Ὁ θαυματουργός Ταξιάρχης
Πανορμίτης στὴν Σύμη.
|
Γράφει ὁ πατὴρ Ἀνδρέας Κονάνος
Μέρες δύσκολες γιὰ Ἀγγέλους.
Χρονιὲς σκληρὲς γιὰ Ἀγγελούδια. Ἐποχὲς σκοτεινὲς γιὰ Ἀγγελοφάνειες.
Δεκαετία, λένε, τῶν συσσιτίων, τῆς πείνας καὶ τῆς φτώχειας.
Δεκαετία, λένε, τῶν συσσιτίων, τῆς πείνας καὶ τῆς φτώχειας.
Γιὰ νὰ σὲ νιώσω Ἄγγελέ μου, θέλω
χορταστικὸ νὰ' ναι τ' ἄγγιγμά σου φέτος. Ζητῶ νὰ νιώσω τὸ στομάχι μου
γεμάτο μετα τὸ πέρασμά σου.
Ἢ νὰ μὲ πάρουν αὔριο τηλέφωνο καὶ
νὰ μοῦ ποῦν ὅτι δὲν ἔσκισαν παλι τὴν αἴτησή μου.
Δουλειά. Μπορεῖς νὰ δώσεις καὶ σὲ
μένα μία δουλειά στή γῆ ἐτούτη; Για νὰ κοιτάξω εὐγνώμων τὰ Οὐράνια,
καὶ νὰ πιστέψω πιὸ θερμά!
Ἢ, ἂν τὰ θαύματα αὐτὰ εἶναι
τεράστια, καὶ δὲν τ' ἀξίζω τέτοιος πού 'μαι, μπορεῖς τουλάχιστο τὴ
θλίψη νὰ μοῦ παρεις πού μὲ τυλίγει ἀπὸ παντοῦ ὁλημερίς;
Μπορεῖς νὰ δείξεις καὶ σὲ μένα τὸ
φτωχὸ κάτι ἀπ' τὸ χαμόγελό σου; Λίγη χαρά, ποὺ σίγουρα σού περισσεύει, στεῖλε κι ἐντός μου Ἄγγελε.
Πάντως, βαρέθηκα νὰ ἀκούω ἀπλῶς
νὰ μοῦ μιλοῦν γιὰ σένα. Λόγια, κηρύγματα καὶ ὁμιλίες.
Θέλω φέτος στὴ γιορτή σου, Ἄγγελέ
μου, κάτι πιὸ χειροπιαστό.
Δὲν ἔχω θράσος, μὴ μὲ δεῖς ἔτσι.
Οὔτε μὲ ἀσέβεια προκαλῶ. Σὲ προσκαλῶ. Δὲν ἀπαιτῶ. Ἐπαιτῶ. Σὰν τὰ παιδιὰ τῶν
φαναριῶν, μ' ἐλάχιστο τὸ φῶς ἐντός μου, παρακαλῶ:
Ἅγιε Ἄγγελε, ὁ ἐφεστῶς τῆς ἀθλίας
μου ψυχής καὶ ταλαιπώρου μου ζωῆς. Μὴ ἐγκαταλείπης μέ.