στο κελλί του Όσιου Μακάριου του Αιγυπτίου για να γλυτώσει.
Κατεύθασαν όμως εκεί οι υπηρέτες του αυθέντη και τον συνέλαβαν, παρά τα δάκρυα και τους όρκους του υποτιθέμενου φονέα. Ο Όσιος τον σπλαχνίστηκε και πήγε στο μνήμα του φονευμένου μαζί με όλους τους παρεστώτες και είπε : «τώρα θα μας φανερώσει ο Κύριος αν αυτός ο άνθρωπος φταίει και είναι ο φονιάς».
Γονάτισε και φώναξε στον νεκρό με πίστη :
«Σε ορκίζω στο όνομα του Δεσπότη Χριστού να μας πεις την αλήθεια, αν σε φόνευσε αυτός που κατηγόρησαν».
Ο δε νεκρός –ώ του θαύματος– σαν να κοιμόταν, ξύπνησε και απάντησε:
- «Όχι Πάτερ Τίμιε. Δεν φταίει αυτός σε τίποτα, αλλά άλλος με φόνευσε».
Τότε οι παρευρισκόμενοι έφριξαν και παρεκάλεσαν τον άγιο να ρωτήσει και πάλι τον πεθαμένο ποιος τον φόνευσε.
Τότε ο Άγιος τους αποκρίθηκε : «Φτάνει που σας βεβαίωσα ότι αυτός ο άνθρωπος που συλλάβατε δεν φταίει και δεν πρέπει να παιδευθεί ως ανεύθυνος που είναι. Εγώ δεν είμαι δικαστής, για να τιμωρήσω αυτόν που έφταιξε.
Μια ημέρα πάλι, επισκέφτηκε τον όσιο ένας αιρετικός, ο οποίος σύγχυζε πολλούς ερημίτες με τις κακοδοξίες και τις πανουργίες του, και νομίζοντας ότι θα κάνει το ίδιο και με τον Μακάριο, άρχισε τη συζήτηση κατά την οποία κατέκρινε την Ορθοδοξία και επαινούσε την αίρεσή του. Η συζήτηση βαστούσε αρκετή ώρα και ο Άγιος Μακάριος, βλέποντας ότι ο αιρετικός δεν αλλάζει γνώμη και ότι μπορεί οι κακοδοξία του να γίνει αιτία πνευματικής βλάβης στις καρδιές των χριστιανών του λέγει : «Θα πάμε στα μνήματα των προκεκοιμημένων αδελφών μας, και όποιος από τους δυο αναστήσει κάποιον, εκείνου την πίστη ως αληθή θα φυλάξουμε.
Τα λόγια του άρεσαν σε όλους, κατευθύνθηκαν στα μνήματα και ο Όσιος Μακάριος γονάτισε, ύψωσε τα χέρια του στον ουρανό και με ευλάβεια προσευχήθηκε : «Παντοδύναμε Κύριε, ανάστησε τον νεκρό που θα φωνάξω, ως σημείο ότι πιστεύω την αληθινή πίστη, για να κατανικηθούν οι αιρετικοί». Κατόπιν κάλεσε έναν νεκρό, αναστήθηκε και αποκρίθηκε μέσα από το μνήμα του. Και οι παρευρισκόμενοι που άνοιξαν το μνήμα, τον έβγαλαν ζωντανό και θαύμασαν.
Βλέποντας το μέγιστο θαύμα ο αιρετικός τρόμαξε και θέλοντας να φύγει τον διαπόμπευσαν και τον έδιωξαν καταντροπιασμένο.
Μιαν άλλη φορά, βαδίζοντας ο Άγιος Μακάριος μαζί με τον αββά Σισώη και με άλλους πέντε μοναχούς, πρόσεξε μια γυναίκα που μάζευε στάχυα και έκλαιγε γοερά. Την λυπήθηκε και ρώτησε τον ιδιοκτήτη του χωραφιού γιατί συμβαίνει αυτό. Τότε έμαθε ότι ο άνδρας της που είχε κοιμηθεί, όταν ζούσε είχε πάρει για να φυλάξει μια πολύτιμη παρακαταθήκη από κάποιον, την οποία και έκρυψε σε τόπο που γνώριζε μόνο αυτός. Ξαφνικά κοιμήθηκε και η γυναίκα του δεν γνώριζε τίποτα. Ο άνθρωπος που είχε δώσει την πολύτιμη παρακαταθήκη την ζήτησε πίσω και όταν έμαθε τον θάνατο του ανθρώπου, ζήτησε από το δικαστήριο να πάρει τη γυναίκα και τα παιδιά του ως αντάλλαγμα.
Ο Όσιος Μακάριος, συμπόνεσε την χήρα και αφού πήγε στο μνήμα του άνδρα της, ρώτησε τον νεκρό που είχε κρύψει την πολύτιμη παρακαταθήκη. Ο πεθαμένος του απάντησε ότι έσκαψε κάτω από το στρώμα του σπιτιού του και την παράχωσε εκεί. Ο Άγιος το είπε στην χήρα, η οποία αφού έσκαψε την βρήκε, την παρέδωσε και έτι σταμάτησαν να την ενοχλούν.
ΠΗΓΗ: ΑΓΑΠΙΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ, ΕΚΛΟΓΙΟΝ, ΤΟΥΤΕΣΤΙΝ ΟΙ ΩΡΑΙΟΤΕΡΟΙ ΒΙΟΙ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΕΚ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΟΥ ΣΥΜΕΩΝΟΣ, ΕΝΕΤΙΗΣΙΝ 1799, σ. 324 κ.ε.
http://tribonio.blogspot.gr