θά ἔρθει ἡ φοβερή ἐκείνη ὥρα...
Ἁγίου Μπριαντσανίνωφ
Θά
ἔρθει ἡ φοβερή ἐκείνη ἡμέρα, θά ἔρθει ἡ φοβερή ἐκείνη ὥρα, κατά τήν
ὁποία ὅλες μου οἱ ἁμαρτίες θά σταθοῦν γυμνές μπροστά στον Θεό-Κριτή,
μπροστά στούς ἀγγέλους Του, μπροστά στήν ἀνθρωπότητα. Καθώς
προαισθάνομαι ποιά θά εἶναι τότε ἡ κατάσταση τῆς ψυχῆς μου, κυριεύομαι
ἀπό φρίκη. Κάτω ἀπό τήν ἐπίδραση τοῦ ἰσχυροῦ αὐτοῦ προαισθήματος, μέ
τρόμο σπεύδω νά ἐξετάσω τόν ἑαυτό μου, σκύβοντας πάνω ἀπό τό βιβλίο τῆς
συνειδήσεώς μου. Ἐκεῖ εἶναι γραμμένες οἱ ἁμαρτίες πού ἔκανα μέ τά ἔργα,
μέ τά λόγια καί μέ τή διάνοια. Τά
βιβλία πού μένουν γιά πολύν καιρό ἀδιάβαστα στίς βιβλιοθῆκες,
σκεπάζονται ἀπό σκόνη καί καταστρέφονται ἀπό τόν σκόρο. Ὅταν παίρνω στά
χέρια μου ἕνα τέτοιο βιβλίο, δυσκολεύομαι πολύ νά τό διαβάσω. Σέ
παρόμοια κατάσταση βρίσκεται καί ἡ συνείδησή μου.
Καθώς γιά πολύν καιρό
ἔμεινε ἀνεξέταστη, μέ πολύ κόπο τήν ἀνοίγω. Καί ἀνοίγοντάς την, μένω
ἀνικανοποίητος, γιατί δέν βρίσκω, ὅ,τι θά ἤθελα. Μόνο τά χοντρά
γράμματα, μέ τά ὁποῖα καταγράφηκαν τά βαριά ἁμαρτήματα, διαβάζονται μέ
κάποια εὐκολία. Τά ψιλά γράμματα, πού εἶναι πλῆθος, ἔχουν σχεδόν σβηστεῖ, κι ἔτσι δέν μπορῶ νά μάθω τί εἶχε γραφεῖ μ᾿ αὐτά. Ὁ Θεός, μόνο ὁ Θεός, μπορεῖ νά ἀποκαταστήσει τά μισοσβησμένα γράμματα καί νά ἀπαλλάξει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν πονηρή συνείδηση1.
Μόνο ὁ Θεός μπορεῖ νά χαρίσει στόν ἄνθρωπο τή δυνατότητα νά βλέπει τίς
ἁμαρτίες του, τίς πολλές καί τή μία –τή μαγάλη πτώση του, στήν ὁποία
βρίσκεται ἡ ρίζα, ὁ σπόρος, τό ἔμβρυο ὅλων, γενικά τῶν ἁμαρτιῶν. Ζητώντας
τή βοήθεια τοῦ πολυέλεου καί παντοδύναμου Θεοῦ, μέ ὁλόθερμη προσευχή,
μέ προσευχή πού συνοδεύεται ἀπό νηστεία διακριτική καί πένθος καρδιακό,
ἀνοίγω πάλι τό βιβλίο τῆς συνειδήσεως. Κοιτάζω πάλι τό πλῆθος καί τό
βάρος τῶν ἁμαρτιῶν μου. Ποιές ἦταν οἱ συνέπειές τους; Διαπιστώνω πώς «οἱ ἀνομίες μου ὑψώθηκαν πάνω ἀπό τό κεφάλι μου, σάν βαρύ φορτίο μέ καταπιέζουν»2.
«Ἔπεσαν πάνω μου οἱ ἀνομίες μου, καί δέν μπορῶ νά δῶ, γιατί εἶναι
περισσότερες κι ἀπό τίς τρίχες τῆς κεφαλῆς μου. Ἡ δύναμη τῆς καρδιᾶς μου
μέ ἐγκατέλειψε»3.
