Πήγαινε τώρα να προσφέρης αλλούς τις υπηρεσίες σου.
Οι χωρικοί τού στρατηγού είναι φτωχοί, εγκαταλελειμμένοι, η ζωή τους είναι σκληρή. Δεν πρέπει να τους αφήνουμε. Ανάλαβε τους, χαρά μου. Νά 'σαι καλός μαζί τους. Να τους συμπεριφέρεσαι με γλυκύτητα. Θα σε αγαπούν, θα σε υπακούουν, θα ξαναγυρίσουν στον Χριστό. Γι΄αυτό είναι κυρίως που σε στέλνω. Πάρε και τη γυναίκα σου μαζί.
Και γυρνώντας προς την Άννα Μαντούρωφ: Νάσαι γι αυτόν μια συνετή σύζυγος. Εξάπτεται εύκολα ο Μισένκα μας. Μη του επιτρέπης να παραφέρεται, πρέπει να σ΄ακούη. Η Άννα Μαντούρωφ ήταν ευχαριστημένη που έφευγε.
Η αιώνια ανέχεια μέσα στην οποία το ανδρόγυνο ζούσε στο Σάρωφ, την βάραινε. Στην αρχή καταπονούσε τον άνδρα της με τα παράπονα της.
Αυτός όμως, όπως το διηγείται η ίδια στα απομνημονεύματα της, δεν απαντούσε παρά μόνο με αναστεναγμούς. Ένα χειμωνιάτικο βράδυ, καθώς δεν είχαν με τι να φωτισθούν και καθόντουσαν μέσα στο σκοτάδι, η Άννα άρχισε να κλαίη και να οδύρεται. Όσο για τον Μιχαήλ εξακολουθούσε να μη λέη τίποτε και αναστέναζε.
Ξαφνικά ακούστηκε κάποιο τρίξιμο και ένα γλυκό αμυδρό φως γέμισε το δωμάτιο. Το καντήλι μπροστά στις εικόνες βρέθηκε γεμάτο λάδι και μια μικρή φλόγα άναψε το φυτίλι.
(Μέσα στο κελλί του στάρετς, αυτόπτες μάρτυρες είδαν επανειλημμένως καντήλια ν' ανάβουν από μόνα τους και η αδελφή Ξένη είχε παρατηρήσει το ίδιο φαινόμενο στην εκκλησία της κρύπτης).
Πάτερ Σεραφείμ, φώναξε η Άννα, συγχώρεσε με! Ποτέ πια δε θα ξαναπαραπονεθώ, σου το υπόσχομαι! Ποτέ!
Πηγή: (Από τον βίο τού οσίου Σεραφείμ της Ελένης Γκοραϊνωφ των εκδόσεων Τήνος), Ι.Ν. Παντανάσσης