Εκείνα τα χρόνια στις γειτονιές της Αθήνας έβλεπες οικογένειες με πολλά άτομα.
Το αντρόγυνο με τα παιδιά και μαζί και οι παππούδες….
Πού να πήγαιναν να μείνουν και πώς να ζήσουν χωρίς σύνταξη…
Υπήρχε σεβασμός στην τρίτη ηλικία …
Πρώτα έβαζαν το πιάτο του παππού και της γιαγιάς στο τραπέζι και αυτοί δεν ένοιωθαν καλά και έβλεπες να δείνουν τον μεζέ όπως έλεγαν το κρέας στα παιδιά με τρόπο προφασιζόμενοι όταν δεν πεινάνε.
Αν υπήρχε κάποιο μικρό κομπόδεμα των ηλικιωμένων στην άκρη γινόντουσαν
σχέδια για να το αξοιοποιήσουν.
Η πρώτη και μεγαλύτερη ανάγκη ήταν …ένα κεραμίδι δικό τους για να φύγουν από το νοίκι.
Κάποιο οικοπεδάκι εκτός σχεδίου…κάποιος πειρατής εργολάβος οικοδομών…προσωπική εργασία από κοντινούς και μακρινούς συγγενείς.
«΄Ενα ντου την Κυριακή να ρίξουμε την πλάκα…»
Από χαράματα λοιπόν και μέχρι το βράδυ είχε πέσει και ο τελευταίος τενεκές με το χαρμάνι.
Στη συνέχεια ο παππούς και η γιαγιά αισθανόντουσαν καλύτερα …
Είχαν κάνει κάτι…
Ο παππούς δεν πήγαινε στο καφενείο για να μην χαλάσει λεφτά που του έδινε ο γυιός του… η κόρη του.
Τα έβαζαν στο οικογενειακό ταμείο με τρόπο…στο τσίγκινο κουτί.
Το μεγάλο δράμα ήταν όταν αρρώσταιναν και καταλάβαιναν ότι γινόντουσαν μεγαλύτερο βάρος στα παιδιά τους.
Παρακαλούσαν από το πρωϊ μέχρι το βράδυ την Παναγία να τους πάρει.
Στα χρόνια μας έχουν αλλάξει τα πράγματα…
Οι ηλικιωμένοι έχουν σύνταξη και τα παιδιά τους δεν έχουν δουλειά.
Ενωμένες και πάλι οικογένειες προσπαθούν να ζήσουν κάνοντας κουμάντο και βάζοντας προτεραιότητες.
Όταν αρρωσταίνουν τώρα οι ηλικιωμένοι παρακαλούν την Παναγία να τους δίνει ημέρες…για να βοηθάνε τα παιδιά τους.