«Η Σαντορίνη
είναι ένα μεγάλο και ψηλό αμφιθέατρο, στο προσκήνιο του οποίου παίζεται από
καιρού εις καιρόν η πιο μεγαλειώδης τραγωδία που μπορεί κανείς να φανταστεί: Οι
μυστηριώδεις δυνάμεις της φύσεως, προαγγελλόμενες με τρομερούς υποχθόνιους
κρότους, εκτινάξουν από τα βάθη της θάλασσας, πανύψηλους πίδακες φλογών,
καπνούς που σκεπάζουν τον ουρανό, τεράστιες πέτρες, νησίδρια κάποτε ολόκληρα. Όταν
η τραγωδία τελειώσει, το δέος που προκάλεσε παραμένει. Είναι σαν διάχυτο στον
αέρα. Αποτελεί την ατμόσφαιρα της Σαντορίνης. Όταν βρεθείτε μπροστά της νοιώθετε
ότι είσαστε εμπρός σε κάτι απόκοσμο, και εξαιρετικό. Η σιγή που την περιβάλλει
δεν είναι όπως στα άλλα νησιά, σιγή ειρήνης.
Είναι η βαριά και δραματική σιγή κάποιας μεγάλης αναμονής, μια σιγή
παρόμοια μ εκείνη στην οποία ακινητεί η φύση τις στιγμές που μαυρίζουν οι
ουρανοί και προετοιμάζεται το ξέσπασμα της μπόρας. Τα νερά της θάλασσας έχουν
ένα χρώμα βαθύ και μοιάζουν απύθμενα. Άπατα νερά τα λένε οι κάτοικοι. Μεταξύ
αυτών και του γαλάζιου ουρανού υψώνονται σε ημικυκλικό σχήμα, ψηλές παρυφές
απότομων και δραματικών βράχων, γυμνών και άγριων όμοιων με τα τείχη των τιτάνων.
Πράγματι δε όλη η Σαντορίνη δεν είναι παρα ένα τείχος ; Το μήκος της είναι τριάντα
πέντε χιλιόμετρα και το βάθος της τέσσερα μόνο.
Οι βράχοι
αυτοί δεν μοιάζουν σε τίποτα με άλλους βράχους. Καμωμένοι από τη λάβα , τις σκουριές
και τη στάχτη μιας έκρηξης ηφαιστείου που έλαβε χώρα πριν 3400 χρόνια έχουν το
χρώμα της πυρκαγιάς και της καταστροφής. Είναι κατάμαυροι, κοκκινωποί σε μέρη και το χώμα τους δεν είναι παρά
στάχτες. Μικρές, εδώ κι εκεί πολιτείες, ονειρωδώς λευκές, τοποθετημένες στα
χείλη ακριβώς των θεόρατων αυτών κάθετων βράχων, γεμίζουν τη ψυχή του ανθρώπου
μ ένα αίσθημα ιλίγγου. Απρόσιτες και ανάερες, είναι σαν οπτασίες πολιτειών σαν τις
υπέρτατες εκείνες πατρίδες για τις οποίες μιλάει ο Λοτί και οι οποίες προβάλλουν
φαντασμαγορικές στα ύψη των οριζόντων.
