Γράφει ο
Νίκος Χειλαδάκης
Η Ελλάδα
δυστυχώς από την κατοχή και μετά δεν είχε
ποτέ να επιδείξει μια διπλωματία που...
εξυπηρετούσε τα εθνικά μας συμφέροντα και
μόνο, σε αντίθεση με την γειτονική Τουρκία που έχει πάρει σε πολλές περιπτώσεις
τα εύσημα για την διπλωματία της και για την ευλυγισία της με γνώμονα πάντα την
εξυπηρέτηση των δικών της συμφερόντων. Αυτό γίνεται ακόμα πιο οδυνηρό αν
αναπολήσει κανείς την αξιοζήλευτη διπλωματία της Ανατολικής Ρωμαίικης Αυτοκρατορίας,
δηλαδή του Βυζαντίου, που είχε την ικανότητα να ελίσσεται ανάμεσα σε πολλά
μέτωπα και να κερδίζει συχνά την υπεροχή βάζοντας τον ένα εχθρό της
αυτοκρατορίας να στρέφεται εναντίον του άλλου. Έτσι επέζησε αυτή η αυτοκρατορία
επί χίλια πεντακόσια χρόνια. Ακόμα και η περίφημη διπλωματία της Οθωμανικής
αυτοκρατορίας, ήταν καθαρά υπόθεση των Ελλήνων Φαναριωτών που εκπροσωπούσαν την
Υψηλή Πύλη στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και όχι μόνο. Ποιος μπορεί να λησμονήσει
τον περίφημο και μέγα διπλωμάτη, Καραθεωδωρή Πασά ;
Από το
κατάπτυστο «yes-man» της δεκαετίας του πενήντα και
του εξήντα, μέχρι το «Ευχαριστούμε τους Αμερικανούς», του κ Σημίτη, την
επαύριον της οδυνηρής κρίσης των Ιμίων, ουσιαστικά όχι μόνον δεν έχει αλλάξει
τίποτα αλλά τα πράγματα χειροτέρεψαν σε τραγικό βαθμό. Η ραγιαδίστικη
διπλωματία της εθνικής μειοδοσίας αποκορυφώθηκε με την επικράτηση του ΓΑΠ στο
υπουργείο Εξωτερικών, που τώρα είχε μετατραπεί σε… υπουργείο «Εξωτικών». Την
εποχή εκείνη, αρχές της δεκαετίας του 2000, είχα απευθυνθεί στο υπουργείο Εξωτερικών
για να διαθέσω κάποια στοιχεία που είχα από την τουρκική πρωτεύουσα. Είχα την
τύχη, ή την ατυχία, να παρακολουθήσω εκ του σύνεγγυς τις εξελίξεις στην Άγκυρα
στην μεγάλη κρίση των Ιμίων, αλλά και στην κρίση του Οτσαλαν. Ειδικά για τα Ίμια
είχα αποκλειστικά στοιχεία γα το
εθνικό συμβούλιο της Άγκυρας το βράδυ της
κρίσης των Ιμίων, όταν οι Τούρκοι στρατηγοί έπνεαν μένεα κατά της Τσιλέρ γιατί
τους είχε οδηγήσει σε μεγάλο αδιέξοδο και έτρεμαν την μεγάλη ήττα που επέρχονταν και που μετατράπηκε
με την ουσιαστική συμβολή μας σε στρατηγική νίκη της Τουρκίας. Την περίοδο
εκείνη, αρχές της δεκαετίας του 2000, ο υπεύθυνος του τουρκικού γραφείου του
υπουργείου Εξωτερικών, ήταν κάποιος που το επίθετο του παρέπεμπε σε… φωτιές και
πυρκαγιές. Η πρώτη μου δυσάρεστη έκπληξη ήταν ότι ο άνθρωπος αυτός δεν ήξερε
γρι τουρκικά και γενικά ήταν άσχετος με το αντικείμενο. Η δεύτερη μεγαλύτερη
έκπληξη μου ήταν πως όχι μόνον αντιμετωπίστηκα με μεγάλη αδιαφορία, αλλά και με
περιφρόνηση για την διάθεση μου να βοηθήσω το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών με
σπάνιες τότε και αποκλειστικές
πληροφορίες. Έκτοτε δεν είχα καμία άλλη επαφή με ένα υπουργείο που το μόνο που
ενδιαφέρονταν ήταν να ικανοποιεί τις επιταγές των Αμερικανών για μια καθαρά
μειοδοτική ελληνοτουρκική «προσέγγιση».
