Του αρχιμ. Δοσιθέου,
Ηγουμένου Ιεράς Μονής Τατάρνης Ευρυτανίας
Όταν οι Ιουδαίοι ηττήθησαν και απήχθησαν βιαίως στην Βαβυλώνα, η γη τους δεν ερημώθηκε τελείως. Έμειναν αρκετοί.
Άλλοι απ’ αυτούς σκορπίσθηκαν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντος και απετέλεσαν την Ιουδαϊκή διασπορά. Στο τέλος, στην γη των πατέρων τους έμειναν ελάχιστοι, το ‘λείμμα’. Αυτοί οι ολίγοι τηρούσαν με πείσμα τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Καίτοι ο Ναός του Σολομώντος είχε δηωθή. Καίτοι τα ιερά του σκεύη είχαν απαχθή. Καίτοι η Αγία Γη γέμισεν από αλλοφύλους και αλλοθρήσκους. Εδουλώθηκαν διοικητικώς αλλά πνευματικώς έμειναν αδούλωτοι. Ποτέ δεν μετριόνταν. Αγνοούσαν πόσοι είναι. Ήξεραν ότι είναι λίγοι αλλ΄ αυτό δεν παρέλυε την θέλησί τους.
Κάποτε, κάποιος εδώ [στη Πόλη] στην επαρχία όπου εκμετρώ το ζην, όπου ωσαύτως έχουμε μείνει ελάχιστοι, με ρώτησε: ‘Πόσοι είναι οι κάτοικοι της Αθήνας;’ ‘Εκατό με εκατόν πενήντα’ απήντησα. ‘Με κοροϊδεύεις;’ ήταν η πρώτη αντίδρασις. ‘Δεν σε κοροϊδεύω καθόλου. Μπορεί να είναι πολλά εκατομμύρια, αλλά εγώ τόσους γνωρίζω. Οι υπόλοιποι είναι για μένα σαν να μην υπάρχουν’.
Το ίδιο συμβαίνει και στη Πόλη. Αυτοί οι λίγοι, οι απροσδιόριστοι σε αριθμούς Ρωμηοί, ζουν σ’ ένα περιβάλλον πολυπληθές. Εγγίζει τα είκοσι εκατομμύρια. Και όμως αυτοί οι λίγοι υπάρχουν, ζουν, κινούνται σαν να μην υπάρχουν αυτά τα εκατομμύρια. Η Κωνσταντινούπολις είναι γι’ αυτούς ένα χωριό με δύο, τρεις χιλιάδες κατοίκους. Κι αυτοί οι λίγοι ζουν σαν να είναι πολλοί. Με όλα τα έθιμά τους. Έχουν επίγνωση της ευγενούς καταγωγής των. Γνωρίζουν ότι οι ‘άγγλοι’ [άλλη ονομασία των ‘λεγάμενων’] βλέπουν τον κάθε Ρωμηό σαν γίγαντα. Γνωρίζουν ότι είναι από μια ράτσα ανθρώπων με δυνάμεις και διαστάσεις απεριόριστες. Γι’ αυτό και οι ‘λεγάμενοι’ στέκονται με δέος, με σέβας θα μπορούσε να πη κανείς μπροστά τους.
Συνάντησα στα νησιά μια Ρωσσίδα. Παντρεμένη με Ρωμηό αρχιμουσικό, εδώ και χρόνια πολλά. Χήρα τώρα αλλ΄ όχι και απαρηγόρητη. Τα ελληνικά της άψογα και καθαρώς πολίτικα. Έχει ‘λέγειν’ ραπτομηχανής και δη ηλεκτρικής. Μας μιλούσε για ώρα πολλήν για τους ‘άγγλους’ και δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε για ποιούς μιλούσε. Αφού μας είπε πολλά κατέληξε [δηλαδή το ‘κατέληξε’ είναι τρόπος του λέγειν. Σφύριξε το καράβι και έπρεπε να βιαστούμε].. ‘Δεν θέλω να πηγαίνω στην Ελλάδα. Εκεί όλο Χριστό και Παναγία βρίζουν. Εδώ εσείς με το σεις και με το σας μας φέρονται’.
Και πράγματι οι νουν έχοντες ΄΄λεγάμενοι” συμπεριφέρονται καλώς τους εναπομείναντες. Ίσως γιατί τους θεωρούν ακίνδυνους πια…και δεν είναι όλοι οι ”νουν έχοντες”. Θα ήθελα να μπω στο μυαλό ενός Τούρκου, ενός συγχρόνου, σοβαρού Τούρκου για να μάθω πώς σκέπτεται. Πώς αισθάνεται σε μια Πόλι όπου η ιστορία, μνημεία, κτίρια είναι όλα Ρωμαίικα. Αισθάνεται ντόπιος; Αισθάνεται ότι ο τόπος αυτός είναι δικός του; Αισθάνεται ιδιοκτήτης ή νοικάρης; Όχι να μου πη πώς σκέπτεται γιατί ξέρω καλά το τι θα μου πή. Θέλω να είμαι στο μυαλό του, ώστε να μη, μπορή να με ξεγελάση με ανατολίτικες διπλωματικές πονηριές.
Πάντως εγώ περπατώντας στα σοκάκια του Beyoglu και του Cihangir αισθάνομαι σαν να είμαι στην Ελλάδα. Σε μια συνοικία των Αθηνών όπου Αλβανοί, Βούλγαροι, Πακιστανοί, Κούρδοι και Μαύροι δίνουν άλλο χρώμα, εκτός από ελληνικό. Βλέπω παντού ελληνικές επιγραφές. Κυρίως εκεί που δεν φθάνουν για να τις αφανίσουν. Βλέπω χρονολογίες από Χριστού [έχει σημασία αυτό γιατί οι Τούρκοι χρησιμοποιούν την Εγείρα, 641 χρόνια μετά], του ΙΘ΄ αιώνος. Βλέπω πολυκατοικίες χτισμένες σε εποχή που στην Αθήνα τα διώροφα θεωρούνταν ουρανοξύστες. Περπατώ και αισθάνομαι ότι είμαι στον τόπο μου. Η γλώσσα άλλαξε. Η πίστις άλλαξε. Αλλά τα κτίρια μένουν. Κι αν ”οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού, ποίησιν δε χειρών Αυτού αναγγέλλει το στερέωμα”. Δόξαν Ρωμηοσύνης και ποίησιν Ρωμηών αρχιτεκτόνων και μαστόρων αναγγέλλουν αυτά τα μεγαλοπρεπή οικοδομήματα.