Συνέπειες τῆς ἁμαρτωλῆς ζωῆς εἶναι ἡ τύφλωση τοῦ νοῦ, ἡ σκληρότητα καί ἡ
ἀναισθησία τῆς καρδιᾶς. Ὁ νοῦς τοῦ ἀδιόρθωτου ἁμαρτωλοῦ δέν βλέπει οὔτε
τό καλό οὔτε τό κακό. Ἡ καρδιά του στερεῖται τήν πνευματική της
αἴσθηση. Ἔτσι, κι ἄν ἀκόμα ὁ ἄνθρωπο αὐτός ἀφήσει τήν ἁμαρτωλή ζωή καί
ἐπιστρέψει στήν εὐσεβή διαγωγή, ἡ καρδιά, σάν νά εἶναι ξένη, δέν
συναισθάνεται ὅτι ἔκανε στροφή πρός τόν Θεό. Ὅταν,
μέ τήν ἐνέργεια τῆς θείας χάριτος, ἀποκαλυφθεῖ στόν ἀγωνιστή τό πλῆθος
τῶν ἁμαρτημάτων του, τότε αὐτός δέν μπορεῖ παρά νά ἔρθει σέ πλήρη
ἀμηχανία, νά βυθιστεῖ σέ ἀπερίγραπτη λύπη. «Ἡ καρδιά μου ταράχθηκε, ἡ δύναμή μου μέ ἐγκατέλειψε· ἔχασα ἀκόμα καί τό φῶς τῶν ματιῶν μου»4. «Τά σπλάχνα μου γέμισαν πόνο»5. Ὅλη μου ἡ ὕπαρξη, δηλαδή, γέμισε ἀπό τή συνήθεια τῆς ἁμαρτίας, συνήθεια πού βίαια μέ παρασύρει σέ νέες πτώσεις. «Ἀπό τήν ἀφροσύνη μου, βρώμισαν καί σάπισαν οἱ πληγές μου»6. Τά ἁμαρτωλά πάθη, δηλαδή, ἐξαιτίας τῆς ἀσύνετης ζωῆς μου, ρίζωσαν στήν ψυχή μου καί τήν ἔβλαψαν οἰκτρά. «Δέν ὑπάρχει πιά θεραπεία γιά τό κορμί μου»7. Δέν μπορεῖ, δηλαδή, ἡ ὕπαρξή μου, πού μολύνθηκε ὅλη ἀπό τήν ἁμαρτία, νά ξαναβρεῖ τήν ὑγεία της μόνο μέ τή δική μου προσπάθεια. Σάν κλέφτης μέ πλησιάζει, κλέφτης μέ τό πρόσωπό του καλυμμένο. «Τά λόγια του εἶναι πιό ἁπαλά κι ἀπό τό λάδι»8. Μοῦ λέει τό ψέμα. Μοῦ προτείνει τήν ἀνομία. Φαρμάκι στάζουν τά χείλη του. Θανατηφόρο κεντρί εἶναι ἡ γλώσσα του. “Ἀπόλαυσε!”, ψιθυρίζει μέ ψεύτικη γλυκύτητα. “Εἶναι ἀπαγορευμένη σ᾿ ἐσένα ἡ ἀπόλαυση; Γιατί; Τί ἁμαρτία ὑπάρχει σ᾿ αὐτήν; Ἀπόλαυσε, λοιπόν!”. Ἔτσι μέ παρακινεῖ αὐτός ὁ κλέφτης, αὐτός ὁ κακοῦργος, στήν καταπάτηση τῆς ἐντολῆς τοῦ παναγάθου Θεοῦ. Δέν
θά ἔπρεπε νά δίνω καμιά σημασία στά λόγια του. Γνωρίζω τή μοχθηρία του,
γνωρίζω τή φονική του διάθεση. Ἀλλά μιά ἀκατανόητη ἀδυναμία μέ νικᾶ,
μιά ἀδυναμία θελήσεως! Δίνω προσοχή στά λόγια τῆς ἁμαρτίας. Κοιτάζω τόν
ἀπαγορευμένο καρπό. Μάταια ἡ συνείδησή μοῦ θυμίζει πώς ἡ γεύση τοῦ
καρποῦ αὐτοῦ εἶναι συνάμα καί γεύση τοῦ θανάτου. Ὅταν
δέν ὑπάρχει καρπός ἀπαγορευμένος μπροστά στά μάτια μου, ζωγραφίζεται
ξαφνικά στή φαντασία μου. Ζωγραφίζεται ἔντονα σάν ἀπό ἕνα μαγικό χέρι. Ἡ
καρδιά ἑλκύεται ἀπό τή σκανδαλιστική φαντασίωση ὅπως ἀπό μιά ζωντανή
πόρνη, πού μέ τά προκλητικά ροῦχα καί στολίδια της βάζει σέ πειρασμό καί
αἰχμαλωτίζει. Ἡ
ἁμαρτία κρύβει μέ κάθε ἐπιμέλεια τή θανατηφόρα ἐνέργειά της. Κι ὅταν
δέν μπορεῖ νά καταφέρει τό φονικό χτύπημά της στό σῶμα, λόγω τῆς
ἀπουσίας ἄλλου σώματος, χτυπᾶ τήν καρδιά. Μέσα μου ἡ ἁμαρτία ἐνεργεῖ μέ τούς λογισμούς, ἐνεργεῖ μέ τά αἰσθήματα, ἐνεργεῖ μέ τή φαντασία. Παρατηρώντας
τόν ἑαυτό μου, τί συμπεραίνω; Ὅτι στήν ψυχή μου, σ᾿ ὅλη τήν ὕπαρξή μου,
κυριαρχεῖ ἡ φιλάμαρτη διάθεση. Αὐτή συμμαχεῖ μέ τήν ἁμαρτία, πού μοῦ
ἐπιτίθεται ἀπ᾿ ἔξω. Εἶμαι σάν τόν δεμένο, σάν τόν σφιχτά ἁλυσοδεμένο
ἄνθρωπο, πού ὅποιος θέλει τόν τραβάει ἀπό δῶ κι ἀπό κεῖ, καθώς αὐτός δέν
ἔχει τή δυνατότητα ν᾿ ἀντισταθεῖ. Ἡ ἁμαρτία κατόρθωσε κάποτε νά εἰσχωρήσει στόν παράδεισο. Πρότεινε στούς προπάτορές μας νά δοκιμάσουν τόν ἀπαγορευμένο καρπό9.
