Κάποτε, καθώς περνοῦσε ἔξω ἀπό ἕνα
σπίτι, εἶδε ἀπό τ’ ἀνοιχτό παράθυρο τό νοικοκύρη νά κάθεται στό τραπέζι καί νά
τρώει μέ τή γυναίκα του καί τά παιδιά του.
Φαίνονταν πολύ φτωχοί. Παρατήρησε
ὅμως, ὅτι δίπλα σέ καθένα ἀπό τά μέλη τῆς οἰκογένειας παραστεκόταν κι ἀπό ἕνας
ὡραῖος καί λαμπροφορεμένος νέος.
-
Ἄλλο καί τοῦτο! μονολόγησε παραξενεμένος ὁ ὅσιος. Οἱ καθισμένοι εἶναι φτωχοί. Τί λέω φτωχοί; Πάμφτωχοι. Καί οἱ ὄρθιοι,
οἱ διακονητές τους, εἶναι λαμρποφορεμένοι!
Τήν ἀπορία του ἔλυσε ὁ Κύριος, πού
τοῦ ἐξήγησε τό παράδοξο θέαμα:
Οἱ νέοι ἐκεῖνοι ἦταν ἄγγελοι. Αὐτοί στέλνονται ἀπό τό Θεό γιά νά
παραστέκουν τούς χριστιανούς τήν ὥρα τοῦ φαγητοῦ. Ἄν, τρώγοντας λένε λόγια
ὠφέλιμα καί κατανυκτικά, οἱ ἄγγελοι χαίρονται καί εὐφραίνονται μαζί τους.
Ἄν ὅμως ἀκουστεῖ στό τραπέζι
αἰσχρολογία ἤ κατάκριση, παρευθύς, ὅπως ὁ καπνός διώχνει τίς μέλισσες, ἔτσι καί
ὁ κακός λόγος διώχνει τούς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ. Καί μόλις φύγουν οἱ ἅγιοι
ἄγγελοι, ἔρχεται ἕνας ζοφερός δαίμονας καί κυλιέται ἀνάμεσα στούς φλύαρους καί
λοίδορους συνδαιτημόνες, σκορπίζοντας γύρω του καπνιά καί δυσωδία.
Ἀπό τά λόγια λοιπόν καί τίς
συζητήσεις τῶν χριστιανῶν στό τραπέζι, ἐξαρτᾶται ἡ παρουσία εἴτε τῶν ἀγγέλων
τοῦ φωτός εἴτε τῶν πνευμάτων τοῦ σκότους.
Από το βιβλίο:
Ἕνας Ἀσκητής Ἐπίσκοπος - Ὅσιος
Νήφων Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς
Ἱερὰ Μονή Παρακλήτου, Ὠρωπος
Ἀττικῆς 2004, σελ. 89