Όπως δεν είναι η Ακρόπολις που χαρακτηρίζει την Αθήνα, αλλ’ είναι και η Πλάκα, έτσι και την Πόλι δεν την χαρακτηρίζει μόνο η Αγία Σοφία ή τα κάστρα της, αλλά κι αυτές οι συνοικίες, αυτά τα κτίρια που αποπνέουν άρωμα Ρωμηοσύνης.
Είναι αυτά τα κτίρια που χαμογελούν και αγάλλονται όταν βλέπουν κάποιο περαστικό να τ’ αποθαυμάζει και να τους μιλάη στη γλώσσα τους, στα ελληνικά. Είναι αυτά τα κτίρια που σε χαιρετούν εγκάρδια όταν κοντοστέκεσαι και τα δείχνεις με το δάχτυλο. Ήταν κι αυτό ρωμαίικο. Είναι αυτά τα κτίρια που κλαίνε όταν τα αντιπαρέρχεσαι, φεύγεις και χάνεσαι. Είσαι ο οικείος, ο δικός τους άνθρωπος. Είσαι αυτός που τα καταλαβαίνει. Αυτός που τον καταλαβαίνουν. Αν τα άψυχα είχαν ψυχή, στεναγμοί και δάκρυα θα έρρεαν από τα παράθυρα και τους εξώστες που δεν τα στολίζει πια βασιλικός και μαντζουράνα. Αυτοί οι ετοιμόρροποι τοίχοι δεν καταρρέουν γιατί περιμένουν τον ρωμηό τον μάστορα. Αυτές οι σαραβαλιασμένες πόρτες που χέρι στοργικό δεν τις έβαψε ποτέ από τότε..στέκουν ορθές και περιμένουν..Να έλθη ο νοικοκύρης. Να ‘ρθουν αυτοί που τα πονούσαν γιατί ήταν ο ιδρώτας τους, το αίμα τους, η ζωή τους. Παρακαλώ σας όταν περάσετε απ’ εκεί μη πείτε ότι οι νοικοκυραίοι δεν θα ξανάρθουν πια. Αφίστε να περιμένουν. Η προσμονή τα κρατάει όρθια.
Αυτοί οι λίγοι δεν είναι οι κακομοίρηδες, αυτοί που δεν έφυγαν γιατί δεν μπορούσαν να φύγουν. Όχι! Οι περισσότεροι έμειναν γιατί δεν θέλησαν να φύγουν.. Στο προαύλιο του Πατριαρχικού ναού μια Πολίτισσα συζητεί με δυο κοπέλλες, πνευματικά μου τέκνα. Είναι κι αυτές ερωτευμένες με τη Πόλι. Λέγει λοιπόν η ελαφρώς ηλικιωμένη Πολίτισσα: ”Είδατε πώς κατήντησαν την Πόλι μας; Έπρεπε να την γνωρίζατε παληά, στις δόξες της. Εγώ είμαι απ’ εδώ. Εδώ γεννήθηκα, εδώ θα πεθάνω. Δεν έφυγα ποτέ απ’ εδώ. Ούτε που μ’ ενδιαφέρει να πάω πουθενά. Όταν με ρωτούν, δεν λέγω ότι είμαι Πολίτισσα, λέγω ότι είμαι Κωνσταντινουπολίτισσα. Κωνσταντινούπολις λέγεται η Πόλι μας. Ας λένε ότι θέλουν οι ΄λεγάμενοι’. Δεν λέγεται Ισταμπούλ. Κωνσταντινούπολις λέγεται”.
Έχουν επίγνωσι αυτοί οι λίγοι. Έχουν πνευματική ταυτότητα.. Η συζήτησις στην Ρωμαίικη ψαροταβέρνα είχε ανάψει. Όσο να ψηθούν τα ψάρια. Τι σημαίνει Ρωμηός, τι Ρωμηοσύνη. Ποιοί είναι οι Ρωμηοί. Προσπαθούσα να βγάλω τους συνομιλητές μου απ’ τη στενότητα του ελλαδισμού. Αγωνιζόμουν να τους κάνω να καταλάβουν την Οικουμενικότητα της Ρωμηοσύνης. ”Και εμείς τί είμαστε;” επιμένει ο ελλαδικός. ΄΄Εμείς είμαστε Ρωμηοί, κάτοικοι της Ελλάδος. Και εφόσον είμαστε υπήκοοι αυτού του κράτους είμαστε, ή μάλλον λεγόμαστε και Έλληνες.” Ο ”Ρωμηός” έχει ευρύτερη έννοια από τον ΄΄Έλληνα”. Όπως ο Ρουμελιώτης ή ο Μωραΐτης είναι Έλληνας. Αλλά το ‘Ρουμελιώτης’ και το ‘Μωραΐτης’ είναι έννοιες στενότερες από το ‘Ελληνας’. ”Οι εδώ τί είναι;” ερωτά ο αεί επιμένων. ”Αυτοί εδώ είναι Ρωμηοί, το ίδιο με μας. Μόνο που έχουν τουρκικήν υπηκοότητα, εφ’ όσον μένουν εδώ”. Είμαστε όλοι το ίδιο. Ρωμηοί της Ελλάδος, Ρωμηοί της Κύπρου, Ρωμηοί της Πόλης. Δεν μπορούσε να καταλάβη. Εν τω μεταξύ έρχεται η πιατέλα με τα ψάρια. Ακούει ο εστιάτωρ τη συζήτησι. ‘Επεσε πάνω στην ερώτησι: ”Και ποιοί είναι οι Ρωμηοί”, απαντά ο εστιάτωρ αυτόκλητος: ”Εμείς είμαστε οι Ρωμηοί”. Η απάντησις εδόθη. Η συζήτησις τελείωσε. Primun edere, deide philosophare.