Πέρασαν
από τότε κάποια χρόνια. Η πλήρης επικράτηση του ΓΑπ στην ελληνική εξωτερική
πολιτική ήταν το μεγαλύτερο δράμα της ελληνικής διπλωματίας. Και αυτό φάνηκε
καθαρά με την περίπτωση του τότε πρέσβη μας στην Άγκυρα, κ Κοράντη. Ο τότε
πρέσβης μας στην τουρκική πρωτεύουσα είχε συντάξει μια έκθεση «καταπέλτης» που
προσγείωνε στην πραγματικότητα την ελληνική κυβέρνηση για τις ελληνοτουρκικές
σχέσεις. Στη έκθεση αυτή ξεδίπλωνε με πολλά στοιχεία την τουρκική
προκλητικότητα που όχι μόνο δεν είχε μειωθεί, παρά το ιστορικό άνοιγμα του ΓΑΠ
προς την Άγκυρα, αλλά είχε αυξηθεί σε επικίνδυνο βαθμό. Είναι χαρακτηριστικό
του πως αντιμετωπίστηκε αυτή η έκθεση, οι δηλώσεις των τότε των κυβερνητικών
παραγόντων που απαξίωσαν την έκθεση αυτή, (να θυμίσω μόνο τις δηλώσεις του τότε
κυβερνητικού εκπροσώπου, κ Δημήτρη Ρέππα,
στις 4 Απρίλιου 2001, «Η
Ελλάδα ασκεί τα νόμιμα δικαιώματά της, όσον αφορά στην άμυνα, βάσει των διεθνών
συνθηκών», σχολίασε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης
Ρέππας, για την έκθεση του Ελληνα πρέσβη στην Αγκυρα»). Ο ίδιος ο κ
Κοράντης που είχε ήδη προκαλέσει την έντονη δυσαρέσκεια της Άγκυρας,
απομακρύνθηκε κακήν κακώς από την πρεσβεία μας στην τουρκική πρωτεύουσα καθώς η
ελληνική κυβέρνηση υπάκουσε αμέσως στις διαμαρτυρίες των Τούρκων.
Και φτάνουμε
στην σημερινή πραγματικά μειοδοτική διπλωματία. Η σημερινή ελληνική διπλωματία είναι το
φερέφωνο και το ανδρείκελο της Γερμανίας και των ΗΠΑ και το μόνο που κάνει με
ευσυνειδησία, είναι να επαναλαμβάνει τις δηλώσεις των Γερμανών και Αμερικανών
κυβερνητικών παραγόντων. Χαρακτηριστική περίπτωση το ζήτημα της Ουκρανίας. Εδώ
το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών, πράττοντας καταφανώς ενάντια στα εθνικά μας
συμφέροντα, συντάχτηκε με την Ευρωπαϊκή Ένωση που έχει καταστρέψει την χώρα, σε
ένα οικονομικό πόλεμο κατά της Ρωσίας, που μόνο ζημιά προκαλεί στην ήδη
καταστραμμένη από τους Ευρωπαίους «συμμάχους» μας ελληνική οικονομία. Δυστυχώς
για άλλη μια φορά θα πρέπει να πάρουμε παράδειγμα τους γείτονες μας που και
αυτή την φορά δεν διστάζουν να παίξουν σε πολλά ταμπλό για να εξυπηρετήσουν τα
δικά τους εθνικά συμφέροντα.
Κάποτε
θα πρέπει να δοθεί τέλος σε όλη αυτή την κατάσταση. Η ελληνική διπλωματία
πρέπει να γίνει ελληνική και να εξυπηρετεί τα εθνικά μας συμφέροντα και μόνο. «Η
εξωτερική πολιτική της Ελλάδας δεν
καθορίζεται από τα ροδάκινα», ισχυρίστηκε η εκπρόσωπος της ελληνικής κυβέρνησης,
γνωστή συνάδελφος δημοσιογράφος. Και βέβαια δεν καθορίζεται από τα ροδάκινα,
αλλά πολύ περισσότερο δεν καθορίζεται από τα γερμανικά και αμερικανικά
συμφέροντα και πολύ χειρότερα από το ξεπούλημα της εθνικής μας κυριαρχίας. Αν
συνεχίσουμε έτσι, με την συνεχιζόμενη
καθημερινή εισβολή εκατοντάδων μουσουλμάνων χωρίς καμία ελληνική αντίδραση, αύριο δεν θα υπάρχει αυτή η χώρα
προς δόξα των τελευταίων ελληνικών κυβερνήσεων. Αν συνεχίσουμε αυτή την εθνική
μειοδοσία θα αφανίσουμε ότι ακόμα έχει απομείνει από τον ελληνισμό. Αυτό
θέλουμε ; Ω μη γένοιτο! Ευτυχώς που ακόμα υπάρχουν πραγματικά κάποιοι που
σκέπτονται με μόνο γνώμονα τα εθνικά μας συμφέροντα. Και πολύ γρήγορα θα
εμφανιστούν και θα αντιστρέψουν το κατρακύλισμα του Ελληνισμού και της
Ορθοδοξίας προς τον καταστρεπτικό γκρεμό. Η ελπίδα ήταν πάντα χαρακτηριστικό του Έλληνα, οι μεγάλες
ικανότητες του οποίου φαίνονται όταν μεγαλουργεί στο εξωτερικό! Αυτός ο τόπος
αξίζει μιας εθνικής διπλωματίας και πολύ καλύτερης τύχης!
ΝΙΚΟΣ
ΧΕΙΛΑΔΑΚΗΣ
Δημοσιογράφος-Συγγραφέας-Τουρκολόγος