Κανείς δρόμος
δεν φαίνεται να ανεβάζει σε αυτές, κι έχει κανείς την εντύπωση ότι αν φυσούσε ένας
δυνατός άνεμος θα τις ξερίζωνε και θα της κατρακυλούσε στην άβυσσο των
απύθμενων νερών. Έτσι αποξενωμένες από τον κόσμο και σχεδόν αβέβαιες μεταξύ του
αχανούς της θάλασσας, οι λευκες αυτές πολιτείες της Σαντορίνης έχουν μια
ομορφιά υπερκόσμια με κάτι μαζί, το δραματικό. Συλλογίζεται κανείς ότι δεν
στέκονται μόνο στο χείλος της αβύσσου αλλά και πάνω σε κοιμισμένα ηφαίστεια που
μπορούν, ξυπνώντας μια μέρα να τις τραντάξουν και να τις σωριάσουν κάτω σαν
χάρτινα καστέλια ή να τις σκεπάσουν μ ένα σάβανο στάχτης- όπως την πανάρχαια
Θήρα που ξέθαψε ο φον Χίλλερ …
Ενώ το πλοίο
μπαίνει στο ημικύκλιο των θεόρατων βράχων της νήσου, βλέπουμε δεξιά μας κι
απάνω στα βαθυγάλανα νερά της θάλασσας χαοτικούς σωρούς χαμηλών γηλόφων, των
οποίων τα σχήματα και η σύσταση θυμίζουν τα απορρίμματα εκείνα που βλέπει
κανείς κοντά σε μεγάλα εργοστάσια και που προέρχονται από τους φούρνους των. Θα
λεγε κανείς ότι από χρόνια και χρόνια έρχονται μεγάλα πλοία και αδειάζουν στο
σημείο αυτό της θάλασσας φορτία τέτοιων απορριμμάτων, καμένων κάρβουνων και
σκουριών, προερχομένων από όλα τα εργοστάσια της γης, σχηματίζοντας έτσι σιγά
σιγά, τους λοφίσκους αυτών των οποίων το απαίσιο και πένθιμο μαύρο χρώμα
λεκιάζει την θάλασσα. Είναι μας λένε το ηφαιστειογενή νησίδρια της Σαντορίνης,
οι διάφορες Καϋμένες που το ηφαίστειο στις εποχές της δράσεως του, διασκεδάζει
να εμφανίζει, να συνενώνει να διασκεδάζει να εμφανίζει και κάποτε να εξαφανίζει
πάλι από την επιφάνεια της θάλασσας.
Ανάμεσά τους διακρίνεται ένας λοφίσκος, βαθουλωμένος στην κορυφή του σε σχήμα κρατήρας,
και του οποίου το κοίλωμα έχει επιστρώσεις θειαφιού. Είναι το τελευταίο
ηφαίστειο του 1925, σήμερα χωρίς ίχνος καπνού ή φλόγας.
Η θέα των
νησιδρίων αυτών, που μοιάζουν απανθρακωμένα κάνει μια ζοφερή εντύπωση . Σωστά
νησίδρια του Διαβόλου – είναι η αιώνια απειλή που βαραίνει επί της Σαντορίνης. Υπό
τη γαλήνια επιφάνειά τους, μυστηριώδεις τρομερές δυνάμεις εργάζονται αδιάκοπα.
Σ ένα σημείο της ακτής των, τα νερά της θάλασσας είναι ζεστά. Αυτού, μας λένε
θα λάβει χώρα η νέα έκρηξη όταν οι δυνάμεις αυτές των εγκάτων της θάλασσας θα
ζητήσουν μία διέξοδο για τη λάβα που βράζει υπό το φλοιό της γης.
Πλέουμε πάνω
στα ακύμαντα λουλάκια νερά, υπό τους ίσκιους των πανύψηλων μαύρων και κάπου κάπου
κοκκινωπών βράχων της Σαντορίνης. Πλησιάζουμε στα Φηρά, την πρωτεύουσα που
λευκάζει πάνω στο χείλος των βράχων σε ύψος τριακοσίων πενήντα μέτρων. Το βλέμμα
αγκαλιάζει τώρα όλο σχεδόν το ημικύκλιο της νήσου. Πουθενά μια μικρή αμμουδιά
ένα μικρό ίσιωμα εδάφους πουθενά η παραμικρή βλάστηση! Αλλά επί χιλιόμετρα και
χιλιόμετρα, θεόρατα κάθετα τείχη ηφαιστειογενούς γης, ραβδωμένης από