Παρευρέθην σε δύο εκδηλώσεις: Η μία στα τέλη Φεβρουαρίου 2000. Στο Ελληνικό Προξενείο. Στο Πέραν. Ένα κτίριο του ΙΘ΄ αιώνος, πλήρως ανακαινισμένο, χάρμα οφθαλμών. Παλαιό μετόχι του Παναγίου Τάφου. Έχει μέσα παρεκκλήσιον του οσίου ημών Σάββα του Ηγιασμένου. Θα τιμούσαν την έξοδο από την υπηρεσία της γνωστής τοις πάσι διδασκαλίσσης Σουλτάνας Αμπατζή. Παρών ο Πατριάρχης, ιεράρχαι, λοιποί κληρικοί και το κυριώτερο, κόσμος πολύς. Κόσμος σοβαρός. Άνθρωποι απ’ όλα τα μέρη της Πόλης. Μέχρι στην σκάλα. Ομιλία του Προξένου, η ομιλία της τιμωμένης, η ομιλία του Πατριάρχου. Λόγια θερμά, ατμόσφαιρα ζεστή, άνθρωποι ζωντανοί, ανθοδέσμες, χαρά, συγκίνησις, δάκρυα, γέλια. ‘Ολα για τη δασκάλα που για πάνω από σαράντα χρόνια προσέφερε την καρδιά της, το είναι της, την ύπαρξί της για τα παιδιά της Ρωμηοσύνης. Για την γλώσσα, την πίστι, την ταυτότητα. Και μετά τα κεράσματα, ο μπουφές, τα παπιγιόν των γκαρσονιών. Τα αναψυκτικά, οι περιφερόμενοι [και αμέσως αδειάζοντες] δίσκοι. Χαιρετούρες, συστάσεις, χειροφιλήματα. Η Ρωμηοσύνη ζη και το χαίρεται…
Η άλλη φορά ήταν στα Νοσοκομεία μας. Στο Μπαλουκλή. Κυριακή των Μυροφόρων. Πρώτα Πατριαρχική και Συνοδική Θ. Λειτουργία στη Μονή. Μετά δεξίωσις. Τρισάγιον υπό του Πατριάρχου στο παρακείμενο κοιμητήρι. Κατόπιν στα Νοσοκομεία. Μια αίθουσα καινούργια, φρεσκαρισμένη ίσως, αλλά φαίνεται σαν καινούργια. Χωράει πάνω από τριακόσια άτομα. Τραπέζια, καρέκλες, τραπεζομάνδηλα. Τραπέζωμα πολυτελείας. Τα φαγητά ακόμη καλύτερα. Η ομογένεια παρούσα. Μια χαρμόσυνη αναστάσιμη ομήγυρις. Με ομιλίες, ευχές και..μπηχτές. Πώς θα ήταν ρωμαίικο πανηγύρι.. Διερωτώμαι: Πώς καταφέρνουν αυτοί οι άνθρωποι να διοργανώνουν τέτοιες συνεστιάσεις, να ξενίζουν τόσα άτομα και να σε κάνουν να ξεχνιέσαι ότι βρίσκεσαι σε τόπο πολλές φορές εχθρικό; Και τα γέλια, τα πειράγματα, τα αστεία είναι αυθόρμητα, γεμάτα ζωντάνια. Ζωντάνια που εκπλήσσει. Τ’ ακούς γοργόνα; Δεν σου είπα ψέματα..
Νομίζω ότι την αγάπη του ”λείμματος” για την Πόλι του, όχι απλώς την Πόλι , την Πόλι ”του” εκφράζει κατά κάποιον μοναδικό τρόπον ένας γηραιός Μητροπολίτης του Θρόνου: ”Αρρώστησα βαρειά. Πήγα στην Αθήνα. Νοσηλεύθηκα σε Νοσοκομείο. Έφθασα μέχρι το θάνατο. Ένα μόνο σκεπτόμουν, ένα έλεγα στους συγγενείς μου. Για ένα προσευχόμουν. Να γυρίσω ζωντανός, να πεθάνω στη Πόλι, στην Πόλι μου”…
Είχα μια ενδόμυχη επιθυμία. Να μπώ σε ρωμαίικο σπίτι. Δεν το είχα πει σε κανένα. Έλεγα εν εαυτώ: Θάρθη η ώρα που κι’ αυτό θα γίνη. Η επιθυμία μου αυτή δεν ήταν από περιέργεια. Ήθελα μόνον και μόνον να νοιώσω τη χαρά ότι υπάρχει στην Πόλι ρωμαίικο σπίτι. Ανοιχτό, πρόσχαρο, γεμάτο αισιοδοξία. Είχα δει σε βιβλία φωτογραφίες από κάποια ερείπια και κάποιες αχνές μορφές να κατοικούν μέσα σ’ αυτά. Είχα διαβάσει λεζάντες ”ο τελευταίος Ρωμηός ή Ρωμηά” και τα παρόμοια. Μ’ αξίωσεν ο Θεός και μπήκα. Προσκεκλημένος. Δεν ξέρετε πόσο χάρηκα. Ήταν σαν να μπήκα στο Άγιο Βήμα. Ένα διαμέρισμα ολόφωτο. Με εικονοστάσι, με το καντήλι αναμμένο. Με ωραία κάδρα στους τοίχους από τα νησιά τα δικά μας, τα ελληνικά νησιά. Με γέλια, με κεράσματα, με καφεδάκι. Με τους αναπαυτικούς καναπέδες, με μπαλκονάκι γεμάτο λουλούδια. Στο τραπέζι του μπαλκονιού το πλεχτό, το κέντημα για τις ώρες της αναμονής. Του άντρα, του γιού. Η τηλεόρασι σε ειδήσεις ελληνικές. Μεγάλη ευλογία για τους ομογενείς. Ακούν την γλώσσα μας, μαθαίνουν τι γίνεται στον έξω κόσμο. Γελούν με τα παληά ελληνικά έργα. Με την Βασιλιάδου, τον Αυλωνίτη, τον Λογοθετίδη που ήταν και πατριώτης τους. Η..θεία απ’ το Σικάγο γίνεται η δασκάλα της ελληνικής γλώσσης. Πού να το ήξερε η μακαρίτισσα..
