Πολλοί που έτυχε να ιδούν τον Πατέρα Αρσένιο να υψώνη τα χέρια του και να παρακαλή τον Θεό και να φωνάζη προσευχόμενος «Θεέ μου!», έλεγαν: «Λες και ξεκοβόταν η καρδιά του εκείνη την ώρα και θαρρείς έπιανε τον Χριστό από τα πόδια και δεν Τον άφηνε, εάν δεν του έκανε το αίτημα του».
Ο μεν Πατήρ Αρσένιος έκανε συνέχεια προσπάθεια να κρύβεται, η δε Χάρις του Θεού, που κατοικούσε μέσα του, συνέχεια τον πρόδιδε και μακριά ακόμη.
. «Εμείς», όπως έλεγαν οι Φαρασιώτες, «στην Πατρίδα μας τι θα πει γιατρός, δεν ξέραμε στον Χατζεφεντή τρέχαμε. Στην Ελλάδα μάθαμε από γιατρούς, αλλά αν τα πούμε στους εντόπιους, τους φαίνονται παράξενα».
***
Εκτός από τα άλλα του χαρίσματα είχε και
το προορατικό χάρισμα. Είχε πληροφορηθεί από τον Θεό, πως θα έφευγαν
για την Ελλάδα και έγινε στις 14 Αυγούστου του 1924 μ.Χ. με την
ανταλλαγή των πληθυσμών. Γνώριζε από προηγουμένως και τον θάνατό του και
ότι αυτός θα συνέβαινε σ’ ένα νησί.
Η αγία του μορφή συνέχεια σκορπούσε Χάρη και παρηγοριά.
Το πρόσωπό του έλαμπε από την ασκητική γυαλάδα, που έμοιαζε σαν το χρώμα του φτιασμένου κυδωνιού.
Είχε πια εξαϋλωθεί από τους υπερφυσικούς
πνευματικούς αγώνες, που έκανε από αγάπη στον Χριστό, καθώς και από τους
πολλούς του κόπους για την αγάπη προς το ποίμνιο του, που το ποίμανε
πενήντα χρόνια σαν καλός Ποιμένας.
***
Οι κάτοικοι των Φαράσων όλα τα αγαθά του Θεού τα είχαν· τον χειμώνα ήταν όλοι στα σπίτια τους και είχαν γιορτές πολλές. Μικροί και μεγάλοι όμως οπλοφορούσαν, διότι θα έπρεπε να είναι έτοιμοι με την σφυρίχτρα (σύνθημα) να τρέξουν για να προστατέψουν το χωριό από τους Τσέτες (Τούρκους αντάρτες). Αστυνομία φυσικά δεν ήταν στην περιοχή εκείνη, διότι δεν συνέφερε στους Τούρκους να έχουν, για να κινούνται οι Τσέτες άνετα. Αυτοί ήταν βαλτοί από τους Τούρκους, για να καταστρέψουν τα έξι εκείνα Χριστιανικά χωριά των Φαράσων, που αποτελούσαν ένα μικρό Ελληνικό κομμάτι μέσα στην Τουρκιά. …Έλεγε πολλές φορές ο Άγιος Πατέρας στα ζωηρά παιδιά: «Η ζωηράδα σας να ξεσπάη στους Τσέτες, για να μην πατήσουν το χωριό μας». Πράγματι και συνέβαινε αυτό στους νέους. «Όταν έρχονταν οι Τσέτες, μου διηγόταν ο πατέρας μου, έτρεχαν και πολλά ζωηρά παιδάκια, για να πολεμήσουν και αυτά, λες και πήγαιναν για χιονοπόλεμο, και δεν μπορούσα να τα συγκρατήσω».
