Ο Άγιος Γέροντας Πορφύριος γεννήθηκε το 1906 στο χωριό Άγιος Ιωάννης Καρυστίας της Ευβοίας. Προήλθε από μια πτωχή αγροτική οικογένεια. Στο σχολείο φοίτησε μόνο δύο χρόνια αφού λόγω της ασθένειας του δασκάλου και της φτώχεια της οικογένειάς του, αναγκάστηκε να εργασθεί. Λίγο αργότερα, περίπου εννέα χρονών, εργάστηκε στο ανθρακωρυχείο της περιοχής και μετά σ΄ ένα παντοπωλείο στον Πειραιά. Ο πατέρας του είχε πάει να δουλέψει στη διώρυγα του Παναμά, για να συντηρήσει την οικογένειά του.
Στα χέρια του οκτάχρονου τσοπανόπουλου περιήλθε ένα φυλλάδιο με τον βίο του Αγίου Ιωάννη του Καλυβίτη, το οποίο διάβαζε συλλαβιστά. Αυτός ο Άγιος είχε συγκινήσει τον μικρό Ευάγγελο και του δημιούργησε τον πόθο να τον μιμηθεί. Έτσι, γύρω στα δώδεκα χρόνια του, ξεκίνησε μόνος του, κρυφά, για το Αγίων Όρος και στο πλοίο συνάντησε τον μετέπειτα Γέροντά του, ιερομόναχο Παντελεήμονα, τον πνευματικό, που ασκήτευε στην καλύβι του Αγίου Γεωργίου, στη Σκήτη Καυσοκαλυβίων του Αγίου Όρους.
Σ΄ αυτόν τον Γέροντα και τον αυτάδελφό του, τον μοναχό Ιωαννίκιο, ο νεαρός δόκιμος έκανε άκρα υπακοή και έτσι, σε λίγα χρόνια, εκάρη μοναχός και έμαθε εμπράκτως τα μυστικά της πνευματικής ζωής.
Αποτέλεσμα της μεγάλης αγάπης του στον Χριστό και τους γέροντές του, της υπακοής και της ασκήσεώς του, ήταν η Χάρη του Θεού και, σε νεαρή ηλικία, το χάρισμα της διοράσεως, δηλαδή της δυνατότητας να βλέπει, όταν η Χάρη του Θεού ενεργούσε, τα αόρατα πράγματα ή πνεύματα ή γεγονότα του παρελθόντος και του παρόντος και μερικές φορές και του μέλλοντος.
Στο Άγιον Όρος ασθένησε από πλευρίτιδα γύρω στα 18 του χρόνια, και οι γέροντές του τον έστειλαν σε μοναστήρι στην Εύβοια για θεραπεία.
Σ΄ αυτό το μοναστήρι τον γνώρισε ο Αρχιεπίσκοπος Σινά, Πορφύριος, και αφού διεπίστωσε ότι ο Θεός τον είχε ευλογήσει με τη Χάρη Του, τον χειροτόνησε ιερέα, σε ηλικία 20 ετών. Μετά από ένα μικρό διάστημα, ο Μητροπολίτης της περιοχής τον κατέστησε πνευματικό και έτσι έθεσε στην υπηρεσία των πιστών το χάρισμα της διοράσεως, με το οποίο ο Θεός είχε χαριτώσει τον δοΰλο του Πορφύριο.
Ο νεαρός ιερομόναχος και πνευματικός Πορφύριος βοηθούσε τους ανθρώπους και καταπραΰνοντας την ψυχή τους από τις απάτες, όπως εκείνες των «μαγισσών», οι οποίες με το πρόσχημα οτι θα τους λύσουν μάγια, τους απομυζούσαν τις οικονομίες τους, θεραπεύοντας τις σωματικές τους ασθένειες.
Και σε αυτό το πλαίσιο έλεγε: «Και πάντα εύχομαι τα πνευματικά μου παιδιά ν΄ αγαπήσουν τον Θεό, που είναι το παν, για να μας αξιώσει να μπούμε στην επίγειο άκτιστη Εκκλησία Του. Γιατί από εδώ πρέπει ν΄ αρχίσουμε και να διαβάζω τους ύμνους της Εκκλησίας, την Αγία Γραφή και τους βίους των Αγίων μας και εύχομαι και σεις να κάνετε το ίδιο. Εγώ προσπάθησα με τη Χάρη του Θεού να πλησιάσω τον Θεό και εύχομαι και εσείς να κάνετε το ίδιο».
Το 1940, διορίστηκε εφημέριος στην Πολυκλινική Αθηνών, στην οδό Σωκράτους, κοντά στην πλατεία Ομονοίας. Σ΄ αυτή τη θέση παρέμεινε 33 χρόνια, εξομολογώντας τους ασθενείς και άλλους, προσευχόμενος, συμβουλεύοντας και θεραπεύοντας με την προσευχή και τη Χάρη του Θεού ασθενείς που ζητούσαν τη βοήθειά του.
Το 1950, νοίκιασε το εγκαταλελειμμένο μοναστηράκι του Αγίου Νικολάου Καλλισίων στην Πεντέλη, και, μέχρι το 1978, καλλιεργούσε την περιοχή του. Το 1979, εγκατεστάθηκε στο Μήλεσι Αττικής, κοντά στον Ωρωπό, όπου άρχισε να κτίζει το Ησυχαστήριο της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος.
Σ΄ αυτό δεχόταν επισκέπτες από όλα τα μέρη του κόσμου, για διάφορα προβλήματα. Τον Ιούνιο του 1991, προαισθανόμενος το τέλος του, και μή θέλοντας να κηδευθεί με τιμές, αναχώρησε για το καλύβι του Αγίου Γεωργίου στα Καυσοκαλύβια του Αγίου Όρους, όπου είχε καρεί μοναχός πριν από περίπου 70 χρόνια.
Στις 4:31΄ το πρωί της 2/12/1991, παρέδωσε το πνεύμα στον Κύριο, που τόσο αγάπησε στη ζωή του. Εκεί ετάφη σε έναν απλό καλογερικό τάφο, με την παρουσία μόνο των συμμοναστών του, διότι είχε παραγγείλει, από μεγάλη ταπείνωση, να αναγγελθεί η κοίμησή του μόνον μετά την ταφή του. Τώρα, σ΄ αυτόν τον τάφο αναπαύεται άλλος μοναχός, τα δε λείψανα του Γέροντος Πορφυρίου κατ΄ εντολήν του προς τους υποτακτικούς του, έχουν αποκρυφτεί σε απρόσιτο μέρος.