Έως «τρίτου ουρανού»,
αγαπητοί μου αδελφοί, μας ανέβασε σήμερα, μέσα από το Αποστολικό Ανάγνωσμα που
ακούσαμε, η αγία μας Εκκλησία. Ήταν παρμένο από τη δεύτερη επιστολή του
Αποστόλου Παύλου στους χριστιανούς της Κορίνθου και αποτελεί ένα από τα
συγκλονιστικότερα σημεία της επιστολής του.
Πριν πούμε όμως άλλα πάνω σ’ αυτό,
ας ακούσουμε στη δική μας απλή γλώσσα ξανά το περιεχόμενό του:
Γράφει λοιπόν ο
Απόστολος Παύλος τα εξής: «Αδελφοί μου, ο Θεός και Πατέρας του Κυρίου μας Ιησού
Χριστού -ας είναι ευλογημένο το όνομά Του στους αιώνες- ξέρει ότι δεν λέω
ψέματα. Στη Δαμασκό, ο διοικητής-εκπρόσωπος του βασιλιά Αρέτα έβαλε φρουρούς σε
όλη την πόλη για να με συλλάβει. Μέσα όμως από ένα άνοιγμα του τείχους με
κατέβασαν με καλάθι και ξέφυγα από τα χέρια του. Δεν με συμφέρει βέβαια να
καυχηθώ· θα το κάνω όμως, γιατί πρόκειται για οράματα κι αποκαλύψεις που μου
χάρισε ο Κύριος. Ξέρω έναν άνθρωπο πιστό, ο οποίος πριν από δεκατέσσερα χρόνια
ανυψώθηκε μέχρι και τον τρίτο ουρανό -δεν ξέρω αν ήταν με το σώμα του ή χωρίς το
σώμα, αυτό ο Θεός το ξέρει. Ξέρω ότι αυτός ο άνθρωπος -ή ήταν με το σώμα ή
χωρίς το σώμα δεν το ξέρω, ο Θεός το ξέρει- μεταφέρθηκε με μιας στον παράδεισο
κι άκουσε λόγια που δεν μπορεί ούτε επιτρέπεται να τα πει άνθρωπος. Γι’ αυτόν
τον άνθρωπο αν καυχηθώ δεν θα φανώ ανόητος, γιατί θα πω την αλήθεια. Το
αποφεύγω όμως, μήπως εξαιτίας του μεγαλείου των αποκαλύψεων, με θεωρήσει κανείς
παραπάνω απ’ αυτό που βλέπει ή ακούει από μένα. Για να μην υπερηφανεύομαι όμως,
ο Θεός μου έδωσε ένα αγκάθι στο σώμα μου, έναν υπηρέτη του σατανά να με
ταλαιπωρεί, ώστε να μην υπερηφανεύομαι. Γι’ αυτό το αγκάθι, τρείς φορές
παρακάλεσα τον Κύριο να το διώξει από πάνω μου. Η απάντησή Του ήταν: «Σου αρκεί
η χάρη μου, γιατί η δύναμή μου φανερώνεται στην πληρότητά της μέσα σ’ αυτή την αδυναμία
σου». Με περισσότερη ευχαρίστηση, λοιπόν, θα καυχηθώ για τις ταλαιπωρίες μου,
για να κατοικήσει μέσα μου ή δύναμη του Χριστού»(Β΄ Κορινθίους, κεφ.
11, στίχ. 31-33 & κεφ. 12, στίχ. 1-9).
Αιτία για τη συγγραφή
της δεύτερης επιστολής του Παύλου στους Κορίνθιους, αποτέλεσαν οι συκοφαντίες
που έσπειραν μεταξύ των χριστια-νών της πόλης, Ιουδαίοι από την Παλαιστίνη,
άνθρωποι με κακία και ζήλεια για τον Απόστολο. Τον κατηγόρησαν ως κακόβουλο
γυρολόγο, που παραπλανούσε τους αφελείς με τις «νεωτερίστικες» διδασκαλίες του·
και δυστυχώς κάποιοι τους πίστεψαν. Για μια ακόμη φορά, ο Παύλος, αναγκάστηκε
να υπερασπιστεί την αποστολική του ιδιότητα, αυτήν που είχε λάβει με θαυμαστό
τρόπο από τον ίδιο τον Κύριο.
Έτσι, αφού αναφέρθηκε
όπως ακούσαμε, σε λίγα από όσα έπαθε για την αγάπη του Χριστού, προχώρησε στην
αποκάλυψη ενός «μυστικού» που τό ‘χε καλά κρυμμένο μέσα στην ταπεινή ψυχή του:
την αρπαγή του στον Παράδεισο. Είχε συμβεί δεκατέσσερα χρόνια πριν, μα πρώτη
φορά το αποκάλυπτε ο κορυφαίος Απόστολος, όχι για να καυχηθεί αλλά για να
ωφελήσει τις σκανδαλισμένες ψυχές. Πράγματι, ο Θεός ανύψωσε τον ακούραστο
εργάτη του Ευαγγελίου πέρα από τον υλικό ουρανό. Βρέθηκε με μιας στον Παράδεισο
κι εκεί αξιώθηκε να δει και να ακούσει πράγματα εξαίσια!
Αδυνατεί ο ίδιος να
περιγράψει τη δόξα της Βασιλείας του Θεού! Με παιδική απλότητα μόνο μας λέει:
«...μεταφέρθηκε με μιας στον παράδεισο κι άκουσε λόγια που δεν μπορεί ούτε
επιτρέπεται να τα πει άνθρωπος». Αυτήν την εμπειρία είχε σίγουρα στο νου του,
όταν στην προηγούμενη επιστολή του στους ίδιους, είχε πάλι αποκαλύψει: «Μάτι
ανθρώπου δεν είδε, αυτί ανθρώπου δεν άκουσε και στην καρδιά του ανθρώπου δεν
γεννήθηκε ποτέ τέτοια επιθυμία, σαν αυτά που έχει ετοιμάσει ο Θεός στη Βασιλεία
Του γι’ αυτούς που τον αγαπούν» (Α΄ Κορ. 2,9). Μ’ αυτή του την τελευταία φράση
«...γι’ αυτούς που Τον αγαπούν», μας αποκάλυψε και το «κλειδί» της «πύλης» της ουράνιας Βασιλείας του Θεού.
Η αγάπη στον Θεό
Πατέρα μας, είναι αυτή που θα μας καταστήσει κληρονόμους της Βασιλείας Του.
Αγάπη όμως ολοκληρωτική, όπως την περιέγραψε ο ίδιος ο Κύριός μας Ιησούς
Χριστός στο Ευαγγέλιό Του όταν ρωτήθηκε για το ποιά είναι η σπουδαιότερη
εντολή: «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ’ όλης της καρδίας σου και εξ’ όλης
της ψυχής σου και εξ’ όλης της διανοίας σου και εξ’ όλης της ισχύος σου. Αύτη
πρώτη εντολή». Και να συμπληρώσει αμέσως μετά κάτι που δεν πρέπει να ξεχνούμε:
«και δευτέρα ομοία, αύτη· αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» (Μαρκ. 12,30).
Ας αγαπήσουμε λοιπόν
τον Θεό Πατέρα μας, ας αγαπήσουμε τον συν-άνθρωπό μας, για να αξιωθούμε κι
εμείς όλων εκείνων των εξαίσιων, που η αγάπη του Θεού έχει ετοιμάσει στη
Βασιλεία Του για όλους μας. Αμήν.
αρχιμ.Διονύσιος Ανθόπουλος