– Ο Πρόδρομος Εζνεπίδης διηγήθηκε πως μια φορά είχαν έρθει πολλοί Τούρκοι (Τσέτες) στο χωριό (Φάρασσα) και έτυχε εκείνος να είναι άρρωστος στο κρεββάτι και να σπαρταράη σαν το ψάρι από δυνατό ρίγος. Όταν τον ειδοποίησαν, βρέθηκε σε δύσκολη θέση σαν Πρόεδρος, γιατί έφερνε ευθύνη του χωριού, και είπε σ’ αυτούς που ήταν γύρω του να τον πιάσουν, όπως ήταν, και να τον πάνε στον Χατζηεφέντη. Όπως και έκαναν. Ο Χατζηεφέντης, όταν τον είδε σ’ αυτή τη κατάσταση και έμαθε που είχαν έρθει οι Τούρκοι, ούτε καν τη φυλλάδα του πήρε να τον διαβάσει, αλλά χωρίς να χασομερήση καθόλου, πήρε ένα τσεραστούπι (κανδηλοκέρι), το ευλόγησε, το τύλιξε στο δεξί του χέρι και του είπε: «Πήγαινε παλικάρι, στην ευχή του Χριστού και διώξε τους Τούρκους να μην μπουν στο χωριό μας». Αμέσως έγινε καλά με την ευχή του, συγκέντρωσε τα παλληκάρια του χωριού και τους έδιωξε, χωρίς να έχουν ούτε τραυματία.
– Επίσης
διηγήθηκε ο ίδιος ότι μια άλλη φορά είχαν πάει πολλοί Τούρκοι (Τσέτες),
για να πατήσουν τα Φάρασα. Στο χωριό οι άνδρες έλειπαν, άλλοι στα
μακρινά κτήματα και άλλοι στα ταξίδια.
Αναγκάστηκε τότε να μαζέψη τα μικρά παιδιά,
μόνο για να δείξουν στόχο γύρω από το Κάστρο ότι είναι πολλοί, και μετά
τα έδιωξε, για να κρυφθούν.
Μερικοί γέροι που ήταν, και αυτοί
σκόρπισαν, και τελικά έμεινε μόνος του με την απόφαση να σκοτωθή
καλύτερα παρά να ιδή του Τούρκους στο χωριό. Είχαν τελειώσει όμως οι
σφαίρες του και μετά τον έπιασαν ζωντανό οι Τούρκοι. Αφού τον έδεσαν
γερά, τον πήγαν στο σπίτι του και τον ανέβασαν στο δώμα (ταράτσα), όπου
είχαν στήσει τη κρεμάλα του. Εκεί τον βασάνιζαν, για να τους δώση ό,τι
είχε και μετά να τον τελειώσουν. Εκείνη τη στιγμή όπου τον βασάνιζαν,
δεν ξέρει πως του ήρθε, είπε στου Τούρκους:
«Ό,τι έχω, τα έχω στον Χατζεφεντή».
Οι Τούρκοι δεν χασομερούν και τον πηγαίνουν
στον Πατέρα Αρσένιο. Όταν άνοιξε την πόρτα του ο Πατήρ και είδε αυτή τη
σκηνή, πολύ πληγώθηκε, και μάλιστα μάλωσε τους Τούρκους, που τον είχαν
δεμένο, για να τον ελευθερώσουν γρήγορα, και μάλιστα τους είπε και «παλιότουρκους».
Ο αρχηγός τους θύμωσε και τράβηξε το χατζάρι του, για να κόψη τον
Χατζεφεντή. Ο Χατζεφεντής τότε λέγει στον Τούρκο Καπετάνιο: «Γρήγορα
κατέβασε το χέρι σου κάτω ξερό».
Ώ του θαύματος! Το χέρι του Τούρκου
κατέβηκε ξερό κάτω αγκυλωμένο και το χατζάρι του έπεσε κάτω καταγής.
Όταν είδαν αυτό οι άλλοι Τούρκοι της συμμορίας, άρχισαν να τρέμουν από
φόβο και ο αρχηγός με κλάματα να παρακαλεί να του κάνη καλά το χέρι του.
Ο Πατήρ Αρσένιος τότε του σταύρωσε το χέρι του και το θεράπευσε. Και
αφού έλυσαν και τον Πρόεδρο, τους μάλωσε, για να μην ξαναπατήσουν στο
χωριό. Πράγματι από εκείνη τη συμμορία δεν είχε ξαναπατήσει κανείς στα
Φάρασσα.