Καί τούς ἐξαπάτησε, παραδίνοντάς τους στόν αἰώνιο θάνατο. Τό ἴδιο κάνει
καί σ᾿ ἐμένα, τόν ἀπόγονο τῶν πρωτοπλάστων: Διαρκῶς μοῦ προτείνει νά
δοκιμάσω τόν ἀπαγορευμένο καρπό, διαρκῶς προσπαθεῖ νά μέ ἐξαπατήσει, νά
μέ πείσει, νά μέ καταστρέψει. Ὁ
Ἀδάμ καί ἡ Εὔα ἀμέσως μετά τήν πτώση τους διώχθηκαν ἀπό τόν παράδεισο.
Ἐξορίστηκαν στή γῆ τῆς ταλαιπωρίας, τοῦ θρήνου καί τῆς δυστυχίας10.
Σέ τέτοια γῆ γεννήθηκα, σέ τέτοια γῆ ζῶ. Αὐτό, ὡστόσο, δέν μέ
δικαιολογεῖ. Γιατί ἐδῶ μοῦ ἔφερε ὁ Λυτρωτής τόν παράδεισο. Μοῦ τόν ἔφερε
καί μοῦ τόν φύτεψε στήν καρδιά. Μά ἐγώ μέ τήν ἁμαρτία τόν ξερίζωσα καί
τόν ἔβγαλα ἀπό τήν καρδιά μου. Ἐκεῖ τώρα βρίσκεται τό καλό ἀναμειγμένο
μέ τό κακό. Ἐκεῖ διεξάγεται ἀκατάπαυστος πόλεμος ἀνάμεσα στό καλό καί τό
κακό. Ἐκεῖ συγκρούομαι μέ ἀναρίθμητα πάθη. Ἐκεῖ προγεύομαι τά αἰώνια
βάσανα τοῦ ἅδη. Εἶμαι
ἀπόγονος τοῦ Ἀδάμ –βλέπω μέσα μου τήν ἀπόδειξη: Διατηρῶ τήν κλίση του
πρός τό κακό. Ἀποδέχομαι τίς προτάσεις τοῦ πλάνου, μολονότι γνωρίζω καλά
ὅτι μέ ἐξαπατᾶ καί σχεδιάζει τή θανάτωσή μου. Μάταια
ἐνοχοποιῶ τούς προπάτορές μου ὡς κληροδότες τῆς ἁμαρτίας. Γιατί ὁ
Λυτρωτής μέ ἐλευθέρωσε ἀπό τήν αἰχμαλωσία τῆς ἁμαρτίας. Ἔτσι, λοιπόν,
ἁμαρτάνω πιά ὄχι ἀναγκαστικά ἀλλά αὐτοπροαίρετα. Οἱ
προπάτορες, μέσα στόν παράδεισο, ἁμάρτησαν μιά μόνο φορά, καταπάτησαν
μιά μόνο ἐντολή τοῦ Θεοῦ. Ἐγώ, μέσα στήν ἀγκαλιά τῆς Ἐκκλησίας τοῦ
Χριστοῦ, καταπατῶ διαρκῶς ὅλες τίς θεῖες ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Θεοῦ
καί Σωτήρα μου. Τή
μιά ἡ ψυχή μου συνταράζεται ἀπό τήν ὀργή καί τή μνησικακία! Μέ τή
φαντασία μου βλέπω τό σπαθί ν᾿ ἀστράφτει πάνω ἀπό τό κεφάλι τοῦ ἐχθροῦ
μου, καί τότε ἡ καρδιά μου μεθᾶ ἀπό ἐκδικητική ἱκανοποίηση. Τήν ἄλλη
βλέπω μπροστά μου σωρούς τό χρυσάφι! Πίσω τους ξεπροβάλλουν ἡ πολυτέλεια
καί ἡ χλιδή, ἡ διασκέδαση καί ἡ ἡδονή, ἡ ματαιοδοξία καί ἡ αὐταρέσκεια,
ὅλα ὅσα ἐξασφαλίζονται μέ τό χρυσάφι, αὐτό τό εἴδωλο πού λατρεύεται ἀπό
τόν φιλάμαρτο ἄνθρωπο, ἐπειδή τοῦ ἱκανοποιεῖ τίς μάταιες ἐπιθυμίες. Τήν
ἄλλη, πάλι, ἑλκύομαι ἀπό τήν ἐξουσία καί τή δόξα! Φαντάζομαι ὅτι
κυβερνῶ χῶρες καί λαούς, οἱ ὁποῖοι μέ τιμοῦν, ἐπειδή τούς παρέχω φθαρτά
ἀγαθά. Κάποτε βλέπω στρωμένα μπροστά μου τραπέζια μέ ἀχνιστά καί
μοσχοβολιστά φαγητά! Εἶναι ἀστεῖο καί συνάμα θλιβερό –τά ἀπολαμβάνω
νοερά!– Εἶναι καί ἄλλες φορές πού μ᾿ ἀρέσει νά φαντάζομαι πώς εἶμαι
ἐνάρετος! Ἡ ἀλήθεια εἶναι πώς ἡ καριά μου οἰκειοποεῖται μέ ὑποκρισία ἤ
μέ αὐταπάτη τήν ἀρετή μόνο καί μόνο γιά νά προκαλέσει τόν ἀνθρώπινο
ἔπαινο. Ἀσταμάτητα
βράζουν καί ἐνεργοῦν μέσα μου τά πάθη· τό ἕνα μέ διεκδικεῖ ἀπό τό ἄλλο
καί τό ἕνα μέ παραδίνει στό ἄλλο. Ἐντούτοις, δέν βλέπω, δέν
ἀντιλαμβάνομαι, δέν συναισθάνομαι τήν ἐλεεινή κατάστασή μου! Τόν νοῦ μου
τόν σκεπάζει τό πυκνό σκοτάδι τῆς ἀγνωσίας. Τήν καρδιά μου τήν πλακώνει
ἡ βαριά πέτρα τῆς ἀναισθησίας. Θά