Τι κι αν στο πάνω πάτωμα μένει εβραϊκή οικογένεια; Τι κι αν στο κάτω πάτωμα μένουν Αρμένιοι; Τί κι αν στο διπλανό μένουν Τούρκοι; Μόλις με το ”καλώς ορίσατε, περάστε”, κλείνει και η πόρτα πίσω σου, όλα αλλάζουν, όλα ξεχνιούνται. Ζης, αναπνέεις άλλον αέρα. Αέρα ζείδωρο, ρωμαίικο. Μεγάλη ευλογία να πιης καφέ σε σπίτι ρωμαίικο, εκεί στην καρδιά της Ρωμηοσύνης, στην Πόλι. Κι’ ακόμη όταν σε καλούν σε δείπνο. Με λακέρδα και γαράτα φτιαγμένα απ’ τον νοικοκύρη. Με γιαλαντζή ντολμάδες και σπανακόπιττα στο τέλος, για να φύγη το ψάρι’, φτιαγμένα απ’ την νοικοκυρά. Κι η τηλεόρασι να παίζει έργο με τον Λ. Κωνσταντάρα. Σκέτη απόλαυσις.
Έθιμα διατηρούνται πολλά. Βεβαίως όχι όλα. Ιδίως τα συλλογικά έθιμα, πανηγύρια, γλέντια, εξοχές και ξέφωτα. Διατηρούνται αυτά που δεν απαιτούν ΄΄πολυκοσμία”…
Και εφέτος ήλθεν η είδησις. Εγράφη σε πολίτικες εφημερίδες που εκδίδονται στην Αθήνα: Οι ομογενείς στην Πόλι αριθμούνται σε 1.830. Δυσάρεστος η είδησις. Και την ώρα που ήλθε η εφημερίδα κρατούσα στα χέρια μου την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Διάβαζα το τελευταίο κεφάλαιό της. Την άμυνα της Ελλάδος απέναντι στον πανίσχυρο Άξονα. Γραμμή Μεταξά, οχυρά Ρούπελ. Απρίλιος του 1941. Η επίθεσις των Γερμανών ήτο λυσσαλέα. Αλλά και η άμυνα αποτελεσματική. Τέτοιαν άμυνα δεν την περίμεναν. Τα οχυρά ξερνούσαν φωτιά και σίδερο. Οι απώλειες μεγάλες. Η προέλασις καθυστερούσε. Οι Γερμανοί βιάζονταν να κάμψουν την αντίστασι. Να φθάσουν ως το Ταίναρο, ως την Κρήτη. Η Θεσσαλονίκη είχεν ήδη καταληφθή αλλ’ οι αμυνόμενοι στα οχυρά συνέχιζαν απτόητοι την μάχη. Ώσπου η Γιουγκοσλαβία κατέρρευσε μέσα σε τρεις ημέρες. Τα οχυρά κυκλώθηκαν. Τα πυρομαχικά, τα τρόφιμα σώθηκαν. Και άρχισεν ένας άνισος αγώνας μέσα στις στοές, μέσα στα σκοτάδια, σώμα με σώμα. Οι λίγοι που απέμειναν αποκαμωμένοι από την αϋπνία, νηστικοί, ψειριασμένοι, καταπληγωμένοι ,παραδόθηκαν. Και έκπληκτοι οι Γερμανοί αξιωματικοί είδαν να βγαίνουν απ’ τα οχυρά φαντάσματα. Και ήλθεν η διαταγή από το Βερολίνο: Τιμήστε αυτούς τους αγωνιστές. Τους πρέπει κάθε σεβασμός. Είναι ήρωες. Και έτσι αυτοί οι ηρωικοί μαχητές παρήλασαν με τον οπλισμό τους μπροστά στο γερμανικό σύνταγμα που απέδιδε τιμές.
Συλλογίζομαι: Σ’ αυτούς τους λίγους που απέμειναν στην Πόλι, σ’ αυτούς τους εκατόν πενήντα του Γηροκομείου, τους πενήντα του φρενοκομείου, σ’ αυτούς που μάχονται σε κάποια οχυρά, στο Κουρτουλούς, στο Τζιχανγκίρ, στον Άγιο Στέφανο και όπου αλλού, χωρίς βοήθεια ουδενός, χωρίς στοργή, χωρίς αγάπη, χωρίς συναίσθησι καθήκοντος, δεν τους πρέπει τιμή, δόξα, σεβασμός;
Αν δεν μπορούμε να μιμηθούμε τον Χριστό μας γιατί τα πάθη μας μάς εμποδίζουν, ας μιμηθούμε τουλάχιστον εκείνους που απέδωσαν τιμές στους μαχητές του Ρούπελ!!
*[Αποσπάσματα από το βιβλίο ”Μια γοργόνα στον Κεράτιο”, έκδοσις τρίτη. Του αρχιμ. Δοσιθέου, Ηγουμένου Ιεράς Μονής Τατάρνης Ευρυτανίας]
Ηγουμένου Ιεράς Μονής Τατάρνης Ευρυτανίας
Όταν οι Ιουδαίοι ηττήθησαν και απήχθησαν βιαίως στην Βαβυλώνα, η γη τους δεν ερημώθηκε τελείως. Έμειναν αρκετοί.
