Η συνάντηση με τον Κύριο
«Ήταν βράδυ του Τιμίου Προδρόμου.
Θα ξημέρωνε του αγίου Κάρπου. Νοιώθω ανάλαφρος, πούπουλο. Καμιά όρεξη να κοιμηθώ.
Σκέφτομαι: «Ας καθήσω να γράψω κάτι για τον παπα-Τύχωνα να το στείλω στις αδελφές». Μέχρι τις 8.30΄ αγιορείτικα έγραψα ως τριάντα σελίδες. Αν και δεν νύσταζα, είπα να ξαπλώσω, γιατί ένοιωθα λίγη κούραση στα πόδια. Παίρνει να φωτίζει. Στις 9 η ώρα (6 περίπου κοσμικά το πρωί) δεν είχα κοιμηθεί. Σε μια στιγμή σαν να χάθηκε ο τοίχος του Κελιού μου (δίπλα στο κρεβάτι προς το εργαστήριο). Βλέπω τον Χριστό μέσα στο φως, σε απόσταση έξι μέτρα περίπου. Τον έβλεπα από το πλάι. Τα μαλλιά του ήταν ξανθά και τα μάτια του γαλανά. Δεν μου μίλησε. Κοίταζε λίγο δίπλα, όχι ακριβώς εμένα. Δεν έβλεπα με τα σωματικά μάτια. Αυτά είτε ανοιχτά είναι, είτε κλειστά, καμιά διαφορά δεν έχει. Έβλεπαν τα μάτια της ψυχής. Όταν Τον είδα σκέφτηκα: Πως μπόρεσαν να φτύσουν τέτοια μορφή; Πως μπόρεσαν - οι αθεόφοβοι- να ακουμπήσουν τέτοια μορφή; Πως μπόρεσαν ν α μπήξουν καρφιά σ' αυτό το σώμα; Πα! Πα! Πα! Απόμεινα! Τι γλυκύτητα ένιωθα! Τι αγαλλίαση! Δεν μπορώ να εκφράσω με δικά μου λόγια την ομορφιά αυτή. Ήταν αυτό που λέει: «Ο &ραίος κάλλει παρά πάντας τους υιούς των ανθρώπων». Αυτό ήταν. Δεν έχω δει ποτέ τέτοια εικόνα του. Μόνο μία κάποτε- δεν θυμάμαι που- έ- μοιαζε κάπως. Θάξιζε να αγωνίζεται κανείς χίλια χρόνια για να δει αυτή την ομορφιά για μια στιγμή μόνο. Τι μεγάλα και ανείπωτα είναι δυνατόν να χαριστούν στον άνθρωπο, και με τι τιποτένια ασχολούμαστε!».
Η συνάντηση με την Παναγία
«Την περασμένη Σαρακοστή παρουσιάστηκε η Παναγία ντυμένη στ' άσπρα.
Μου είπε ότι θα συμβούν πολλά στο κόσμο, γι' αυτό να φροντίσω να πάρω .....(κάτι που αφορούσε προσωπικά τον ίδιο)» Φανερώθηκε κοντά στην Βορειοανατολική γωνία της Καλύβης του. Όταν την είδε ο Γέροντας, είπε ταπεινά: «Παναγία μου, και ο τόπος είναι βρώμικος και εγώ βρώμικος». Όμως έκτοτε ευλαβείτο και τον τόπο «ού έστησαν οι πόδες» της αχράντου Θεομήτορος. Ήθελε στο μέρος εκείνο να φυτέψει λουλούδια, για να μην πατιέται. Στο &ρολόγιο, στις 21 Φεβρουαρίου, σημείωσε κρυπτογραφικά το θαυμαστό αυτό γεγονός ως εξής
« ... ... .....Δηλαδή: Η Παναγία! 10.30΄, πριν τα μεσαν. Ολόλευκα Άστραφ συγχωρ.»
Η συνάντηση με την αγία Ευφημία
«Είχα γυρίσει από τον κόσμο, όπου είχα βγει για ένα εκκλησιαστικό θέμα.
Την Τρίτη, κατά η ώρα μία το πρωί, ήμουν μέσα στο Κελί μου και έκανα τις Ώρες.
Ακούω χτύπημα στην πόρτα και μια γυναικεία φωνή να λέει: «Δι΄ ευχών των αγίων Πατέρων ημών ...».