διαφορετικά στρώματα λάβας και πετρωμάτων και γδαρμένης τυραννισμένης κομμένης
σαν με το μαχαίρι καθ όλο το μήκος του
νησιού…
Έχω την
αίσθηση ότι πλέω σε μία μαγική και παραμυθένια εσχατιά της γης, σε μία από τις εσχατιές
εκείνες του εφιάλτη και του δέους που περιγράφουν οι Χίλιες και Μία Νύκτες… Μακριά
στο εσωτερικό του νησιού, διαγράφεται στον ουρανό η κορυφή ενός βουνού, του
Προφήτη Ηλία, που αποτελείται από τη μόνη φυσιολογική και προηφαιστειακή γη την
οποία βρίσκει κανείς στη Σαντορίνη. Το βουνό αυτό υπήρξε ο ακίνητος θεατής των
πιο τρομερών γεωλογικών αναστατώσεων της γης. Σε μία εποχή απείρως μακρινή ήταν
μία από τις κορυφές της ηπείρου […]
Έχουμε φθάσει
στα Φηρά. Το επίνειο της αποτελείται από μερικά λευκά σπιτάκια και
τρωγλοδυτικές κατοικίες ανοιγμένες σε βιολεττιά ηφαιστειογενή βράχια. Η λέξη
επίνειο είναι ευφημισμός. Ούτε όρμος υπάρχει ούτε αμμουδιά. Τα λίγα σπίτια
είναι σφηνωμένα στα πόδια του θεόρατου βράχου κι ΄ένας κτιστός βραχίονας μόλου
είναι τόσο μικροσκοπικός ώστε μόλις χωρούν για να αράξουν πέντε δέκα βάρκες. Υψώνοντας
κανείς τα μάτια του βλέπει τον μαύρο βράχο της λάβας και της σκουριάς να
ανεβαίνει ως ένα ιλιγγιώδες ύψος στην κορυφή του οποίου λευκάζουν τα σπίτια των
Φηρών. Διερωτάσθε πως ανεβαίνουν πάνω εκεί;
Στην ακτή όμως
μας περιμένουν μερικά μουλάρια με τα σαμάρια τους σκεπασμένα με μαλακά
μαξιλάρια. Τα καβαλικεύουμε ξεπερνάμε τα λίγα σπιτάκια και τις τρωγλοδυτικές
κατοικίες των βράχων και παίρνουμε ένα ελικοειδή δρόμο, ανοιγμένο στο βράχο κι
όλο σκαλοπάτια ο οποίος είναι προφυλαγμένος από την πλευρά του βαράθρου μ ένα
ασβεστοχρισμένο τοίχο. Η ανάβαση του διαρκεί πιότερο από μισή ώρα γιατί ο δρόμος κάνει τόσες κορδέλες ώστε
βλέποντας επι ώρα κανείς πάνω από το κεφάλι του την κωμόπολη των Φηρών στο ίδιο
σχεδόν πάντα ύψος θεωρεί ότι προχωρεί επί τόπου
.[…]
Σ όλη την
κωμόπολη δεν είδα παρά μία ροδοδάφνη, κοντά στην μητρόπολη, μια ωραία ροδοδάφνη
εξαίσια ανθισμένη. Η μοναδική της παρουσία στη γη αυτής της λάβας και της στάχτης
όπου τα δέντρα και τα λουλούδια δεν φυτρώνουν είχε κάτι το εκτάκτως συγκινητικό….
[…] το βαπόρι
μου μας είχε φέρει φαινότανε σαν ένα ασήμαντο ακάτιο από το κάθετο ύψος των
τριακοσίων πενήντα μέτρων που το αγναντεύαμε …[..]
Μία απέραντη
γαλήνη είναι επικαθισμένη σαν άλλη στάχτη ηφαιστείου πάνω στην παράδοξο αυτή
νήσο, της οποίας βάθρο είναι μία αδιάκοπη και τρομερή απειλή. Η ζωή του λοιπού
κόσμου μοιάζει σαν κάτι απείρως μακρινό, το μυθικό σχεδόν. Ένα αίσθημα
απομονώσεως και εξορίας πλημμυρίζει την ψυχή του ανθρώπου που θεάται από την
απόκοσμη αυτή σκοπιά το προαιώνιο, και σιωπηλό θέατρο ενός των μεγαλύτερων
δραμάτων της φύσεως. Αισθάνεται κανείς ότι εδώ που βρίσκεται δεν μπορεί να
συμβεί τίποτα άλλο εκτός από μία φρικτή καταστροφή ….!»