Κάθισαν σε ένα τραπεζάκι, έδωσαν τη παραγγελία τους και περίμεναν τους καφέδες τους όταν πρόσεξαν κάποιον να μπαίνει στο καφενείο και να κατευθύνεται προς το ταμείο.
«Τρεις καφέδες σας παρακαλώ, έναν για έμενα και δυο σε αναμονή» είπε ο άγνωστος άντρας στον ιδιοκτήτη του καφενείου. Πλήρωσε την παραγγελία του, πήρε τον ένα καφέ στο χέρι και βγήκε από την πόρτα.
«Τι ήταν αυτό; Τι σημαίνει καφές σε αναμονή;» γύρισε και ρώτησε με απορία ο άντρας από την Ρώμη τον ντόπιο φίλο του.
«Περίμενε και θα δεις» του απάντησε εκείνος. Πολύ σύντομα οι δυο άντρες είδαν και άλλους ανθρώπους να μπαίνουν στο καφενείο και να παραγγέλνουν καφέδες.
Δύο κορίτσια παρήγγειλαν τέσσερις καφέδες, δυο δικούς τους και δυο σε αναμονή. Τρεις δικηγόροι ζήτησαν επτά καφέδες, τρεις για αυτούς και τέσσερις σε αναμονή. Η ώρα περνούσε και οι πελάτες του μικρού καφενείου δε σταματούσαν να πληρώνουν πάντα περισσότερους καφέδες απ” όσους έπαιρναν στα χέρια τους.
Ο άντρας από την Ρώμη έδειχνε να απολαμβάνει τη θέα προς τη μικρή, αλλά πολύ όμορφη πλατεία της πόλης, αλλά μέσα του η περιέργεια για τους «καφέδες σε αναμονή» όλο και μεγάλωνε.
Ξαφνικά η πόρτα του μικρού καφενείου άνοιξε και πάλι. Αυτή τη φορά ήταν ένας άνδρας ντυμένος με φθαρμένα ρούχα που έμοιαζε με ζητιάνο. Προχώρησε προς τον ιδιοκτήτη του καφενείου και με κουρασμένη φωνή τον ρώτησε: «Μήπως υπάρχει καφές σε αναμονή;»
Ήταν τόσο απλό! Οι πελάτες του καφενείου πλήρωναν προκαταβολικά καφέ γι” αυτούς που δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να πληρώσουν τον δικό τους!
Η παράδοση με τους «καφέδες σε αναμονή» ξεκίνησε στη Νάπολη λίγο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και πολύ σύντομα εξαπλώθηκε σε όλο τον κόσμο. Σε αρκετές περιοχές σήμερα μπορεί κάποιος να πληρώσει όχι μόνο καφέ σε αναμονή, αλλά και σάντουιτς ακόμη και ένα ολόκληρο γεύμα!
Ο συγγραφέας Luciano de Crescenzo, συγγραφέας του «Καφές σε αναμονή: Καθημερινή σοφία σε μικρές γουλιές» γράφει για την προέλευσή του: «Όταν κάποιος άνθρωπος, καλότυχος στη ζωή του, μπει σε μια καφετέρια και παραγγείλει ένα φλιτζάνι καφέ, δεν πληρώνει μόνο ένα, αλλά δύο φλιτζάνια. Με αυτό το τρόπο επιτρέπει σε κάποιον λιγότερο τυχερό συνάνθρωπο του να απολαύσει και αυτός ένα ζεστό ρόφημα εντελώς δωρεάν».