συνέλθει, ἄραγε, ὁ νοῦς μου; Θά θελήση νά στραφεῖ πρός τό καλό; Μά κι
ἄν αὐτός θελήσει, ἀρνεῖται ἡ καρδιά μου, πού ἔχει ἀποκτήσει ἐπιθυμίες
κτηνώδεις, ἀρνεῖται τό σῶμα μου, πού ἔχει συνηθίσει στίς ἁμαρτωλές
ἀπολαύσεις. Ξεχνῶ πώς ἔχω πλαστεῖ γιά τήν αἰωνιότητα. Ξεχνῶ πώς οἱ
φυσικές ἐφέσεις μου εἶναι οἱ πνευματικές, οἱ θεῖες. Ξεχνῶ πώς οἱ
κτηνώδεις ἐπιθυμίες εἶναι ἀφύσικες, εἶναι ἡ ἀρρώστια πού χτύπησε τόν
ἄνθρωπο μετά τήν προπατορική πτώση. Προπτωτικά,
ὁ νοῦς, ἡ καρδιά καί τό σῶμα –μέρη τά ὁποία ἀποτελοῦν τήν ὕπαρξη μου–
βρίσκονταν σέ λειτουργική ἑνότητα. Μεταπτωτικά, ὅμως ἡ ἑνότητα αὐτή
διασπάστηκε. Τώρα τά μέρρη αὐτά ὄχι ἁπλῶς ἐνεργοῦν αὐτόνομα, ἀλλά καί
ἀλληλοσυγκρούονται. Σέ πρόσκαιρη συμφωνία –συμφωνία θεομίσητη– ἔρχονται
μόνο ὅταν ὑπηρετοῦν τήν ἁμαρτία. Αὐτή
εἶναι ἡ κατάσταση μου –νεκρή ψυχή σέ ζωντανό σῶμα! Καί ὅμως, εἶμαι
ἱκανοποιημένος! Νιώθω ἱκανοποιημένος ὄχι ἀπό ταπείνωση, ἀλλά ἐξαιτίας
τῆς τυφλότητας καί τῆς σκληρότητάς μου. Ἡ ψυχή δέν συναισθάνεται τή
νέκρωσή της. Οὔτε καί τό σῶμα ἀντιλαμβάνεται τή νέκρωση τῆς ψυχῆς, ἀπό
τήν ὁποία χωρίζεται μέ τόν θάνατο. Ἄν εἶχα ἐπίγνωση τῆς καταστάσεώς μου,
θά βρισκόμουνα σέ διαρκή μετάνοια! Ἄν συνειδητοποιοῦσα τή νέκρωσή μου,
θά φρόντιζα γιά τήν ἀνάστασή μου! Εἶμαι
ὅλος παραδομένος στίς ἐγκόσμιες μέριμνες. Λίγο νοιάζομαι γιά τήν
πνευματική μου συμφορά. Κρίνω αὐστηρά τό παραμικρό σφάλμα τοῦ πλησίον,
κι ἄς εἶμαι ὁ ἴδιος βυθισμένος στήν ἁμαρτία, τυφλωμένος ἀπό τήν ἁμαρτία,
μετασχηματισμένος ἀπό τήν ἁμαρτία σέ στήλη ἅλατος, ὅπως ἡ γυναίκα τοῦ
Λώτ11, ἀνίκανος γιά κάθε πνευματική ἐνέργεια. Δέν
ἔχω μετάνοια, γιατί δέν βλέπω τήν ἁμαρτία μου. Καί δέν βλέπω τήν
ἁμαρτία μου, γιατί ἀκόμα τήν ὑπηρετῶ. Κανένας δέν μπορεῖ νά δεῖ τήν
ἁμαρτία, ὅσο τή γεύεται, ὅσο τήν ἀπολαμβάνει ἔστω καί μόνο μέ τόν νοῦ
καί τήν καρδιά του. Τήν ἁμαρτία μπορεῖ νά τήν
ἀντιληφθεῖ μόνο ἐκεῖνος πού ἑκούσια καί ἀποφασιστικά διαλύει τή φιλία
του μαζί της, ἐκεῖνος πού στέκεται φρουρός ἀκοίμητος στήν πύλη τῆς ψυχῆς
του μέ γυμνό τό σπαθί τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖνος πού ἀδίστακτα
θανατώνει μ᾿ αὐτό τό σπαθί τήν ἁμαρτία, μ᾿ ὅποια μορφή κι ἄν τόν
πλησιάσει. Ὅποιος
πραγματοποιήσει αὐτό τό μεγάλο κατόρθωμα, ὅποιος δηλαδή μισήσει τήν
ἁμαρτία καί πάρει μακριά της τόν νοῦ, τήν καρδιά καί τό σῶμα του, θά
λάβει ἀπό τόν Θεό ἕνα ἐξαιρετικό χάρισμα: Νά βλέπει τήν ἁμαρτία του! Μακαριά εἶναι ἡ ψυχή πού συνειδητοποίησε πώς ἡ ἁμαρτία φωλιάζει μέσα της! Μακάρια εἶναι ἡ ψυχή πού, συνειδητοποιώντας τή δική της ἁμαρτία, ἀντιλήφθηκε τήν πτώση τῶν προπατόρων! Μακάρια εἶναι ἡ ψυχή πού διαπίστωσε πώς ἔχει κληρονομήσει τά χαρακτηριστικά τοῦ παλαιοῦ Ἀδάμ! Ἡ
θέαση τῆς ἁμαρτίας τῆς ψυχῆς εἶναι θέαση πνευματική, θέαση νοερή. Τήν
ἀξιώνεται ὁ νοῦς μόνο ὅταν θεραπευθεῖ ἀπό τήν τύφλωσή του μέ τήν
ἐνέργεια τῆς θείας χάριτος. Μέ