Ο
Ιωάννης Κυρκαλάς διηγήθηκε ότι μια φορά είχαν πάει πολλοί Τούρκοι
(Τσέτες) στα Φάρασα και, αφού έπιασαν κρυφά δώδεκα πλουσίους του χωριού,
ειδοποίησαν τις οικογένειες τους: Ή θα τους πάνε πεντακόσιες χρυσές
λίρες ή θα τους κόψουν. Επίσης εμήνυσαν και το εξής στους Φαρασιώτες: Η
παραμικρή τους κίνηση για να τους χτυπήσουν, θα είναι εις βάρος των
κρατουμένων, διότι πρώτα θα κόψουν αυτούς και μετά θα αρχίσουν την μάχη.
Όλα τα Φάρασα είχαν αναστατωθή τότε και
άλλοι έτρεξαν να συγκρατήσουν τα παλληκάρια του χωριού, για να μην
κάνουν καμμιά τρέλλα και τους χτυπήσουν, και άλλα γυναικόπαιδα έτρεξαν
στον Χατζεφεντή, που ήταν η μόνη τους ελπίδα, γιατί οι Τούρκοι ήταν
πολλοί και οχυρωμένοι – λέγουν γύρω στους τριακόσιους ογδόντα.
Ο Πατήρ Αρσένιος, μόλις το μαθαίνει,
πηγαίνει στην Εκκλησία και λέγει στους επιτρόπους να του δώσουν όλα τα
χρήματα που είχε το παγκάρι, τα οποία ήταν γύρω στις πενήντα λίρες. Τα
παίρνει λοιπόν ο Πατήρ μαζί του και με δυο γέρους ανεβαίνει στο λημέρι
των Τσετών και ζητάει τον Καπετάνιο τους, ο οποίος ήρθε χαρούμενος,
γιατί νόμιζε ότι έφεραν τις πεντακόσιες λίρες. Μόλις είδε τον Καπετάνιο
τους ο Πατήρ Αρσένιος, άρχισε να τον μαλώνη με τα εξής λόγια:
– Δεν φοβάσαι τον Θεό; Δεν ντρέπεσαι
καθόλου; Από πού θα τις βρουν τις πεντακόσιες λίρες οι φτωχοί αυτοί
άνθρωποι και λέτε ότι θα τους κόψετε, εάν δεν σας τις δώσουν;
Παίρνει μετά την σακκούλα με τα χρήματα της Εκκλησίας (τα ψιλά), τα πετάει και τους λέγει:
– Πάρτε αυτά για τον κόπο που
κάνατε και φέρτε γρήγορα τους ανθρώπους μου, γιατί αλλιώς θα σας κόψω
εγώ πέτρες επί τόπου όλους σας.
Με τα λόγια αυτά που τους είπε: «Θα σας κόψω πέτρες», όλοι οι Τούρκοι είχαν μείνει στον τόπο τους ακίνητοι σαν αγάλματα. Μετά από λίγο, ενώ έμεναν έτσι μαρμαρωμένοι, τους λέγει ξανά ο Πατήρ:
– Γρήγορα, φέρτε τους ανθρώπους μου και φύγετε.
Τότε μόνον μπόρεσαν να ελευθερωθούν από
εκείνο το αόρατο δέσιμο που ένιωθαν και έλυσαν τους δώδεκα κρατουμένους
Φαρασιώτες και έφυγαν κατατρομαγμένοι από εκείνο το μαρμάρωμα που
έπαθαν, χωρίς να σκύψουν να πάρουν ούτε τις πενήντα λίρες, που ήταν στην
γη σκορπισμένες. Ο Πατήρ Αρσένιος είπε στους κρατουμένους: «Μάστε τα
χρήματα της Εκκλησίας και πάμε να φύγουμε», και γύρισαν μετά στο χωριό
χαρούμενοι.
