Στοχασμοί της συνείδησης που αγρυπνά…
Η αναγαγούσα μάνα-μνήμη της ρίχνει κι απόψε σχοινί, σαν μεσοπέλαγα ναυαγεί…
Μαύρη κι αφέγγαρη η θάλασσα, ανταριασμένη από κύματα που γυρεύουν να με καταπιούν…
Σαν πρώτος ήλιος και κελάηδημα πρωινό, οι θύμησες μπάζουν από τις χαραμάδες της πόρτας στο νέο σου ζωντάνεμα…
Ταξιδεύεις στα χρόνια τα αγνοκέρια σου, που φώτιζαν τη χαμοκέλα την ταπεινή, σαν ετοιμαζόσουν μπροστά στο αναμμένο μαγκάλι, με μια μπουκλιά αγιασμό και μια ψίχα αντίδωρο να μυρώνει το στόμα…
Στον πάνινο τορβά σου, μαζί με το αναγνωστικό και το χοντρό τετράδιο και ένα κούτσουρο για την ξυλόσομπα της τάξης, το δικό σου μερίδιο στην θαλπωρή και στον πολλαπλασιασμό της αγάπης…
Σιμά στην αίθουσα, το μικρό δωμάτιο της δασκάλας. Στο διάλειμμα και πάλι θα κλέψεις εικόνες από το καντήλι πάνω στο μικρό τραπέζι και τις κόκκινες βελέντζες στο ντιβανάκι της γωνιάς…
Πόσο μιλούσε εκείνη για τον Χριστό Σωτήρα, για ηρωικούς αγίους και αγιασμένους ήρωες…
Μια μέρα την ώρα της Ιστορίας των γενναίων, σταμάτησε απότομα και στάθηκε δίπλα στο παράθυρο κοιτάζοντας προς της αυλής τις λεύκες…
-Ποιόν από όλους αυτούς θέλετε να συναντήσετε στην άλλη ζωή; μας ρώτησε.
-Tον Κολοκοτρώνη κυρία! -Τον Άγιο Μόδεστο!...Εσείς κυρία;
-Εγώ…εγώ την μάνα μου που δεν την γνώρισα…
Ω εκείνα τα δάκρυά της δίπλα στο παράθυρο…Να’ ξερες τότε την αξία τους! Θα έβγαζες αμέσως το μαντήλι σου να τα φυλάξεις…
Μα τα σφούγγισε τότε στα μυστικά η άνυδρη ψυχή σου…
Κι είναι εκείνα τα δάκρυα, σαν ρανίδες ποθητής βροχής, αργοπέφτοντας από τα μεσοδόκια και την καλαμωτή του παλιού σχολειού, που ακόμα την υγραίνουν…
Για αυτήν την βροχή σου μίλησα, μόλις απόρησες αχάραγα σαν σε ρώτησα: Πού πήγε το μαγκάλι;;
Νώντας Σκοπετέας
Εις μνήμην της κυρίας Δήμητρας της δασκάλας…