Με αφορμή την κρίση στο Αφγανιστάν, θυμόμαστε ένα «μέρος» της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που δεν είναι πολύ γνωστό, συγκεκριμένα την εκστρατεία του στη Βακτριανή και τη Σογδιανή.
Βακτριανή - Σογδιανή - Ο θάνατος του Δαρείου
Πριν αναφερθούμε όμως στα γεγονότα, ας δούμε πρώτα ποιες περιοχές αντιστοιχούν σήμερα στη Βακτριανή και τη Σογδιανή. Η Βακτριανή, είναι ιστορική περιοχή, στην οποία υπήρξε κράτος με πρωτεύουσα τα Βάκτρα (σήμ. Μπαλχ). Σήμερα, είναι μοιρασμένη ανάμεσα στο Τατζικιστάν, το Αφγανιστάν, το Ουζμπεκιστάν και το Τουρκμενιστάν. Το καλοκαίρι του 330 π.Χ., η εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου είχε τυπικά τελειώσει. Οι Πέρσες είχαν ηττηθεί και η πρωτεύουσά τους είχε καταστραφεί, σε αντίποινα για την καταστροφή της Αθήνας το 480 π.Χ. Όμως η ιδιοσυγκρασία του Αλέξανδρου αλλά και πολιτικοί λόγοι, οδήγησαν τη συνέχιση της εκστρατείας στα βάθη της Ασίας.
Το καλοκαίρι του 330 π.Χ., είχε δολοφονηθεί ο Δαρείος. Τρεις σατράπες του, ο Βήσσος, ο Ναβαρσάνης και ο Βαρσαέντης, τον αιχμαλώτισαν και ένας από αυτούς, ο Βήσσος ανακηρύχθηκε
βασιλιάς από τους Βακτρίους ιππείς και τους άλλους βαρβάρους που ήταν
μαζί του. Μόνο οι Έλληνες μισθοφόροι των Περσών, ο Αρτάβαζος και τα
παιδιά του, παρέμεναν πιστοί στον Δαρείο. Να σημειώσουμε ότι ο αρχηγός των Ελλήνων μισθοφόρων Πάτρων, είχε ενημερώσει τον Δαρείο για τη συνωμοσία που εξυφαινόταν σε βάρος του, αλλά ο Πέρσης βασιλιάς παρέμενε αδρανής και τελικά έπεσε στα χέρια των σατραπών. Ο Αλέξανδρος, θέλοντας να σώσει τον Δαρείο, άρχισε να καταδιώκει τον Βήσσο και τους άλλους αποστάτες, που μετέφεραν τον Δαρείο σε μια αρμάμαξα. Είναι χαρακτηριστικό, ότι ο Μακεδόνας στρατηλάτης διήνυσε σε ένα βράδυ, επικεφαλής επίλεκτων εφίππων, απόσταση 80 χιλιομέτρων! Τα
χαράματα, πλησίασαν τον Βήσσο και τους άλλους συνωμότες, οι οποίοι
τράπηκαν σε φυγή. Όμως ο Ναβαρζάνης και ο Βαρσαέντης "κατατρώσαντες" τον
Δαρείο, τον εγκατέλειψαν μισοπεθαμένο στην αρμάμαξα.
Ο Αλέξανδρος, που μετά τη νίκη του στα Γαυγάμηλα είχε αναγορευτεί «βασιλεύς της Ασίας», θεωρούσε τον εαυτό του «κληρονόμο και νόμιμο διάδοχο των Αχαιμενιδών στον περσικό θρόνο».
Ο
Αλέξανδρος, δεν αντιλήφθηκε το γεγονός αυτό μέσα στη σύγχυση και
προσπέρασε την αρμάμαξα όπου βρισκόταν ο ετοιμοθάνατος Δαρείος.
Όπως αναφέρει ο Πλούταρχος, κοντά στον Πέρση βασιλιά, στις τελευταίες
του στιγμές, βρέθηκε κοντά του ένας Έλληνας, ο Πολύστρατος. Ο Δαρείος,
του ζήτησε λίγο νερό και καθώς το έπινε, είπε στον Πολύστρατο (να
σημειώσουμε ότι ο Δαρείος γνώριζε ελληνικά...): "Αυτό, άνθρωπέ
μου, είναι το αποκορύφωμα της μεγάλης δυστυχίας μου, να έχω ευεργετηθεί
και να μην μπορώ να ανταμείψω τον άνθρωπο που με ευεργέτησε.
Ωστόσο,
τη χάρη που μου έκαμες, θα σου την ξεπληρώσει ο Αλέξανδρος και εκείνον
πάλι θα τον ανταμείψουν οι θεοί για την καλοσύνη που έδειξε στη μητέρα
μου, στη γυναίκα μου και στα παιδιά μου". Σε λίγο, ο Δαρείος
ξεψύχησε. Ήταν τότε, περίπου 50 ετών. Με τον θάνατο του Δαρείου
σφραγιζόταν το τέλος μιας μεγάλης αυτοκρατορίας. Ωστόσο, ο Αλέξανδρος,
που μετά τη νίκη του στα Γαυγάμηλα είχε αναγορευτεί «βασιλεύς της Ασίας», θεωρούσε τον εαυτό του «κληρονόμο και νόμιμο διάδοχο των Αχαιμενιδών στον περσικό θρόνο».