[…] Αυτό δε που βοηθούσε περισσότερο και ενίσχυε τους φοβισμένους Χριστιανούς για να μένουν σταθεροί στην πίστη τους, δεν ήταν τα ενισχυτικά του λόγια μόνο, αλλά τα θαυμαστά έργα, που έβλεπαν να κάνει ο Πατήρ Αρσένιος, διότι είχε άφθονη την θεία Χάρη και θεράπευε τις ψυχές και τα σώματα των πονεμένων ανθρώπων. Οι Χριστιανοί, όταν τα έβλεπαν, γίνονταν πιο πιστοί, διότι έβλεπαν την μεγάλη δύναμη της πίστεως μας. Οι δε Τούρκοι, που τα έβλεπαν και αυτοί, και Χριστιανοί να μη γίνονταν, έπαυαν κάπως να δαγκώνουν τους Χριστιανούς.
Είναι αλήθεια ότι ο Πατήρ, όπου περνούσε και του έφερναν αρρώστους, για να τους διαβάση, ποτέ δεν εξέταζε εάν ο άρρωστος είναι Χριστιανός ή Τούρκος, αλλά από ποια αρρώστια πάσχει, για να βρη την ανάλογη ευχή. Όταν θεράπευε τον άρρωστο με την Χάρη του Θεού, έκανε τους Τούρκους να καταλάβουν την μεγάλη αξία της Ορθοδοξίας μας και να την ευλαβούνται.
Μεγαλύτερο κακό έκαναν οι προτεστάντες στον ευλαβή Ορθόδοξο λαό της Ανατολής παρά οι Τούρκοι, γιατί οι Τούρκοι ομολογούσαν ότι είναι Τούρκοι, και οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί τους απέφευγαν σαν Τούρκους. Ενώ οι προτεστάντες παρουσιάζονταν με το Ευαγγέλιο και παρέσυραν τους απλούς στην πλάνη τους και κατέστρεφαν ψυχές.
Αυτό που είχε κουράσει περισσότερο όλα αυτά τα χρόνια τον ακούραστο καλόν εργάτη Πατέρα Αρσένιο στον Αμπελώνα του Χριστού, δεν ήταν τόσο η δουλειά, όσο το άγρυπνο φύλαγμα του αμπελιού, διότι ήταν σε πολύ απόμερο μέρος τα Φάρασα και γύρω-γύρω ήταν άγρια θηρία (οι Τσέτες), που ορμούσαν, για να σπάσουν τους φράχτες και να μπουν να το καταστρέψουν. Βλέποντας όλη αυτή την μεγάλη αγωνία ο Καλός Θεός, ξερρίζωσε τα κλήματα όλα και τα πήρε μαζί με τον Αμπελουργό· τα μεν κλήματα να τα μεταφυτέψη στο μεγάλο Του αμπέλι στην Ελλάδα, τον δε Αμπελουργό να πάρη πια κοντά Του, να ξεκουρασθή.
Καθώς ανέφερα πιο πάνω, στον βίο του Οσίου Αρσενίου, είναι ατέλειωτα τα θαύματα που έκανε με την Χάρη του Χριστού, και …. ίσως μας βοηθήσουν στα δύσκολα χρόνια που περνάμε.
Η αρετή, βλέπετε, δεν κρύβεται, όσο και να θέλει κανείς, όπως ο ήλιος δεν κρύβεται με το κόσκινο, διότι από τις τρυπούλες θα περάσουν ακτίνες αρκετές.
Αυτός ήταν ο Πατήρ Αρσένιος!
Μόνος, μικρός, με μόνη του Θεού την προστασία!
Μόνος, μεγάλος, δοσμένος μόνο στον Θεό και στην εικόνα Του !
Μόνος στο τέλος της ζωής του με τον Θεό μόνο !
(Μοναχού Παϊσίου Αγιορείτου, «Ο
Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης», εκδ. Ι.Ησυχαστηρίου Ευαγγελιστής Ιωάννης ο
Θεολόγος, Σουρωτή, Θεσ/νίκης 1991, σ.114-121)
https://iconandlight.wordpress.com/