τήν προσευχή, τή νηστεία καί τίς γονυκλισίες, ὅπως διδάσκει ἡ ἁγία
Ἀνατολική Ἐκκλησία μας, ἄς ζητᾶμε ἀπό τόν Θεό τό χάρισμα νά βλέπουμε τήν
ἁμαρτία μας. Μακάρια
εἶναι ἡ ψυχή πού διαρκῶς μαθητεύει στόν νόμο τοῦ Θεοῦ! Ἐκεῖ μπορεῖ νά
δεῖ τά χαρακτηριστικά τοῦ νέου ἀνθρώπου, τήν ὡραιότητα τοῦ νέου Ἀδάμ,
καί νά μεταμορφωθεῖ μέ πρότυπο Ἐκεῖνον. Μακάρια
εἶναι ἡ ψυχή πού ἀγόρασε τόν ἀγρό τῆς μετάνοιας, νεκρώνοντας τόν ἑαυτό
της ὡς πρός κάθε ἁμαρτωλή δραστηριότητα. Σ᾿ αὐτόν τόν ἀγρό θά βρεῖ τόν
ἀνεκτίμητο θησαυρό τῆς σωτηρίας. Ἄν
ἀγόρασες τόν ἀγρό τῆς μετάνοιας, παραδώσου μέ κλάμα παιδικό στόν Θεό,
χωρίς νά Του ζητήσεις τίποτα. Παραδώσου μέ αὐταπάρνηση στό θέλημά Του. Θυμήσου
καί ἀναλογίσου πώς ἐσύ εἶσαι πλάσμα καί ὁ Θεός εἶναι Πλάστης.
Παραδώσου, λοιπόν, χωρίς ὅρους στό θέλημα τοῦ Πλάστη. Πρόσφερέ Του μαζί
μέ τά παιδικά σου δάκρυα καί τή σιωπηλή σου καρδιά, καρδιά ἕτοιμη ν᾿
ἀκολουθήσει τό θέλημά Του καί νά σφραγιστεῖ ἀπό τό θέλημά Του. Κι ἄν ἡ
πνευματική σου νηπιότητα δέν σοῦ ἐπιτρέπει νά βυθιστεῖς στή σιωπή καί νά
κλάψεις μπροστά στόν Θεό, πρόσφερέ Του τήν ταπεινή σου προσευχή. Ζήτησέ
Του νά συγχωρήσει τίς ἁμαρτίες σου καί νά σέ θεραπεύσει ἀπό τά πάθη,
τίς φοβερές αὐτές ἀδυναμίες πού δημιουργοῦνται καί ριζώνουν στήν ψυχή
ἀπό ἑκούσιες καί γιά μεγάλο χρονικό διάστημα ἐπαναλαμβανόμενες ἁμαρτίες.
Μακάρια εἶναι ἡ ψυχή πού ἔνιωσε πώς εἶναι ἁμαρτωλή καί ἐλεεινή. Μακάρια εἶναι ἡ ψυχή πού παραδέχθηκε πώς εἶναι ἐντελῶς ἀνάξια τοῦ Θεοῦ! Ἡ ψυχή αὐτή βρίσκεται ἀληθινά στόν δρόμο τῆς σωτηρίας. Ἀπεναντίας,
ὅποιος θεωρεῖ τόν ἑαυτό του ἄξιο τοῦ Θεοῦ, ὁποιος ἰσχυρίζεται ὅτι
μπορεῖ νά δεχθεῖ, νά δεῖ καί ν᾿ ἀκούσει τόν Κύριο, ὅποιος νομίζει πώς
εἶναι ἕτοιμος νά ἀποκτήσει τή θεία χάρη, αὐτός βρίσκεται μέσα στήν
αὐταπάτη. Αὐτός εἶναι ἀνεβασμένος στόν πανύψηλο βράχο τοῦ ἐγωισμοῦ, ἀπό
τόν ὁποῖο θά πέσει στή σκοτεινή χαράδρα τῆς καταστροφῆς. Ἐκεῖ πέφτουν
ὅλοι ὅσοι στέκονται μέ ὑπερηφάνεια μπροστά στόν Θεό, ὅσοι τολμοῦν
ἀδιάντροπα νά θεωροῦν τόν ἑαυτό τους ἄξιο τοῦ Θεοῦ, ὅσοι, ἀπατημένοι ἀπό
τήν οἴηση λένε στόν Θεό: «Μίλα Κύριε! Ὁ δοῦλος Σου ἀκούει»12. Ὁ
νεαρός προφήτης Σαμουήλ ἄκουσε τόν Κύριο νά τόν καλεῖ. Καθώς, ὅμως δέν
θεωροῦσε τόν ἑαυτό του ἄξιο νά μιλήσει μέ τόν θεό, ἔτρεξε στόν γέροντα
ἱερέα Ἡλί γιά νά τόν συμβουλευθεῖ. Σέ δεύτερο κάλεσμα τοῦ Κυρίου, ὁ
προφήτης ξαναπῆγε στόν Ἡλί. Ὅταν αὐτό ἔγινε καί τρίτη φορά, ὁ γέροντας
κατάλαβε ὅτι ὁ Θεός ἦταν πού καλοῦσε τόν νέο. Γι᾿ αὐτό τόν συμβούλεψε,
ἄν ξανακούσει φωνή, νά ἀπαντήσει: «Μίλα Κύριε! Ὁ δοῦλος Σου ἀκούει»13. Τό
ἴδιο τολμᾶ νά πεῖ, μολονότι ἀπό κανέναν δέν καλεῖται, κι ἕνας
φαντασιοκόπος βυθισμένος στήν ὑπεροψία καί τήν ἡδυπάθεια. Μεθυσμένος ἀπό
τούς ὑπερήφανους λογισμούς του, ἀκούει μέσα του ἀνύπαρκτες φωνές καί
αἰσθάνεται ἀπατηλές παρηγοριές. Ἔτσι κολακεύει τήν ἀλαζονική καρδιά του.