Σκέφτηκα: «Πώς βρέθηκε γυναίκα στο Όρος;».
Εν τούτοις ένιωσα και θεία γλυκύτητα μέσα μου και ρώτησα: -Ποιος είναι; -Η Ευφημία, απαντά. Σκεφτόμουν, «ποια Ευφημία; Μήπως καμιά γυναίκα έκανε καμιά τρέλα και ήρθε με ανδρικά στο Όρος; Τώρα τι να κάνω;».
Ξαναχτυπά. Ρωτάω: «Ποιος είναι;». Η Ευφημία», απαντά και πάλι. Σκέφτομαι και δεν ανοίγω.
Στην τρίτη φορά που χτύπησε, άνοιξε μόνη της η πόρτα, που είχε σύρτη. Άκουσα βήματα στο διάδρομο.
Πετάχτηκα από το Κελί μου και βλέπω μια γυναίκα με μανδήλα. Την συνόδευε κάποιος, που έμοιαζε με τον Ευαγγελιστή Λουκά, ο οποίος εξαφανίστηκε. Παρ΄ όλο που ήμουν σίγουρος ότι δεν είναι του πειρασμού, γιατί λαμποκοπούσε, την ρώτησα ποια είναι: - Η μάρτυς Ευφημία, απαντά. - Αν είσαι η μάρτυς Ευφημία, έλα να προσκυνήσουμε την Αγία Τριάδα. Ό, τι κάνω εγώ να κάνεις και συ. Μπήκα στην Εκκλησία, κάνω μια μετάνοια λέγοντας: «Εις το όνομα του Πατρός». Το επανέλαβε με μετάνοια. «Και του Υιού». «Και του Υιού», είπε με ψιλή φωνή. -Πιο δυνατά, ν΄ ακούσω είπα και επανέλαβε δυνατότερα. Ενώ ήταν ακόμα στο διάδρομο έκανε μετάνοιες, όχι προς την Εκκλησία, αλλά προς το Κελί μου. Στην αρχή παραξενεύτηκα, αλλά μετά θυμήθηκα ότι είχα μια μικρή χάρτινη εικονίτσα της Αγίας Τριάδος, κολλημένη σε ξύλο, πάνω από την πόρτα του Κελιού μου. Αφού προσκυνήσαμε και για τρίτη φορά - «Και του Αγίου Πνεύματος» - μετά είπα: «Τώρα, να σε προσκυνήσω και εγώ». Την προσκύνησα και ασπάστηκα τα πόδια της κα την άκρη της μύτης της. Στο πρόσωπο το θεωρούσα αναίδεια να την α- σπασθώ. Ύστερα κάθισε η Αγία στο σκαμνάκι και εγώ στο μπαουλάκι και μου έλυσε την απορία που είχα(στο εκκλησιαστικό θέμα). Μετά μου διηγήθηκε την ζωή της.
Ήξερα ότι υπάρχει μια αγία Ευφημία, αλλά τον βίο της δεν τον ήξερα.
Όταν μου διηγείτο τα μαρτύριά της, όχι απλώς τα άκουγα, αλλά σαν να τα έβλεπα' τα ζούσα. Έφριξα! Πα, πα, πα!
-Πως άντεξες τέτοια μαρτύρια; Ρώτησα.
-Αν ήξερα τι δόξα έχουν οι Άγιοι, θα έκανα ό, τι μπορούσα να περάσω πιο μεγάλα μαρτύρια.
Μετά από αυτό το γεγονός για τρεις μέρες δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Σκιρτούσα και συνεχώς δόξαζα τον Θεό. Ούτε να φάω, ούτε τίποτα ... συνεχώς δοξολογία».