Άλλοι απ’ αυτούς σκορπίσθηκαν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντος και απετέλεσαν την Ιουδαϊκή διασπορά. Στο τέλος, στην γη των πατέρων τους έμειναν ελάχιστοι, το ‘λείμμα’. Αυτοί οι ολίγοι τηρούσαν με πείσμα τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Καίτοι ο Ναός του Σολομώντος είχε δηωθή. Καίτοι τα ιερά του σκεύη είχαν απαχθή. Καίτοι η Αγία Γη γέμισεν από αλλοφύλους και αλλοθρήσκους. Εδουλώθηκαν διοικητικώς αλλά πνευματικώς έμειναν αδούλωτοι. Ποτέ δεν μετριόνταν. Αγνοούσαν πόσοι είναι. Ήξεραν ότι είναι λίγοι αλλ΄ αυτό δεν παρέλυε την θέλησί τους.
Κάποτε, κάποιος εδώ [στη Πόλη] στην επαρχία όπου εκμετρώ το ζην, όπου ωσαύτως έχουμε μείνει ελάχιστοι, με ρώτησε: ‘Πόσοι είναι οι κάτοικοι της Αθήνας;’ ‘Εκατό με εκατόν πενήντα’ απήντησα. ‘Με κοροϊδεύεις;’ ήταν η πρώτη αντίδρασις. ‘Δεν σε κοροϊδεύω καθόλου. Μπορεί να είναι πολλά εκατομμύρια, αλλά εγώ τόσους γνωρίζω. Οι υπόλοιποι είναι για μένα σαν να μην υπάρχουν’.
Το ίδιο συμβαίνει και στη Πόλη. Αυτοί οι λίγοι, οι απροσδιόριστοι σε αριθμούς Ρωμηοί, ζουν σ’ ένα περιβάλλον πολυπληθές. Εγγίζει τα είκοσι εκατομμύρια. Και όμως αυτοί οι λίγοι υπάρχουν, ζουν, κινούνται σαν να μην υπάρχουν αυτά τα εκατομμύρια. Η Κωνσταντινούπολις είναι γι’ αυτούς ένα χωριό με δύο, τρεις χιλιάδες κατοίκους. Κι αυτοί οι λίγοι ζουν σαν να είναι πολλοί. Με όλα τα έθιμά τους. Έχουν επίγνωση της ευγενούς καταγωγής των. Γνωρίζουν ότι οι ‘άγγλοι’ [άλλη ονομασία των ‘λεγάμενων’] βλέπουν τον κάθε Ρωμηό σαν γίγαντα. Γνωρίζουν ότι είναι από μια ράτσα ανθρώπων με δυνάμεις και διαστάσεις απεριόριστες. Γι’ αυτό και οι ‘λεγάμενοι’ στέκονται με δέος, με σέβας θα μπορούσε να πη κανείς μπροστά τους.
Συνάντησα στα νησιά μια Ρωσσίδα. Παντρεμένη με Ρωμηό αρχιμουσικό, εδώ και χρόνια πολλά. Χήρα τώρα αλλ΄ όχι και απαρηγόρητη. Τα ελληνικά της άψογα και καθαρώς πολίτικα. Έχει ‘λέγειν’ ραπτομηχανής και δη ηλεκτρικής. Μας μιλούσε για ώρα πολλήν για τους ‘άγγλους’ και δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε για ποιούς μιλούσε. Αφού μας είπε πολλά κατέληξε [δηλαδή το ‘κατέληξε’ είναι τρόπος του λέγειν. Σφύριξε το καράβι και έπρεπε να βιαστούμε].. ‘Δεν θέλω να πηγαίνω στην Ελλάδα. Εκεί όλο Χριστό και Παναγία βρίζουν. Εδώ εσείς με το σεις και με το σας μας φέρονται’.
Και πράγματι οι νουν έχοντες ΄΄λεγάμενοι” συμπεριφέρονται καλώς τους εναπομείναντες. Ίσως γιατί τους θεωρούν ακίνδυνους πια…και δεν είναι όλοι οι ”νουν έχοντες”. Θα ήθελα να μπω στο μυαλό ενός Τούρκου, ενός συγχρόνου, σοβαρού Τούρκου για να μάθω πώς σκέπτεται. Πώς αισθάνεται σε μια Πόλι όπου η ιστορία, μνημεία, κτίρια είναι όλα Ρωμαίικα. Αισθάνεται ντόπιος; Αισθάνεται ότι ο τόπος αυτός είναι δικός του; Αισθάνεται ιδιοκτήτης ή νοικάρης; Όχι να μου πη πώς σκέπτεται γιατί ξέρω καλά το τι θα μου πή. Θέλω να είμαι στο μυαλό του, ώστε να μη, μπορή να με ξεγελάση με ανατολίτικες διπλωματικές πονηριές.
Πάντως εγώ περπατώντας στα σοκάκια του Beyoglu και του Cihangir αισθάνομαι σαν να είμαι στην Ελλάδα. Σε μια συνοικία των Αθηνών όπου Αλβανοί, Βούλγαροι, Πακιστανοί, Κούρδοι και Μαύροι δίνουν άλλο χρώμα, εκτός από ελληνικό. Βλέπω παντού ελληνικές επιγραφές. Κυρίως εκεί που δεν φθάνουν για να τις αφανίσουν. Βλέπω χρονολογίες από Χριστού [έχει σημασία αυτό γιατί οι Τούρκοι χρησιμοποιούν την Εγείρα, 641 χρόνια μετά], του ΙΘ΄ αιώνος. Βλέπω πολυκατοικίες χτισμένες σε εποχή που στην Αθήνα τα διώροφα θεωρούνταν ουρανοξύστες. Περπατώ και αισθάνομαι ότι είμαι στον τόπο μου. Η γλώσσα άλλαξε. Η πίστις άλλαξε. Αλλά τα κτίρια μένουν. Κι αν ”οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού, ποίησιν δε χειρών Αυτού αναγγέλλει το στερέωμα”. Δόξαν Ρωμηοσύνης και ποίησιν Ρωμηών αρχιτεκτόνων και μαστόρων αναγγέλλουν αυτά τα μεγαλοπρεπή οικοδομήματα.