Ἔτσι ἐξαπατᾶ καί τόν ἑαυτό του καί τούς εὔπιστους ὀπαδούς του14. Παιδί
τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, τῆς μιᾶς, τῆς ἁγίας, τῆς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας!
Στόν πνευματικό ἀγώνα σου χειραγωγήσου ἀπό τίς νουθεσίες τῶν θεοφόρων
πατέρων αὐτῆς τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ
Πατέρες σέ συμβουλεύουν, πρίν ἀνακαινιστεῖς ἀπό τή φανερή ἐνέργεια τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος, νά μήν παραδεχθεῖς κανένα ὅραμα, πού θά δεῖς, καί καμιά
φωνή, πού θ᾿ ἀκούσεις, ἀπ᾿ ἔξω ἤ μέσα σου, γιατί ἀποτελοῦν σαφεῖς
ἀφορμές αὐταπάτης καί πλάνης15. Κράτα
τόν νοῦ καθαρό ἀπό εἰκόνες καί λογισμούς. Διῶχνε ὅλες τίς ἐνθυμήσεις
καί τίς φαντασιώσεις πού τόν πλησιάζουν, γιατί αὐτές ἀντικαθιστοῦν τήν
ἀλήθεια μέ τό ψεῦδος. Ντυμένος μέ τή μετάνοια, νά στέκεσαι μέ φόβο καί
εὐλάβεια μπροστά στόν μεγάλο Θεό, πού μπορεῖ νά σέ καθαρίσει ἀπό τίς
ἁμαρτίες σου καί νά σέ ἀνακαινίσει μέ τό Πανάγιο Πνεῦμα Του. Αὐτό, ὅταν
ἔρθει, «θά σέ ὁδηγήσει σ᾿ ὅλη τήν ἀλήθεια»16. Μόνο
τό αἴσθημα τοῦ πένθους καί τῆς μετάνοιας χρειάζεται ἡ ψυχή πού
πλησιάζει τόν Κύριο γιά νά λάβει ἀπ᾿ Αὐτόν τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν της.
Νά ποιά εἶναι ἡ «ἀγαθή μερίδα»17!
Ἄν τή διάλεξες, μακάρι νά μήν τή χάσεις ποτέ! Μήν ἀνταλλάξεις αὐτόν τόν
θησαυρό μέ κούφια, ψεύτικα, βίαια καί ἀπατηλά αἰσθήματα. Μήν
καταστρέψεις τόν ἑαυτό σου, ἐξαπατώντας τον. «Ἄν κάποιοι ἀπό τούς Πατέρες», λέει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος, «ἔγραψαν
γιά τήν καθαρότητα καί τήν ὑγεία τῆς ψυχῆς, γιά τήν ἀπάθεια, γιά τή
θεωρία καί γιά ἄλλα τέτοια θέματα, τό ἔκαναν ὄχι γιά νά τά ἐπιζητήσουμε
καί νά τά προσδοκήσουμε πρόωρα. Γιατί λέει ἡ Γραφή: “Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ
δέν ἔρχεται μέ τρόπο πού νά προκαλεῖ τήν προσοχή τῶν ἀνθρώπων”18.
Ὅσοι βρέθηκαν μέ τέτοιο φρόνημα, κατέληξαν στήν ὑπερηφάνεια καί τήν
πτώση… Ἡ ἐπιζήτηση καί ἡ προσδοκία ὑψηλῶν θείων χαρισμάτων ἀπορρίπτεται
ἀπό τήν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ… Αὐτό δέν εἶναι ἀπόδειξη ἀγάπης πρός τόν Θεό, ἀλλά ψυχική ἀρρώστια»19. Ὅλοι
οἱ ἀληθινά ἅγιοι πιστεύουν πώς εἶναι ἀνάξιοι τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, ὅμως,
φανερώνουν ἀκριβῶς πώς εἶναι ἄξιοι. Καί ἡ ἡ ἀξία τους συνίσταται στήν
ταπεινοφροσύνη20. Ὅλοι
οἱ πλανεμένοι θεωροῦν πώς εἶναι ἄξιοι τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ἀποδεικνύουν τήν
ὑπερηφάνεια καί τή δαιμονική πλάνη τους. Σέ μερικούς ἀπ᾿ αὐτούς
παρουσιάζονται δαίμονες μεταμορφωμένοι σέ ἀγγέλους, τούς ὁποίους ἐκεῖνοι
δέχονται καί ἀκολουθοῦν. Σέ ἄλλους παρουσιάζονται δαίμονες μέ τήν
κανονική τους φρικτή μορφή καί προσποιοῦνται τούς ἡττημένους ἀπό τήν
προσευχή τάχα ἐκείνων, ὁδηγώντας τους ἔτσι στήν ὑψηλοφροσύνη. Καί σέ
ἄλλους προκαλοῦν διέγερση τῆς φαντασίας, ἔξαψη τοῦ αἵματος, ἔνταση τῶν
νεύρων, καταστάσεις τίς ὁποῖες ἐκεῖνοι δέχονται μέ αὐταρέσκεια ὡς θεῖες
ἐπισκέψεις. Ἔτσι, ἀφοῦ καταντήσουν σέ τέλειο σκοτισμό, ταυτίζονται ὡς
πρός τό πνεῦμα τους μέ τά πονηρά πνεύματα. Ὅταν
ἔχεις τήν ἀνάγκη τῆς συνομιλίας μέ τόν ἑαυτό σου, φέρνε μπροστά σου ὄχι
τό ψεῦδος, τήν αὐτάρεσκη κολακεία, ἀλλά τήν ἀλήθεια, τήν αὐτομεμψία.