Η συνάντηση με τον άγιο Παντελεήμονα και τον άγιο Λουκιλλιανό
«Ήταν 2 Ιουνίου 1979 απόγευμα. Ο γέροντας είχε μόλις μεταφέρει τα πράγματά του στο Κελί της «Παναγούδας», χωρίς να προλάβει να τα τακτοποιήσει. Ετοιμαζόταν για τον Εσπερινό και ρώτησε τον μοναχό που τον βοηθούσε, ποιος άγιος εόρταζε την επομένη, αλλά εκείνος δεν θυμόταν. Του είπε ότι αύριο που θα έρθει θα του το πει, και έφυγε βιαστικά, γιατί σουρούπωνε. Την συνέχεια την διηγήθηκε ο Γέροντας ως εξής: «Είχα τα Μηναία σε κιβώτια. Έψαχνα να βρω τα γυαλιά μου για να δω τον Άγιο της ημέρας και δεν εύρισκα. Για να μη χάσω χρόνο, έκανα τον Εσπερινό με κομπο- σχοίνι λέγοντας: «Άγιοι της ημέρας πρεσβεύσατε υπέρ ημών» Όταν ση- κώθηκα μετά τα μεσάνυχτα, πάλι προσπάθησα με τον φακό για μισή ώρα περίπου να βρω τον Άγιο, χωρίς αποτέλεσμα. Είπα «Πάει το Μεσονυκτικό».Για να μην περάσει η νύχτα ψάχνοντας, έλεγα πάλι στο κομποσχοίνι:, «Άγιοι του Θεού ...», χωρίς να αναφέρω τα ονόματα των αγίων της ημέρας .
«Είδα τότε τον άγιο Παντελεήμονα να συνοδεύει κάποιον άγιο μέσα στο Κελί μου. - Ποιος είσαι; Τον ρώτησα. - Ο άγιος Λουκιλλιανός ,απάντησε. Δεν θυμόμουν να υπάρχει τέτοιος Άγιος και ξαναρώτησα: - Λουκιανός; - Όχι. Λουκιλλιανός. - Πώς; Λογγίνος; Ρώτησα για δεύτερη φορά. - Λου-κιλ-λι-α-νός, επανέλαβε ο άγιος, προφέροντας αργά για Τρίτη φορά το όνομά του. Στη συνέχεια απευθυνόμενος προς τον άγιο Παντελεήμονα του είπε να μου εξετάσει τα τραύματα από την εγχείρηση, να δει αν έγιναν καλά. Με πλησίασε ο άγιος Παντελεήμων, που φορούσε άσπρη ποδιά σαν γιατρός. Αφού τα εξέτασε βάζοντας το χέρι του στον κόρφο μου, στο σημείο που είχε γίνει η εγχείρηση στους πνεύμονες, είπε στον άγιο Λουκιλλιανό: «Καλά είναι. Να τα λάβης υπ' όψιν στο πτυχίο (εξετάσεις)». Οι άγιοι εξαφανίστηκαν, και ο Γέροντας δοξολογώντας τον Θεό και ευχαριστώντας τους Αγίους άναψε κερί και βρήκε ότι εκείνη τη ημέρα, 3 Ιουνίου, ήταν η μνήμη του αγίου Λουκιλλιανού. Την άλλη ημέρα, όταν ήρθε ο μοναχός, που τον βοηθούσε, ο Γέροντας χαμογελώντας τον ρώτησε: «Άγιος Λουκιλλιανός, έ:» και του διηγήθηκε την εμφάνιση των Αγίων» Ο Γέροντας χάρηκε μάλιστα όταν διαπίστωσε μια σύμπτωση ότι δηλ. ο άγιος αυτός ήταν καταχωρημένος, στον κατά πλάτος βίο του στις 27 Φεβρουαρίου που είχε εμφανιστεί η αγία Ευφημία. Επίσης όταν πήγε να προσκυνήσει τον άγιο Παντελεήμονα στην Κουτλουμουσιανή Σκήτη ανέφερε ότι η εικόνα του στο προσκυνητάρι μοιάζει πολύ με την αγία μορφή του»
Η συνάντηση με τον άγιο Βλάσιο
«Ήταν η 21η Ιανουαρίου 1980. Ο Γέροντας ενώ προσευχόταν το βράδυ στο Κελί του με το κομποσχοίνι, βλέπει να παρουσιάζεται μπροστά του μέσα σε φως ένας Άγιος άγνωστος που φορούσε μανδύα καλογερικό. Δίπλα του στον τοίχο του Κελιού του, πάνω από τη σόμπα φαίνονταν ε- ρείπια Μοναστηρίου. Αισθανόταν απερίγραπτη χαρά και αγαλλίαση και σκεφτόταν «ποιος Άγιος είναι;». Τότε άκουσε φωνή από την Εκκλησία: «Είμαι ο άγιος Βλάσιος από τα Σκλάβαινα». Από ευγνωμοσύνη, για να ευχαριστήσει τον Άγιο για την τιμή που του έκανε, μετέβη στα Σκλάβαινα και προσκύνησε τα χαριτόβρυτα Λείψανά του. Ανταπέδωσε τρόπον τινά την επίσκεψη. Ο Γέροντας έδειξε μάλιστα από μακριά και το μέρος όπου παλαιότερα ήταν κτισμένο το Μοναστήρι του Αγίου, επειδή νύχτωνε και δεν είχε χρόνο να πάει επί τόπου».
