Τέτοιες μέρες του 1973, πριν από 40 χρόνια, είχαμε ένα καλοκαίρι μεστό σοβαρών γεγονότων.
Άρχισε με το Κίνημα του Ναυτικού τον Μάιο και τη σύλληψη και φυλάκιση στο ΕΑΤ- ΕΣΑ όσων αξιωματικών και πολιτικών συμμετείχαν, ακολούθησε η κατάργηση της μοναρχίας μ’ ένα διάγγελμα του Γ. Παπαδόπουλου, η γενική αμνηστία που δόθηκε και το δημοψήφισμα στα τέλη Ιουλίου που με συντριπτικό ποσοστό καθιέρωσε την «Προεδρική Δημοκρατία».
Μετά, όλα έμοιαζαν ήρεμα, με «Πρόεδρο της Δημοκρατίας» τον Γ. Παπαδόπουλο, αντιπρόεδρο τον Οδυσσέα Αγγελή και πρωθυπουργό τον Μαρκεζίνη με την υπόσχεση ότι θα οδηγούσε τη χώρα στον εκδημοκρατισμό και τις ελεύθερες εκλογές τον Φεβρουάριο του 1974. Ήρεμα τρόπος του λέγειν, γιατί μέσα σ’ εκείνη την ηρεμία, μετά την χιονοστιβάδα των γεγονότων, εξυφαίνονταν αόρατες παράλληλες συνωμοσίες, ορατές μόνο από τα μέλη τους.
Το καλοκαίρι, λοιπόν, του 1973, υπήρχαν δύο συνωμοτικά κέντρα που δρούσαν μέσα στον στρατό. Το ένα ανήκε σε ομάδα κατώτατων αξιωματικών -λοχαγών- με την επωνυμία «Νέοι Αξιωματικοί» και το άλλο υπό τον πανίσχυρο αρχηγό της ΕΣΑ Δημήτριο Ιωαννίδη. Ας δούμε όμως πως δρούσε η «ομάδα των λοχαγών», όπως μας αποκαλύπτει άτομο που μετείχε ενεργά στη κίνηση.
Οι «Νέοι Αξιωματικοί»
Οι «Νέοι Αξιωματικοί» ήταν μία οργάνωση την οποία διοικούσε μια πενταμελής ομάδα λοχαγών, δραστήριων και τολμηρών, που εκπροσωπούσε εκατοντάδες άλλους νέους αξιωματικούς. Όλοι «ανησυχούσαν» για τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα και συμφωνούσαν ότι μόνο ένα καθεστώς τύπου Μεταξά, μπορούσε να βγάλει τη χώρα από τα αδιέξοδα. Γι αυτό, κατά την άποψη τους, χρειαζόταν ένας βασιλιάς, όχι όμως ο έκπτωτος Κωνσταντίνος, γιατί, όπως έλεγαν «ο Κωνσταντίνος είναι δημοκρατικός, φίλος των πολιτικών κι έχει κινηθεί εναντίον της Επαναστάσεως». Έτσι έστρεψαν την προσοχή τους στην ανεύρεση κάποιας προσωπικότητας άφθαρτης, ελκυστικής, που θα τον όρκιζαν βασιλιά όταν θα ερχόταν η ώρα!
Ένας συνάδελφός τους που υπηρετούσε ως στρατιωτικός ακόλουθος στη Λισσαβόνα, τους πληροφόρησε για την ύπαρξη «πρίγκιπα ελληνικής καταγωγής, ορθόδοξο στο θρήσκευμα». Ήταν ο 30χρονος -τότε- Ρώσος πρίγκιπας Αλέξιος Ρομανόφ, εγγονός του τσάρου Νικολάου που ζούσε εξόριστος στην Πορτογαλία.
Όλοι τον δέχτηκαν μ’ ενθουσιασμό, αφού πληρούσε βασικά προσόντα: Πρίγκιπας που έλκει την καταγωγή του από το Βυζάντιο και επί πλέον είναι Χριστιανός Ορθόδοξος. Ένας αξιωματικός ταξίδεψε στην Πορτογαλία και μίλησε μαζί του. Εκείνος δέχτηκε την πρόσκληση, ήρθε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε, για να μη γίνει στόχος, στο ξενοδοχείο «Au Berge» στη Βαρυμπόμπη.