Όπως δεν είναι η Ακρόπολις που χαρακτηρίζει την Αθήνα, αλλ’ είναι και η Πλάκα, έτσι και την Πόλι δεν την χαρακτηρίζει μόνο η Αγία Σοφία ή τα κάστρα της, αλλά κι αυτές οι συνοικίες, αυτά τα κτίρια που αποπνέουν άρωμα Ρωμηοσύνης.
Είναι αυτά τα κτίρια που χαμογελούν και αγάλλονται όταν βλέπουν κάποιο περαστικό να τ’ αποθαυμάζει και να τους μιλάη στη γλώσσα τους, στα ελληνικά. Είναι αυτά τα κτίρια που σε χαιρετούν εγκάρδια όταν κοντοστέκεσαι και τα δείχνεις με το δάχτυλο. Ήταν κι αυτό ρωμαίικο. Είναι αυτά τα κτίρια που κλαίνε όταν τα αντιπαρέρχεσαι, φεύγεις και χάνεσαι. Είσαι ο οικείος, ο δικός τους άνθρωπος. Είσαι αυτός που τα καταλαβαίνει. Αυτός που τον καταλαβαίνουν. Αν τα άψυχα είχαν ψυχή, στεναγμοί και δάκρυα θα έρρεαν από τα παράθυρα και τους εξώστες που δεν τα στολίζει πια βασιλικός και μαντζουράνα. Αυτοί οι ετοιμόρροποι τοίχοι δεν καταρρέουν γιατί περιμένουν τον ρωμηό τον μάστορα. Αυτές οι σαραβαλιασμένες πόρτες που χέρι στοργικό δεν τις έβαψε ποτέ από τότε..στέκουν ορθές και περιμένουν..Να έλθη ο νοικοκύρης. Να ‘ρθουν αυτοί που τα πονούσαν γιατί ήταν ο ιδρώτας τους, το αίμα τους, η ζωή τους. Παρακαλώ σας όταν περάσετε απ’ εκεί μη πείτε ότι οι νοικοκυραίοι δεν θα ξανάρθουν πια. Αφίστε να περιμένουν. Η προσμονή τα κρατάει όρθια.
Αυτοί οι λίγοι δεν είναι οι κακομοίρηδες, αυτοί που δεν έφυγαν γιατί δεν μπορούσαν να φύγουν. Όχι! Οι περισσότεροι έμειναν γιατί δεν θέλησαν να φύγουν.. Στο προαύλιο του Πατριαρχικού ναού μια Πολίτισσα συζητεί με δυο κοπέλλες, πνευματικά μου τέκνα. Είναι κι αυτές ερωτευμένες με τη Πόλι. Λέγει λοιπόν η ελαφρώς ηλικιωμένη Πολίτισσα: ”Είδατε πώς κατήντησαν την Πόλι μας; Έπρεπε να την γνωρίζατε παληά, στις δόξες της. Εγώ είμαι απ’ εδώ. Εδώ γεννήθηκα, εδώ θα πεθάνω. Δεν έφυγα ποτέ απ’ εδώ. Ούτε που μ’ ενδιαφέρει να πάω πουθενά. Όταν με ρωτούν, δεν λέγω ότι είμαι Πολίτισσα, λέγω ότι είμαι Κωνσταντινουπολίτισσα. Κωνσταντινούπολις λέγεται η Πόλι μας. Ας λένε ότι θέλουν οι ΄λεγάμενοι’. Δεν λέγεται Ισταμπούλ. Κωνσταντινούπολις λέγεται”.
Έχουν επίγνωσι αυτοί οι λίγοι. Έχουν πνευματική ταυτότητα.. Η συζήτησις στην Ρωμαίικη ψαροταβέρνα είχε ανάψει. Όσο να ψηθούν τα ψάρια. Τι σημαίνει Ρωμηός, τι Ρωμηοσύνη. Ποιοί είναι οι Ρωμηοί. Προσπαθούσα να βγάλω τους συνομιλητές μου απ’ τη στενότητα του ελλαδισμού. Αγωνιζόμουν να τους κάνω να καταλάβουν την Οικουμενικότητα της Ρωμηοσύνης. ”Και εμείς τί είμαστε;” επιμένει ο ελλαδικός. ΄΄Εμείς είμαστε Ρωμηοί, κάτοικοι της Ελλάδος. Και εφόσον είμαστε υπήκοοι αυτού του κράτους είμαστε, ή μάλλον λεγόμαστε και Έλληνες.” Ο ”Ρωμηός” έχει ευρύτερη έννοια από τον ΄΄Έλληνα”. Όπως ο Ρουμελιώτης ή ο Μωραΐτης είναι Έλληνας. Αλλά το ‘Ρουμελιώτης’ και το ‘Μωραΐτης’ είναι έννοιες στενότερες από το ‘Ελληνας’. ”Οι εδώ τί είναι;” ερωτά ο αεί επιμένων. ”Αυτοί εδώ είναι Ρωμηοί, το ίδιο με μας. Μόνο που έχουν τουρκικήν υπηκοότητα, εφ’ όσον μένουν εδώ”. Είμαστε όλοι το ίδιο. Ρωμηοί της Ελλάδος, Ρωμηοί της Κύπρου, Ρωμηοί της Πόλης. Δεν μπορούσε να καταλάβη. Εν τω μεταξύ έρχεται η πιατέλα με τα ψάρια. Ακούει ο εστιάτωρ τη συζήτησι. ‘Επεσε πάνω στην ερώτησι: ”Και ποιοί είναι οι Ρωμηοί”, απαντά ο εστιάτωρ αυτόκλητος: ”Εμείς είμαστε οι Ρωμηοί”. Η απάντησις εδόθη. Η συζήτησις τελείωσε. Primun edere, deide philosophare.