Η συνάντηση με τον άγιο Ισαάκ τον Σύρο
«Καθισμένος στο πεζούλι έξω από την Σταυρονικήτα συζητούσε ο Γέροντας με προσκυνητές.
Κάποιος θεολόγος υποστήριζε ότι ο αββάς ο Ισαάκ ο Σύρος ήταν Νεστοριανός.
Επανελάμβανε δυστυχώς τις γνωστές δυτικές αντιλήψεις.
Ο π.Παϊσιος προσπαθούσε να τους πείσει ότι είναι όχι μόνο ορθόδοξος, αλλά και Άγιος, και ότι οι ασκητικοί του Λόγοι έχουν πολλή χάρι και δύναμη, αλλά ματαίως. Ο θεολόγος επέμεινε πεισματικά στις απόψεις του. Έφυγε ο Γέροντας για το Καλύβι του λυπημένος και προσευχόμενος. Όταν προχώρησε λίγο και έφθασε στο σημείο που είναι ο μεγάλος πλάτανος, «κάτι του συνέβη», όπως είπε, χωρίς να θελήσει να εξηγήσει τι ακριβώς ήταν αυτό.
Σύμφωνα με μαρτυρία είδε σε όραμα τον χορό των οσίων Πατέρων να περνά από μπροστά του. Κάποιος από αυτούς σταμά- τησε και του είπε: «Είμαι ο Ισαάκ ο Σύρος. Είμαι ορθοδοξότατος. Πράγματι υπήρχε στην περιοχή μου η αίρεση του Νεστορίου, αλλά εγώ την καταπολέμησα»
http://misha.pblogs.gr/2014/08/oi-synanthseis-toy-p-pa-sioy.html
http://amethystosbooks.blogspot.gr/2014/08/blog-post_16.html
«Ήταν βράδυ του Τιμίου Προδρόμου.
Θα ξημέρωνε του αγίου Κάρπου. Νοιώθω ανάλαφρος, πούπουλο. Καμιά όρεξη να κοιμηθώ.
Σκέφτομαι: «Ας καθήσω να γράψω κάτι για τον παπα-Τύχωνα να το στείλω στις αδελφές». Μέχρι τις 8.30΄ αγιορείτικα έγραψα ως τριάντα σελίδες. Αν και δεν νύσταζα, είπα να ξαπλώσω, γιατί ένοιωθα λίγη κούραση στα πόδια. Παίρνει να φωτίζει. Στις 9 η ώρα (6 περίπου κοσμικά το πρωί) δεν είχα κοιμηθεί. Σε μια στιγμή σαν να χάθηκε ο τοίχος του Κελιού μου (δίπλα στο κρεβάτι προς το εργαστήριο). Βλέπω τον Χριστό μέσα στο φως, σε απόσταση έξι μέτρα περίπου. Τον έβλεπα από το πλάι. Τα μαλλιά του ήταν ξανθά και τα μάτια του γαλανά. Δεν μου μίλησε. Κοίταζε λίγο δίπλα, όχι ακριβώς εμένα. Δεν έβλεπα με τα σωματικά μάτια. Αυτά είτε ανοιχτά είναι, είτε κλειστά, καμιά διαφορά δεν έχει. Έβλεπαν τα μάτια της ψυχής. Όταν Τον είδα σκέφτηκα: Πως μπόρεσαν να φτύσουν τέτοια μορφή; Πως μπόρεσαν - οι αθεόφοβοι- να ακουμπήσουν τέτοια μορφή; Πως μπόρεσαν ν α μπήξουν καρφιά σ' αυτό το σώμα; Πα! Πα! Πα! Απόμεινα! Τι γλυκύτητα ένιωθα! Τι αγαλλίαση! Δεν μπορώ να εκφράσω με δικά μου λόγια την ομορφιά αυτή. Ήταν αυτό που λέει: «Ο &ραίος κάλλει παρά πάντας τους υιούς των ανθρώπων». Αυτό ήταν. Δεν έχω δει ποτέ τέτοια εικόνα του. Μόνο μία κάποτε- δεν θυμάμαι που- έ- μοιαζε κάπως. Θάξιζε να αγωνίζεται κανείς χίλια χρόνια για να δει αυτή την ομορφιά για μια στιγμή μόνο. Τι μεγάλα και ανείπωτα είναι δυνατόν να χαριστούν στον άνθρωπο, και με τι τιποτένια ασχολούμαστε!».
