«Δὲν μοῦ λές, ρώτησε ὁ πνευματικός, ποιὸς εἶναι μεγαλύτερος; Ἐμεῖς ἢ ὁ Θεός»; «Μὰ θέλει καὶ ρώτημα; Ὁ Θεὸς βέβαια». «Καὶ ποιὸς ἔφταιξε στὸν ἄλλο; Ὁ Θεὸς σ᾿ ἐμᾶς ἢ ἐμεῖς στὸν Θεό»; «Ἐμεῖς φταίξαμε στὸν Θεό». «Καὶ ποιὸς ἔκανε τὴν ἀρχὴ τῆς συμφιλιώσεως; Ἐμεῖς πήγαμε στὸν Θεὸ ἢ ὁ Θεὸς ἦρθε σ᾿ ἐμᾶς»; «Ὁ Θεὸς ἦρθε σ᾿ ἐμᾶς». «Λοιπόν»; «Λοιπόν…σᾶς εὐχαριστῶ! Ἔχετε δίκιο. Ἐγὼ θὰ πάω στὸν ἀδελφό μου»!
Ὥστε ὁ Θεός, ποὺ εἶναι ἀπείρως μεγαλύτερος καὶ δὲν μᾶς ἔφταιξε
καθόλου, κάνει τὴν πρώτη κίνηση καὶ ἔρχεται γιὰ συμφιλίωση. Ἔρχεται μὲ
μόνο κίνητρο τὴν ἀγάπη. Θέλει μόνο νὰ μᾶς δώσει τὴν εὐκαιρία ν᾿
ἀφήσουμε τὴν ἔχθρα πού, ὄχι αὐτός, ἀλλὰ ἐμεῖς ἔχουμε γι᾿ αὐτόν, νὰ
συμφιλιωθοῦμε μαζί του. Γι᾿ αὐτὸ καὶ κλίνει οὐρανούς, ἀφήνει δηλαδὴ τὸ
μεγαλεῖο του καὶ ἔρχεται κοντά μας ταπεινός. Σὰν ἕνας ἀπὸ ΄μᾶς, ἴσος μὲ
ἐμᾶς, ἀκόμα καὶ παρακάτω ἀπὸ μᾶς, ἀφοῦ λαμβάνει «δούλου μορφὴν» (Φιλ.
2, 7).
Ἡ
ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ, γι᾿ αὐτὸν εἶναι ταπείνωση. Κι ὅμως αὐτὸς
χαίρεται νὰ εἶναι μικρὸς ἀνάμεσά μας, νὰ τρέχει πίσω μας σὰν ὑπηρέτης
(Λουκ. 22, 27), νὰ μᾶς παρακαλεῖ σὰν μικρότερος νὰ γυρίσουμε κοντά Του.
Κι ἐμεῖς; Θεωροῦμε ταπεινωτικό νὰ πλησιάσουμε ἕναν τέτοιο Θεό;
Εἶναι μειωτικὸ γιὰ μᾶς νὰ ἀνταποκριθοῦμε στὴν τόση ἀγάπη του;
Μά,
θὰ εἰπεῖ κανείς, ἐμεῖς ἀγαπᾶμε τὸν Θεό. Τὸν θέλουμε κοντά μας. Ξεχνᾶμε
ὅμως ὅτι αὐτὰ δὲν γίνονται ἁπλὰ μὲ τὰ λόγια, ἀλλὰ εἶναι στάση καὶ
τρόπος ζωῆς. Δείχνουμε τὴν ἀγάπη μας πρὸς τὸν Θεό, μόνο ἂν ἀγαπᾶμε τὴν
εἰκόνα του ἐπὶ τῆς γῆς, τὸν ἄνθρωπο. Πῶς γίνεται νὰ ἀγαπᾶμε τὸν Θεὸ
καὶ νά ᾿χουμε ἔχθρα μὲ τὴν εἰκόνα Του, τὸν κάθε μας συνάνθρωπο; (Αʹ Ἰω.
4, 20).
Ἂν
θέλουμε τὸ γεγονός τῆς θείας Γέννησης νὰ ἔχει κάποιο νόημα καὶ γιὰ
μᾶς, ἂς ψάξουμε τὸν Θεὸ ἐνσαρκωμένο στὰ πρόσωπα τῶν ἀδελφῶν μας καὶ ὄχι
στὸ ἐμπορικὸ ἑορταστικὸ κατεστημένο τῶν ἡμερῶν μας. Κι ἂν μᾶς χωρίζει
κάτι ἀπὸ αὐτούς, ἂς κάνουμε ἐμεῖς τὴν πρώτη κίνηση, ἀκόμα κι ἂν δὲν
φταῖμε. Ἂς κατεβοῦμε ἀπὸ τὸ «ὕψος» μας γιὰ νὰ τοὺς συναντήσουμε.
Ἂν
ὁ Θεὸς κατέβηκε κοντά μας ἀπὸ ἀπέραντη ἀγάπη γιὰ μᾶς, ὀφείλουμε κι
ἐμεῖς ἀγάπη μεταξύ μας. Μονάχα τότε γνωρίζουμε τὸν Θεό, γιατὶ «ὁ Θεὸς
ἀγάπη ἐστὶ» (Αʹ Ἰω. 4, 8 καὶ 11).
Τότε
ὁ Χριστὸς ὄχι ἁπλῶς θὰ γεννηθεῖ μέσα μας, ἀλλὰ θὰ ἔλθει μὲ τὸν Πατέρα
Του καὶ θὰ κάνει τὴν καρδιά μας μόνιμο τόπο κατοικίας του (Ἰω. 14, 23).
Μπροστὰ
στὴν ἔνσαρκη εἰκόνα τοῦ Θεοῦ μας, στὸ πρόσωπο τοῦ συνανθρώπου μας, ἂς
σταθοῦμε λοιπὸν εὐλαβικά. Ἀλλιῶς, Χριστούγεννα θά ᾿ρχονται καὶ θὰ
φεύγουν ἀδιάκοπα, μὰ δὲν θὰ μᾶς ἀφήνουν τίποτε.
Τὸ νόημά τους θὰ τελειώνει μὲ τὸ ξεκοκκάλισμα τῆς γαλοπούλας.
Πρωτ. Δ. Μ.