Οι συνομιλίες και το «κάρφωμα»
Στο ξενοδοχείο αυτό πηγαινοερχόταν με κάθε μυστικότητα η «πενταμελής χούντα» και συνομιλούσε με τον Αλέξιο. Σχέδιο τους ήταν να βρεθεί η κατάλληλη στιγμή, να ανατρέψουν τον Παπαδόπουλο και αμέσως να ορκίσουν το νέο βασιλιά για τον οποίο πίστευαν ότι δε θα υπήρχαν αντιδράσεις και ο λαός θα τους αποδεχόταν ως ανατροπείς του Παπαδόπουλου.
Η υπόθεση όμως δεν προχώρησε γιατί ένας από τους μυημένους αξιωματικούς «κάρφωσε» τους συναδέλφους του στον Παπαδόπουλο. Αμέσως τέθηκε υπό παρακολούθηση το ξενοδοχείο και από τα τηλεφωνήματα που έκανε ο Αλέξιος στο εξωτερικό αποκαλύφθηκε ο σκοπός της παρουσίας του στην Ελλάδα. Τότε, με κάθε μυστικότητα, οι αρχές ασφαλείας διέταξαν την απέλαση του! Μεταφέρθηκε με αεροπλάνο της Ολυμπιακής, συνοδευόμενος από δύο αξιωματικούς, στη Λευκωσία κι από εκεί, με άλλο αεροπλάνο, έφυγε, μόνος πλέον, μέσω Ρώμης στη Λισσαβόνα.
Από την πενταμελή ομάδα των «Νέων Αξιωματικών» κατ’ εντολή του Παπαδόπουλου ουδείς συνελήφθη, γιατί δεν ήθελε εκείνο το διάστημα να φανεί ότι «κάτι κινείται» στο στράτευμα. Τους έγιναν όμως αυστηρές συστάσεις και παρατηρήσεις και μετατέθηκαν σε μονάδες εκτός Αθηνών.
Ο Ιωαννίδης
Παραδόξως την κίνηση αυτή των «Νέων Αξιωματικών» δεν αντελήφθη ο Ιωαννίδης, όπως θα έπρεπε. Την έμαθε μετά τον Παπαδόπουλο και νόμιζε πως πίσω από την κίνηση της ομάδας αυτής ήταν ο στενός συνεργάτης του Λαδά (διευθυντής του γραφείου του) ακροδεξιός δικηγόρος Κώστας Πλεύρης. «Πού θα μου πάει, θα τον τσακίσω!», έλεγε ο Ιωαννίδης για το συνωμότη δικηγόρο, όπως θα δούμε παρακάτω.
Η δεύτερη ομάδα που δρούσε εκείνο το διάστημα συνωμοτικά ήταν του Δημήτρη Ιωαννίδη, πανίσχυρου την εποχή εκείνη, αφού ήλεγχε την ΕΣΑ και τη Διεύθυνση Ασφαλείας Στρατού (ΔΑΣ). Ο Ιωάννης Λαδάς ήταν ο πρώτος που προειδοποίησε τον Παπαδόπουλο ότι κινδυνεύει από τον Ιωαννίδη, αλλά εκείνος, όπως έλεγαν τότε παλιοί συνεργάτες του, «έπασχε από αθεράπευτη εμπιστοσύνη προς τον αρχηγό της ΕΣΑ».