Η συνάντηση με την Παναγία
«Την περασμένη Σαρακοστή παρουσιάστηκε η Παναγία ντυμένη στ' άσπρα.
Μου είπε ότι θα συμβούν πολλά στο κόσμο, γι' αυτό να φροντίσω να πάρω .....(κάτι που αφορούσε προσωπικά τον ίδιο)» Φανερώθηκε κοντά στην Βορειοανατολική γωνία της Καλύβης του. Όταν την είδε ο Γέροντας, είπε ταπεινά: «Παναγία μου, και ο τόπος είναι βρώμικος και εγώ βρώμικος». Όμως έκτοτε ευλαβείτο και τον τόπο «ού έστησαν οι πόδες» της αχράντου Θεομήτορος. Ήθελε στο μέρος εκείνο να φυτέψει λουλούδια, για να μην πατιέται. Στο &ρολόγιο, στις 21 Φεβρουαρίου, σημείωσε κρυπτογραφικά το θαυμαστό αυτό γεγονός ως εξής
« ... ... .....Δηλαδή: Η Παναγία! 10.30΄, πριν τα μεσαν. Ολόλευκα Άστραφ συγχωρ.»
Η συνάντηση με την αγία Ευφημία
«Είχα γυρίσει από τον κόσμο, όπου είχα βγει για ένα εκκλησιαστικό θέμα.
Την Τρίτη, κατά η ώρα μία το πρωί, ήμουν μέσα στο Κελί μου και έκανα τις Ώρες.
Ακούω χτύπημα στην πόρτα και μια γυναικεία φωνή να λέει: «Δι΄ ευχών των αγίων Πατέρων ημών ...».
Σκέφτηκα: «Πώς βρέθηκε γυναίκα στο Όρος;».
Εν τούτοις ένιωσα και θεία γλυκύτητα μέσα μου και ρώτησα: -Ποιος είναι; -Η Ευφημία, απαντά. Σκεφτόμουν, «ποια Ευφημία; Μήπως καμιά γυναίκα έκανε καμιά τρέλα και ήρθε με ανδρικά στο Όρος; Τώρα τι να κάνω;».
Ξαναχτυπά. Ρωτάω: «Ποιος είναι;». Η Ευφημία», απαντά και πάλι. Σκέφτομαι και δεν ανοίγω.
Στην τρίτη φορά που χτύπησε, άνοιξε μόνη της η πόρτα, που είχε σύρτη. Άκουσα βήματα στο διάδρομο.
Πετάχτηκα από το Κελί μου και βλέπω μια γυναίκα με μανδήλα. Την συνόδευε κάποιος, που έμοιαζε με τον Ευαγγελιστή Λουκά, ο οποίος εξαφανίστηκε. Παρ΄ όλο που ήμουν σίγουρος ότι δεν είναι του πειρασμού, γιατί λαμποκοπούσε, την ρώτησα ποια είναι: - Η μάρτυς Ευφημία, απαντά. - Αν είσαι η μάρτυς Ευφημία, έλα να προσκυνήσουμε την Αγία Τριάδα. Ό, τι κάνω εγώ να κάνεις και συ. Μπήκα στην Εκκλησία, κάνω μια μετάνοια λέγοντας: «Εις το όνομα του Πατρός». Το επανέλαβε με μετάνοια. «Και του Υιού». «Και του Υιού», είπε με ψιλή φωνή. -Πιο δυνατά, ν΄ ακούσω είπα και επανέλαβε δυνατότερα. Ενώ ήταν ακόμα στο διάδρομο έκανε μετάνοιες, όχι προς την Εκκλησία, αλλά προς το Κελί μου. Στην αρχή παραξενεύτηκα, αλλά μετά θυμήθηκα ότι είχα μια μικρή χάρτινη εικονίτσα της Αγίας Τριάδος, κολλημένη σε ξύλο, πάνω από την πόρτα του Κελιού μου. Αφού προσκυνήσαμε και για τρίτη φορά - «Και του Αγίου Πνεύματος» - μετά είπα: «Τώρα, να σε προσκυνήσω και εγώ». Την προσκύνησα και ασπάστηκα τα πόδια της κα την άκρη της μύτης της. Στο πρόσωπο το θεωρούσα αναίδεια να την α- σπασθώ. Ύστερα κάθισε η Αγία στο σκαμνάκι και εγώ στο μπαουλάκι και μου έλυσε την απορία που είχα(στο εκκλησιαστικό θέμα). Μετά μου διηγήθηκε την ζωή της.