Στήν κατάσταση πού βρισκόμαστε, κατάσταση πτώσεως, τά πικρά φάρμακα
εἶναι ἐκεῖνα πού μᾶς ὠφελοῦν. Ὅσοι κολακεύουν τόν ἑαυτό τους, παίρνουν
ἐδῶ, στή γῆ, τόν μισθό τους –τήν αὐταπάτη τους, τόν ἔπαινο καί τήν ἀγάπη
τοῦ κόσμου, πού ἐχθρεύεται τόν Θεό. Τίποτα δέν ἔχουν νά περιμένουν στήν
αἰωνιότητα παρά μόνο τήν καταδίκη. «Ἡ ἁμαρτία μου βρίσκεται πάντα μπροστά μου»21, ἔλεγε ὁ ἅγιος προφήτης Δαβίδ. Ἡ ἁμαρτία του ἦταν τό ἀντικείμενο τῆς ἀκατάπαυστης μελέτης του. «Θά ὁμολογήσω δημόσια τήν ἀνομία μου καί θά φροντίσω ν᾿ ἀπαλαγῶ ἀπό τήν ἁμαρτία μου»22.
Μολονότι ἡ ἁμαρτία του εἶχε πιά συγχωρεθεῖ καί ἡ χάρη τοῦ ἁγίου
Πνεύματος εἶχε ἐπιστρέψει στήν ψυχή του, ἡ αὐτομεμψία ἦταν συνέχεια στόν
νοῦ του καί στά χείλη του, ἡ ἐνοχή του ἦταν συνέχεια μπροστά στά μάτια
του. Μά κι αὐτό τοῦ φαινόταν λίγο. Γι᾿ αὐτό, ἀπό τή μεγάλη του μετάνοια,
ὁμολογοῦσε τήν ἁμαρτία του δημόσια, ὥστε νά τή μάθει ὅλη ἡ οἰκουμένη. Οἱ
ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ἰδιαίτερα οἱ ἐρημίτες, ὅταν
ἔφθαναν σέ ὑψηλά μέτρα ἀρετῆς, ὅλες τους τίς πνευματικές ἀσκήσεις τίς
συγχώνευαν σέ μία, τή μετάνοια. Ἡ μετάνοια κυριαρχοῦσε σ᾿ ὅλη τους τή
ζωή, σ᾿ ὅλη τους τή δραστηριότητα. Κι αὐτό γιατί ἔβλεπαν τήν ἁμαρτία
τους! Ρώτησαν
ἕναν ἀπό τούς μεγάλους ὁσίους Πατέρες ποιά πρέπει νά εἶναι ἡ ἐργασία
τοῦ μοναχοῦ πού ζεῖ ἡσυχαστικά. Κι ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε: «Ἡ
ψυχή σου, πού ἀξίζει γιά σένα περισσότερο ἀπ᾿ ὅλον τόν κόσμο, κείτεται
μπροστά σου θανατωμένη ἀπό τίς ἁμαρτίες, κι ἐσύ ρωτᾶς ποιά θά πρέπει νά
εἶναι ἡ ἐργασία σου; Ποιά ἄλλη μπορεῖ νά εἶναι ἀπό τόν κλαυθμό;»23. Ὁ
κλαυθμός καί τό πένθος εἶναι ἡ κύρια ἐργασία τοῦ ἀληθινοῦ ἐργάτη τοῦ
Χριστοῦ. Ὁ κλαυθμός καί τό πένθος εἶναι ὁ δρόμος του ἀπό τήν ἡμέρα πού
ἀρχίζει μέχρι τήν ἡμέρα πού τελειώνει τήν ἀσκηση, μέχρι τήν ἡμέρα,
δηλαδή, πού φεύγει ἀπ᾿ αὐτόν τόν κόσμο. Γιατί ἡ θέαση τῆς ἁμαρτίας μας
καί ἡ μετάνοια, πού γεννιέται στήν ψυχή μας ἀπ αὐτή τή θέαση, εἶναι
ἐργασία δίχως τέλος πάνω στή γῆ. Μέ
τή μετάνοια θεραπεύονται σταδιακά τά τυφλωμένα μάτια τοῦ νοῦ, ὁ ὁποῖος
ἀρχίζει λίγο-λίγο νά παρατηρεῖ ὅλη τή φθορά τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως.