Παρευρέθην σε δύο εκδηλώσεις: Η μία στα τέλη Φεβρουαρίου 2000. Στο Ελληνικό Προξενείο. Στο Πέραν. Ένα κτίριο του ΙΘ΄ αιώνος, πλήρως ανακαινισμένο, χάρμα οφθαλμών. Παλαιό μετόχι του Παναγίου Τάφου. Έχει μέσα παρεκκλήσιον του οσίου ημών Σάββα του Ηγιασμένου. Θα τιμούσαν την έξοδο από την υπηρεσία της γνωστής τοις πάσι διδασκαλίσσης Σουλτάνας Αμπατζή. Παρών ο Πατριάρχης, ιεράρχαι, λοιποί κληρικοί και το κυριώτερο, κόσμος πολύς. Κόσμος σοβαρός. Άνθρωποι απ’ όλα τα μέρη της Πόλης. Μέχρι στην σκάλα. Ομιλία του Προξένου, η ομιλία της τιμωμένης, η ομιλία του Πατριάρχου. Λόγια θερμά, ατμόσφαιρα ζεστή, άνθρωποι ζωντανοί, ανθοδέσμες, χαρά, συγκίνησις, δάκρυα, γέλια. ‘Ολα για τη δασκάλα που για πάνω από σαράντα χρόνια προσέφερε την καρδιά της, το είναι της, την ύπαρξί της για τα παιδιά της Ρωμηοσύνης. Για την γλώσσα, την πίστι, την ταυτότητα. Και μετά τα κεράσματα, ο μπουφές, τα παπιγιόν των γκαρσονιών. Τα αναψυκτικά, οι περιφερόμενοι [και αμέσως αδειάζοντες] δίσκοι. Χαιρετούρες, συστάσεις, χειροφιλήματα. Η Ρωμηοσύνη ζη και το χαίρεται…
Η άλλη φορά ήταν στα Νοσοκομεία μας. Στο Μπαλουκλή. Κυριακή των Μυροφόρων. Πρώτα Πατριαρχική και Συνοδική Θ. Λειτουργία στη Μονή. Μετά δεξίωσις. Τρισάγιον υπό του Πατριάρχου στο παρακείμενο κοιμητήρι. Κατόπιν στα Νοσοκομεία. Μια αίθουσα καινούργια, φρεσκαρισμένη ίσως, αλλά φαίνεται σαν καινούργια. Χωράει πάνω από τριακόσια άτομα. Τραπέζια, καρέκλες, τραπεζομάνδηλα. Τραπέζωμα πολυτελείας. Τα φαγητά ακόμη καλύτερα. Η ομογένεια παρούσα. Μια χαρμόσυνη αναστάσιμη ομήγυρις. Με ομιλίες, ευχές και..μπηχτές. Πώς θα ήταν ρωμαίικο πανηγύρι.. Διερωτώμαι: Πώς καταφέρνουν αυτοί οι άνθρωποι να διοργανώνουν τέτοιες συνεστιάσεις, να ξενίζουν τόσα άτομα και να σε κάνουν να ξεχνιέσαι ότι βρίσκεσαι σε τόπο πολλές φορές εχθρικό; Και τα γέλια, τα πειράγματα, τα αστεία είναι αυθόρμητα, γεμάτα ζωντάνια. Ζωντάνια που εκπλήσσει. Τ’ ακούς γοργόνα; Δεν σου είπα ψέματα..
Νομίζω ότι την αγάπη του ”λείμματος” για την Πόλι του, όχι απλώς την Πόλι , την Πόλι ”του” εκφράζει κατά κάποιον μοναδικό τρόπον ένας γηραιός Μητροπολίτης του Θρόνου: ”Αρρώστησα βαρειά. Πήγα στην Αθήνα. Νοσηλεύθηκα σε Νοσοκομείο. Έφθασα μέχρι το θάνατο. Ένα μόνο σκεπτόμουν, ένα έλεγα στους συγγενείς μου. Για ένα προσευχόμουν. Να γυρίσω ζωντανός, να πεθάνω στη Πόλι, στην Πόλι μου”…
Είχα μια ενδόμυχη επιθυμία. Να μπώ σε ρωμαίικο σπίτι. Δεν το είχα πει σε κανένα. Έλεγα εν εαυτώ: Θάρθη η ώρα που κι’ αυτό θα γίνη. Η επιθυμία μου αυτή δεν ήταν από περιέργεια. Ήθελα μόνον και μόνον να νοιώσω τη χαρά ότι υπάρχει στην Πόλι ρωμαίικο σπίτι. Ανοιχτό, πρόσχαρο, γεμάτο αισιοδοξία. Είχα δει σε βιβλία φωτογραφίες από κάποια ερείπια και κάποιες αχνές μορφές να κατοικούν μέσα σ’ αυτά. Είχα διαβάσει λεζάντες ”ο τελευταίος Ρωμηός ή Ρωμηά” και τα παρόμοια. Μ’ αξίωσεν ο Θεός και μπήκα. Προσκεκλημένος. Δεν ξέρετε πόσο χάρηκα. Ήταν σαν να μπήκα στο Άγιο Βήμα. Ένα διαμέρισμα ολόφωτο. Με εικονοστάσι, με το καντήλι αναμμένο. Με ωραία κάδρα στους τοίχους από τα νησιά τα δικά μας, τα ελληνικά νησιά. Με γέλια, με κεράσματα, με καφεδάκι. Με τους αναπαυτικούς καναπέδες, με μπαλκονάκι γεμάτο λουλούδια. Στο τραπέζι του μπαλκονιού το πλεχτό, το κέντημα για τις ώρες της αναμονής. Του άντρα, του γιού. Η τηλεόρασι σε ειδήσεις ελληνικές. Μεγάλη ευλογία για τους ομογενείς. Ακούν την γλώσσα μας, μαθαίνουν τι γίνεται στον έξω κόσμο. Γελούν με τα παληά ελληνικά έργα. Με την Βασιλιάδου, τον Αυλωνίτη, τον Λογοθετίδη που ήταν και πατριώτης τους. Η..θεία απ’ το Σικάγο γίνεται η δασκάλα της ελληνικής γλώσσης. Πού να το ήξερε η μακαρίτισσα..