Ήξερα ότι υπάρχει μια αγία Ευφημία, αλλά τον βίο της δεν τον ήξερα.
Όταν μου διηγείτο τα μαρτύριά της, όχι απλώς τα άκουγα, αλλά σαν να τα έβλεπα' τα ζούσα. Έφριξα! Πα, πα, πα!
-Πως άντεξες τέτοια μαρτύρια; Ρώτησα.
-Αν ήξερα τι δόξα έχουν οι Άγιοι, θα έκανα ό, τι μπορούσα να περάσω πιο μεγάλα μαρτύρια.
Μετά από αυτό το γεγονός για τρεις μέρες δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Σκιρτούσα και συνεχώς δόξαζα τον Θεό. Ούτε να φάω, ούτε τίποτα ... συνεχώς δοξολογία».
Η συνάντηση με τον άγιο Παντελεήμονα και τον άγιο Λουκιλλιανό
«Ήταν 2 Ιουνίου 1979 απόγευμα. Ο γέροντας είχε μόλις μεταφέρει τα πράγματά του στο Κελί της «Παναγούδας», χωρίς να προλάβει να τα τακτοποιήσει. Ετοιμαζόταν για τον Εσπερινό και ρώτησε τον μοναχό που τον βοηθούσε, ποιος άγιος εόρταζε την επομένη, αλλά εκείνος δεν θυμόταν. Του είπε ότι αύριο που θα έρθει θα του το πει, και έφυγε βιαστικά, γιατί σουρούπωνε. Την συνέχεια την διηγήθηκε ο Γέροντας ως εξής: «Είχα τα Μηναία σε κιβώτια. Έψαχνα να βρω τα γυαλιά μου για να δω τον Άγιο της ημέρας και δεν εύρισκα. Για να μη χάσω χρόνο, έκανα τον Εσπερινό με κομπο- σχοίνι λέγοντας: «Άγιοι της ημέρας πρεσβεύσατε υπέρ ημών» Όταν ση- κώθηκα μετά τα μεσάνυχτα, πάλι προσπάθησα με τον φακό για μισή ώρα περίπου να βρω τον Άγιο, χωρίς αποτέλεσμα. Είπα «Πάει το Μεσονυκτικό».Για να μην περάσει η νύχτα ψάχνοντας, έλεγα πάλι στο κομποσχοίνι:, «Άγιοι του Θεού ...», χωρίς να αναφέρω τα ονόματα των αγίων της ημέρας .
