Μίαν
ἡμέραν μετὰ τὸ γεῦμα ἐκάλεσε τὸν ὑποτακτικόν του ὁ Γέρο-Ἀγαθάγγελος καὶ τοῦ λέγει:
«Ἄφησε, παιδί μου, τὴν ἐργασίαν σου καὶ πήγαινε φώναξε τὸν Γέρο-Μελέτιον νὰ
ἔλθη νὰ τὸν ἰδῶ νὰ συγχωρηθῶμεν διότι θὰ πεθάνω σήμερα». Ὄντως ὑπῆγεν ὁ
ὑποτακτικός, κατὰ τὸν λόγον τοῦ γέροντός του καὶ ἐκάλεσε τὸν Γέρο-Μελέτιον, ὁ
ὁποῖος ἔσπευσεν ἀμέσως νὰ συνάντηση τὸν γέροντα. Ἀφοῦ ἀντήλλαξαν τὸν ἐν Χριστῷ
ἀσπασμόν, χαρούμενοι ὡμίλησαν ἐπ’ ἀρκετόν, γεφυρώνοντες οὕτω τὸ μικρὸν χάσμα
τοῦ παρελθόντος. Ὅταν ἐξῆλθε ὁ Γέρο-Μελέτιος διὰ νὰ φύγη, εὗρε εἰς τὸν κῆπον
τὸν μαθητὴν τοῦ γέροντος καὶ τοῦ λέγει ἐπιτακτικῶς: «Ἄφησε, παιδί μου, τὴν ἐργασίαν
σου καὶ πήγαινε στὸν γέροντά σου νὰ πάρης τὴν εὐχήν του, διότι φεύγει καὶ ἂν
ἀργήσης δὲν θὰ τὸν προλάβης». Ὄντως ἐπῆγεν ὁ ὑποτακτικὸς καὶ μόλις τοῦ ἔδωκε
τὴν εὐχὴν καὶ τὴν συγχώρησιν ὁ γέρων, χαμογελῶν εἶπε: «Φεύγω, παιδί μου, στὸν
Χριστόν μας ποὺ πόθησα ἀπὸ τὴν νεαράν μου ἡλικίαν καὶ πρόσεχε τὴν ζωήν σου, νὰ ἔχης
πάντοτε τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ».
Μετὰ
τὴν τελευταίαν αὐτὴν συμβουλὴν πρὸς τὸν μαθητήν του, παρέδωκεν ἐν εἰρήνῃ τὸ
πνεῦμα του εἰς τὸν Κύριον, ὡς ἀκριβῶς εἶχε προβλέψει. Ἔμενον δὲ αὐτοὶ οἱ μακάριοι
εἰς τὴν μικρὰν ἄνευ ναϋδρίου καλύβην, ἄνωθεν τῆς πηγῆς τοῦ Ἰακώβου.
ΠΗΓΗ
: Γέροντος Ιωσήφ του Βατοπαιδινού (+), Ὁσίων
Μορφῶν Ἀναμνήσεις, Ψυχωφελῆ Βατοπαιδινὰ 4, ἐκδ. Ἱ. Μ. Βατοπαιδίου Ἁγίου
Ὄρους.