Τι κι αν στο πάνω πάτωμα μένει εβραϊκή οικογένεια; Τι κι αν στο κάτω πάτωμα μένουν Αρμένιοι; Τί κι αν στο διπλανό μένουν Τούρκοι; Μόλις με το ”καλώς ορίσατε, περάστε”, κλείνει και η πόρτα πίσω σου, όλα αλλάζουν, όλα ξεχνιούνται. Ζης, αναπνέεις άλλον αέρα. Αέρα ζείδωρο, ρωμαίικο. Μεγάλη ευλογία να πιης καφέ σε σπίτι ρωμαίικο, εκεί στην καρδιά της Ρωμηοσύνης, στην Πόλι. Κι’ ακόμη όταν σε καλούν σε δείπνο. Με λακέρδα και γαράτα φτιαγμένα απ’ τον νοικοκύρη. Με γιαλαντζή ντολμάδες και σπανακόπιττα στο τέλος, για να φύγη το ψάρι’, φτιαγμένα απ’ την νοικοκυρά. Κι η τηλεόρασι να παίζει έργο με τον Λ. Κωνσταντάρα. Σκέτη απόλαυσις.
Έθιμα διατηρούνται πολλά. Βεβαίως όχι όλα. Ιδίως τα συλλογικά έθιμα, πανηγύρια, γλέντια, εξοχές και ξέφωτα. Διατηρούνται αυτά που δεν απαιτούν ΄΄πολυκοσμία”…
ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΔΟΞΑ ΣΤΟΥΣ 1.830
350.000. Τόσοι ήσαν κατά τους
μετριωτέρους υπολογισμούς οι Ρωμηοί της Πόλης στις αρχές του εικοστού
αιώνος. Και ήσαν τόσοι, όταν οι Τούρκοι ήσαν μόλις εξακόσιες χιλιάδες
και οι υπόλοιποι, Αρμένιοι, Εβραίοι και Φραγκολεβαντίνοι εκατόν πενήντα
χιλιάδες, όλοι μαζί. Τα χρόνια πέρασαν. Πέρασαν και οι δόξες. Πιέσεις,
φόροι, στρατεύσεις, καταστροφές, απελάσεις. Φόβος και τρόμος έπεσε στην
ομογένεια. Και συνεχώς αιμορραγούσε. Διαρκής συρρίκνωσις που άλλην όμοιά
της η ιστορία δεν θα επιδείξη.Και εφέτος ήλθεν η είδησις. Εγράφη σε πολίτικες εφημερίδες που εκδίδονται στην Αθήνα: Οι ομογενείς στην Πόλι αριθμούνται σε 1.830. Δυσάρεστος η είδησις. Και την ώρα που ήλθε η εφημερίδα κρατούσα στα χέρια μου την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Διάβαζα το τελευταίο κεφάλαιό της. Την άμυνα της Ελλάδος απέναντι στον πανίσχυρο Άξονα. Γραμμή Μεταξά, οχυρά Ρούπελ. Απρίλιος του 1941. Η επίθεσις των Γερμανών ήτο λυσσαλέα. Αλλά και η άμυνα αποτελεσματική. Τέτοιαν άμυνα δεν την περίμεναν. Τα οχυρά ξερνούσαν φωτιά και σίδερο. Οι απώλειες μεγάλες. Η προέλασις καθυστερούσε. Οι Γερμανοί βιάζονταν να κάμψουν την αντίστασι. Να φθάσουν ως το Ταίναρο, ως την Κρήτη. Η Θεσσαλονίκη είχεν ήδη καταληφθή αλλ’ οι αμυνόμενοι στα οχυρά συνέχιζαν απτόητοι την μάχη. Ώσπου η Γιουγκοσλαβία κατέρρευσε μέσα σε τρεις ημέρες. Τα οχυρά κυκλώθηκαν. Τα πυρομαχικά, τα τρόφιμα σώθηκαν. Και άρχισεν ένας άνισος αγώνας μέσα στις στοές, μέσα στα σκοτάδια, σώμα με σώμα. Οι λίγοι που απέμειναν αποκαμωμένοι από την αϋπνία, νηστικοί, ψειριασμένοι, καταπληγωμένοι ,παραδόθηκαν. Και έκπληκτοι οι Γερμανοί αξιωματικοί είδαν να βγαίνουν απ’ τα οχυρά φαντάσματα. Και ήλθεν η διαταγή από το Βερολίνο: Τιμήστε αυτούς τους αγωνιστές. Τους πρέπει κάθε σεβασμός. Είναι ήρωες. Και έτσι αυτοί οι ηρωικοί μαχητές παρήλασαν με τον οπλισμό τους μπροστά στο γερμανικό σύνταγμα που απέδιδε τιμές.
Συλλογίζομαι: Σ’ αυτούς τους λίγους που απέμειναν στην Πόλι, σ’ αυτούς τους εκατόν πενήντα του Γηροκομείου, τους πενήντα του φρενοκομείου, σ’ αυτούς που μάχονται σε κάποια οχυρά, στο Κουρτουλούς, στο Τζιχανγκίρ, στον Άγιο Στέφανο και όπου αλλού, χωρίς βοήθεια ουδενός, χωρίς στοργή, χωρίς αγάπη, χωρίς συναίσθησι καθήκοντος, δεν τους πρέπει τιμή, δόξα, σεβασμός;
Αν δεν μπορούμε να μιμηθούμε τον Χριστό μας γιατί τα πάθη μας μάς εμποδίζουν, ας μιμηθούμε τουλάχιστον εκείνους που απέδωσαν τιμές στους μαχητές του Ρούπελ!!
*[Αποσπάσματα από το βιβλίο ”Μια γοργόνα στον Κεράτιο”, έκδοσις τρίτη. Του αρχιμ. Δοσιθέου, Ηγουμένου Ιεράς Μονής Τατάρνης Ευρυτανίας]