«Είδα τότε τον άγιο Παντελεήμονα να συνοδεύει κάποιον άγιο μέσα στο Κελί μου. - Ποιος είσαι; Τον ρώτησα. - Ο άγιος Λουκιλλιανός ,απάντησε. Δεν θυμόμουν να υπάρχει τέτοιος Άγιος και ξαναρώτησα: - Λουκιανός; - Όχι. Λουκιλλιανός. - Πώς; Λογγίνος; Ρώτησα για δεύτερη φορά. - Λου-κιλ-λι-α-νός, επανέλαβε ο άγιος, προφέροντας αργά για Τρίτη φορά το όνομά του. Στη συνέχεια απευθυνόμενος προς τον άγιο Παντελεήμονα του είπε να μου εξετάσει τα τραύματα από την εγχείρηση, να δει αν έγιναν καλά. Με πλησίασε ο άγιος Παντελεήμων, που φορούσε άσπρη ποδιά σαν γιατρός. Αφού τα εξέτασε βάζοντας το χέρι του στον κόρφο μου, στο σημείο που είχε γίνει η εγχείρηση στους πνεύμονες, είπε στον άγιο Λουκιλλιανό: «Καλά είναι. Να τα λάβης υπ' όψιν στο πτυχίο (εξετάσεις)». Οι άγιοι εξαφανίστηκαν, και ο Γέροντας δοξολογώντας τον Θεό και ευχαριστώντας τους Αγίους άναψε κερί και βρήκε ότι εκείνη τη ημέρα, 3 Ιουνίου, ήταν η μνήμη του αγίου Λουκιλλιανού. Την άλλη ημέρα, όταν ήρθε ο μοναχός, που τον βοηθούσε, ο Γέροντας χαμογελώντας τον ρώτησε: «Άγιος Λουκιλλιανός, έ:» και του διηγήθηκε την εμφάνιση των Αγίων» Ο Γέροντας χάρηκε μάλιστα όταν διαπίστωσε μια σύμπτωση ότι δηλ. ο άγιος αυτός ήταν καταχωρημένος, στον κατά πλάτος βίο του στις 27 Φεβρουαρίου που είχε εμφανιστεί η αγία Ευφημία. Επίσης όταν πήγε να προσκυνήσει τον άγιο Παντελεήμονα στην Κουτλουμουσιανή Σκήτη ανέφερε ότι η εικόνα του στο προσκυνητάρι μοιάζει πολύ με την αγία μορφή του»
Η συνάντηση με τον άγιο Βλάσιο
«Ήταν η 21η Ιανουαρίου 1980. Ο Γέροντας ενώ προσευχόταν το βράδυ στο Κελί του με το κομποσχοίνι, βλέπει να παρουσιάζεται μπροστά του μέσα σε φως ένας Άγιος άγνωστος που φορούσε μανδύα καλογερικό. Δίπλα του στον τοίχο του Κελιού του, πάνω από τη σόμπα φαίνονταν ε- ρείπια Μοναστηρίου. Αισθανόταν απερίγραπτη χαρά και αγαλλίαση και σκεφτόταν «ποιος Άγιος είναι;». Τότε άκουσε φωνή από την Εκκλησία: «Είμαι ο άγιος Βλάσιος από τα Σκλάβαινα». Από ευγνωμοσύνη, για να ευχαριστήσει τον Άγιο για την τιμή που του έκανε, μετέβη στα Σκλάβαινα και προσκύνησε τα χαριτόβρυτα Λείψανά του. Ανταπέδωσε τρόπον τινά την επίσκεψη. Ο Γέροντας έδειξε μάλιστα από μακριά και το μέρος όπου παλαιότερα ήταν κτισμένο το Μοναστήρι του Αγίου, επειδή νύχτωνε και δεν είχε χρόνο να πάει επί τόπου».
Η συνάντηση με τον άγιο Ισαάκ τον Σύρο
«Καθισμένος στο πεζούλι έξω από την Σταυρονικήτα συζητούσε ο Γέροντας με προσκυνητές.
Κάποιος θεολόγος υποστήριζε ότι ο αββάς ο Ισαάκ ο Σύρος ήταν Νεστοριανός.
Επανελάμβανε δυστυχώς τις γνωστές δυτικές αντιλήψεις.
Ο π.Παϊσιος προσπαθούσε να τους πείσει ότι είναι όχι μόνο ορθόδοξος, αλλά και Άγιος, και ότι οι ασκητικοί του Λόγοι έχουν πολλή χάρι και δύναμη, αλλά ματαίως. Ο θεολόγος επέμεινε πεισματικά στις απόψεις του. Έφυγε ο Γέροντας για το Καλύβι του λυπημένος και προσευχόμενος. Όταν προχώρησε λίγο και έφθασε στο σημείο που είναι ο μεγάλος πλάτανος, «κάτι του συνέβη», όπως είπε, χωρίς να θελήσει να εξηγήσει τι ακριβώς ήταν αυτό.
Σύμφωνα με μαρτυρία είδε σε όραμα τον χορό των οσίων Πατέρων να περνά από μπροστά του. Κάποιος από αυτούς σταμά- τησε και του είπε: «Είμαι ο Ισαάκ ο Σύρος. Είμαι ορθοδοξότατος. Πράγματι υπήρχε στην περιοχή μου η αίρεση του Νεστορίου, αλλά εγώ την καταπολέμησα»
http://misha.pblogs.gr/2014/08/oi-synanthseis-toy-p-pa-sioy.html
http://amethystosbooks.blogspot.gr/2014/08/blog-post_16.html