Πρωτύτερα, μέσα στόν σκοτισμό του, δέν μποροῦσε καθόλου νά τή δεῖ. Κύριε!
Δῶσε μας τό χάρισμα νά βλέπουμε τίς ἁμαρτίες μας! Κάνε τό νοῦ μας νά
προσηλωθεῖ μόνο στίς προσωπικές μας ἁμαρτίες, νά μήν παρατηρεῖ πιά τίς
ἁμαρτίες τῶν ἄλλων, κι ἔτσι ὅλους τούς ἀνθρώπους νά τούς βλέπει καλούς. Κάνε
τήν καρδιά μας ν᾿ ἀφήσει καθέ βλαβερή μέριμνα γιά τίς ἀδυναμίες τῶν
ἄλλων καί νά μεριμνήσει μόνο γιά τήν καθαρότητά της, γιά τήν ἁγιότητα,
ὅπως πρόσταξες καί ὅπως οἰκονόμησες γιά μᾶς. Κάνε πάλι ὁλόλευκη τήν
πνευματική φορεσιά μας, πού καθαρίστηκε ἀπό τόν ρύπο τοῦ προπατορικοῦ
ἁμαρτήματος μέ τό νερό τοῦ Βαπτίσματος, ἀλλά πού ξαναλερώθηκε ἀπό τίς
κατοπινές ἁμαρτίες, καί χρειάζεται τώρα καθάρισμα μέ τό νερό τῶν
δακρύων. Κάνε νά δοῦμε, μέ τό φῶς τῆς χάριτός Σου, τίς ποικίλες
ἀδυναμίες μας, αὐτές πού ἐξουδετερώνουν τίς πνευματικές κινήσεις τῆς
καρδιᾶς μέ κινήσεις σαρκικές, κινήσεις ἀσυμβίβαστες μέ τή βασιλεία Σου. Δῶσε
μας, Κύριε, τό μεγάλο δῶρο τῆς μετάνοιας καί τό μεγάλο δῶρο τοῦ νά
βλέπουμε τίς ἁμαρτίες μας, δῶρα πού τό ἕνα γεννᾶ τό ἄλλο. Μ᾿ αὐτά τά δυό
μεγάλα δῶρα φύλαξέ μας ἀπό τήν αὐταπάτη, πού κυριεύει ὅσες ψυχές δέν
συναισθάνονται τήν ἁμαρτωλότητά τους, καί πού ὀφείλεται σέ ἀσυναίσθητη
ὑπερηφάνεια καί ὑποσυνείδητη ἡδυπάθεια. Μ᾿ αὐτά τά δυό μεγάλα δῶρα
κράτησέ μας στόν δρόμο Σου καί ἀξίωσέ μας νά φτάσουμε σ᾿ Ἐσένα, πού
δέχεσαι ὅσους ἀναγνωρίζουν πώς εἶναι ἁμαρτωλοί καί ἀπορρίπτεις ὅσους
νομίζουν πώς εἶναι δίκαιοι. Ἔτσι θά δοξάζουμε ἀκατάπαυστα, στήν αἰώνια
μακαριότητα, Ἐσένα, τόν μοναδικό ἀληθινό Θεό, τόν Λυτρωτή τῶν αἰχμαλώτων
καί τόν Σωτήρα τῶν πλανεμένων.
Ἀμην.
Τέλος καί τῇ Τρισηλίῳ Θεότητι κράτος,αἶνος καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν
Ἀπό τό βιβλίο “ΑΣΚΗΤΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ”
Τόμος Γ΄ Ἱερά Μονή Παρακλήτου Ὠρωπός Ἀττικῆς.
1 Βλ. Ἑβρ. Ι΄: 222Ψαλμ. 37 : 5.3Ψαλμ. 39 : 13.4Ψαλμ. 37 : 11.5Ψαλμ. 37 : 8.6Ψαλμ. 37 : 6.7Ψαλμ. 37 : 8.8Ψαλμ. 54 : 22.9Βλ. Γεν. Γ΄ : 1-6.10Βλ. Γεν. Γ΄ : 22-24.11Βλ. Γεν. Ιθ΄ : 26.12Α΄ Βασ. Γ΄ : 10.13Α΄ Βασ. Γ΄ : 4-10.14Βλ. Θωμᾶ Κεμπησίου, Ἡ μίμηση τοῦ Χριστοῦ, βιβλ. Γ΄, κεφ. β.15Βλ. Ὅσίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου, Περί τοῦ πῶς δεῖ καθέζεσθαι τόν ἡσυχάζοντα εἰς τήν εὐχήν καί μή ταχέως ἀνίστασθαι – Περί πλάνης. Ὅσιου Καλλίστου καί Ἰγνατίου τῶν Ξανθοπούλων, Μέθοδος καί κανών σύν Θεῷ ἀκριβής περί τῶν αἱρουμένων ἡσύχως βιῶναι καί μοναστικῶς, ογ΄.16Ἰω. ιστ΄ :13.17Λουκ. Ι΄ : 42. 18Πρβλ. Λουκ. Ιζ΄ : 20. 19Ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, Ἐπιστολή Δ΄, Πρός τόν ὅσιον πατέρα Συμεώνην τόν θαυματουργόν, 38.20Πρβλ. Ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, Λόγοι Ἀσκητικοί, ΛΣΤ΄, 5.21Ψαλμ. 50 : 5.22Ψαλμ. 37 : 19.23Πρβλ. Ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, ὅ.π., ΠΕ΄, 23α.
http://hristospanagia3.blogspot.gr/2014/10/blog-post_531.html