Κι αυτό έχει μια προϊστορία. Δυο χρόνια πριν, ο Λαδάς σε μια συνεδρίαση της λεγόμενης «Επαναστατικής Επιτροπής» (στην οποία μετείχαν 17 αξιωματικοί) έψεξε τον Παπαδόπουλο ότι «με τις πράξεις του παρεκκλίνει από το πνεύμα της Επαναστάσεως και θα πρέπει, αν δεν μπορεί, να παραιτηθεί και να οδηγήσει το άρμα της εξουσίας μια Τριμελής Επιτροπή». Τότε ζήτησε και πήρε τον λόγο ο Ιωαννίδης που τους προσγείωσε όλους, «Κύριοι συνάδελφοι, κανείς δεν μπορεί από εσάς να ομιλεί εξ ονόματος των Ένοπλων Δυνάμεων. Γιατί όπως βλέπετε, στολή φοράω μόνο εγώ. Τις εκπροσωπώ συνεπώς μόνον εγώ. Και εγώ λέω ότι αι Ένοπλοι Δυνάμεις στηρίζουν τον αρχηγό της Επαναστάσεως Γεώργιο Παπαδόπουλο». Αυτός ήταν ο λόγος που ο Παπαδόπουλος του είχε τυφλή εμπιστοσύνη γιατί τον έβγαλε από μια δύσκολη κατάσταση. Ακόμα και ο Παττακός είχε προειδοποιήσει τον Παπαδόπουλο ότι κάτι ετοιμάζει πίσω από την πλάτη του, αλλά εκείνος τον καθησύχαζε: «Στέλιο, ο Μίμης είναι αρσακειάδα»…
Τελικά, η ομάδα του Ιωαννίδη αποφάσισε να κάνει το κίνημα στις 25 Νοεμβρίου, αφού τον δυσκόλεψαν αρκετά στις κινήσεις του τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Επικράτησε με άνεση. Τα χαράματα, ανήμερα της Αγίας Αικατερίνης, έστειλε άρματα στο Λαγονήσι, όπου διέμενε ο Παπαδόπουλος στη βίλα του Ωνάση. Πριν όμως από τα άρματα, κατέφθασε ο ταγματάρχης Κουλουμβάκης με τέσσερις λοχίες της ΕΣΑ με τη διαταγή να σκοτώσει τον Παπαδόπουλο.
Ο Ιωαννίδης ήθελε πάση θυσία νεκρό τον Παπαδόπουλο, αλλά χάρη στη σύνεση του Κουλουμβάκη δεν έγινε κάτι τέτοιο. Έπειτα δεν συνέτρεχε λόγος, αφού ο Παπαδόπουλος που κατάλαβε τι συνέβαινε -φρονίμως ποιών- απέσυρε αμέσως τη φρουρά του χωρίς να αντιδράσει. Ο Ιωαννίδης είχε κάθε λόγο να σκοτωθεί ο λαομίσητος Παπαδόπουλος, γιατί κατά την άποψη του, μετά τον μεγάλο λαϊκό ξεσηκωμό του Πολυτεχνείου θα κέρδιζε τη λαϊκή συμπάθεια!
Όταν του τηλεφώνησε ο Κουλουμβάκης και του ανέφερε ότι η αποστολή του εξετελέσθη, ο Ιωαννίδης τον ρώτησε: «Μπράβο! Πόσοι είναι οι νεκροί;». «Κανένας αρχηγέ!», είπε ο Κουλουμβάκης. Και ο Ιωαννίδης δυσαρεστημένος έκλεισε το τηλέφωνο αποκαλώντας τον θυμωμένα: «Βλάκα!».
Την επόμενη μέρα, αφού όρκισε πρόεδρο της Δημοκρατίας τον στρατηγό Φαίδωνα Γκιζίκη, ήθελε να κλείσει δυο εκκρεμότητες, από γεγονότα του παρελθόντος που τον εξέθεσαν ανεπανόρθωτα. Έστειλε πρώτα τον λοχαγό Μπέλλο με μία ομάδα δέκα Εσατζήδων, συνέλαβαν τον Πλεύρη και τον έκλεισαν στο ΕΑΤ- ΕΣΑ, «για να μάθει -όπως είπε- να μη συνωμοτεί εν αγνοία μου».
Μετά, Εσατζήδες με πολιτικά συνέλαβαν και οδήγησαν ενώπιον του τον ιδιοκτήτη του ζαχαροπλαστείου «Μοκάμπο» που βρισκόταν τότε στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Με τις απειλές και τα χαστούκια ζητούσε να μάθει ποιοι αξιωματικοί συνωμοτούσαν στο πατάρι του μαγαζιού του. Κι εκείνος ο άμοιρος που δεν γνώριζε του απαντούσε: «Τόσοι μπαίνουν στο μαγαζί, πού να ξέρω ότι έμπαιναν και αξιωματικοί για να συνωμοτήσουν»…
http://freepen.gr/2013