Η μεταβολή του χαρακτήρα της εκστρατείας
Από το καλοκαίρι 330 π. Χ. η εκστρατεία του Αλέξανδρου άλλαξε. Οι
Έλληνες πολεμιστές δεν αρκούσαν και έπρεπε να προσεγγίσει τους Πέρσες,
τους οποίους θαύμαζε για τη γενναιότητα που έδειξαν στις μάχες. Μετά
τον θάνατο του Δαρείου στο στράτευμα του Αλέξανδρου υπήρχε η εντύπωση
ότι θα επέστρεφαν στην Ελλάδα. Ωστόσο, κάποιοι έβλεπαν την αλλαγή στις
σκέψεις του Αλέξανδρου και του το επισήμαιναν: «Μην ξεχνάς την Ελλάδα, γιατί είμαστε λίγοι και σε ξένη χώρα», του
είπε χαρακτηριστικά ο φιλόσοφος Καλλισθένης. Υπήρχε βέβαια ένα τεράστιο
χάσμα στη νοοτροπία των Ελλήνων και των Περσών, το οποίο ο μόλις 26
ετών Αλέξανδρος κλήθηκε να γεφυρώσει.
Ο Μακεδόνας στρατηλάτης προβλήθηκε πλέον ως ο νόμιμος διάδοχος της περσικής δυναστείας και
αυτό του επέβαλλε την κατάπνιξη του στασιαστικού κινήματος του Βήσσου
και των άλλων σατραπών. Οι πληροφορίες από τη Βακτρία, όπου είχε
καταφύγει ο Βήσσος, έλεγαν ότι στρατολογούσε ισχυρό εθνικό στρατό για να
διεκδικήσει με τη σύμπραξη των ομοϊδεατών συνεργατών του την εξουσία
της Ασίας. Η εκστρατεία του Αλέξανδρου στις ανατολικές σατραπείες δεν
είχε όμως μόνο νέους στόχους. Οι νέες περιοχές όπου θα δρούσε το
εκστρατευτικό σώμα, από την Υρκανία ως τον Ινδικό Καύκασο, τον Ιαξάρτη και τον Ινδό, δίνουν
στην πορεία του τον χαρακτήρα όχι απλά μιας πολεμικής εκστρατείας, αλλά
και τον χαρακτήρα μιας πρωτοφανούς εξερευνητικής αποστολής.
Ο Αλέξανδρος ήταν όχι μόνο ο πρώτος αλλά και ο τελευταίος στρατηλάτης που οδήγησε ευρωπαϊκό στρατό σ’ αυτές τις περιοχές.
Τα ακριβή ίχνη της πορείας του στις αφιλόξενες περιοχές της κεντρικής
Ασίας δεν μπορούν ακόμα μέχρι σήμερα να προσδιοριστούν. Η πορεία αυτή
δεν ήταν καθόλου εύκολη. Εκτός από τις δυσκολίες λόγω των φυσικών
χαρακτηριστικών των περιοχών και των αντίξοων καιρικών συνθηκών, ο
Αλέξανδρος είχε να αντιμετωπίσει τους Βάκτριους και τους Σογδίους,
πολεμικούς λαούς με ειδικότητα σ’ αυτό που λέμε σήμερα κλεφτοπόλεμο. Γι’
αυτό χρειάστηκε τρία χρόνια να ολοκληρώσει την κατάκτηση της Βακτριανής
και της Σογδιανής, όταν μέσα σε τέσσερα κατάφερε από τον Ελλήσποντο να
φτάσει στην κατάκτηση της περσικής αυτοκρατορίας. Αρχικά προχώρησε στην
αναδιάρθρωση του εκστρατευτικού σώματος και στην αναμόρφωση της τακτικής
και της στρατηγικής, ενώ η ίδρυση μιας σειράς νέων πόλεων σε στρατηγικές θέσεις της Ασίας ήταν μια μεγαλοφυής κίνηση του Μακεδόνα στρατηλάτη.
Οι πολεμικές επιχειρήσεις του Αλέξανδρου απ’ το 330 ως το 327 π.Χ. Λίγες μέρες μετά τον θάνατο του Δαρείου το εκστρατευτικό σώμα του Αλέξανδρου ανασυντάχθηκε κοντά στην Εκατόμπυλο (πρόκειται
για το σημερινό Νταμγάν ή το Σαγρούντ), όπου έφτασαν και τα σώματα από
τον Νικάνορα. Όπως αναφέραμε, οι στρατιώτες του Αλέξανδρου πίστευαν ότι
είχε έρθει η ώρα της επιστροφής στην πατρίδα. Όμως ο Αλέξανδρος είχε
άλλη γνώμη. Αφού τους επαίνεσε για τα αναρίθμητα κατορθώματά τους, τους
ζήτησε να αγωνιστούν μαζί του για να εδραιώσουν την κυριαρχία τους επί
του περσικού κράτους. Η γοητεία που ασκούσε στο στράτευμα ο Αλέξανδρος
είχε άμεσα αποτελέσματα. Αξιωματικοί και στρατιώτες συνεπαρμένοι απ’ τα λόγια του έσπευσαν να τον ακολουθήσουν. Πριν το ξεκίνημα της νέας εκστρατείας απέλυσε τους άνδρες των συμμαχικών στρατευμάτων που συνέπρατταν με τον μακεδονικό στρατό. Σε
κάθε ιππέα δώρισε ένα τάλαντο και σε κάθε πεζό 10 μνας επιπλέον του
κανονικού μισθού τους, στον οποίο υπολογίστηκε ως χρόνος υπηρεσίας και
αυτός που θα χρειαζόταν για να επιστρέψουν στις πατρίδες τους. Οι
τελευταίες πολεμικές επιτυχίες είχαν φέρει στο ταμείο του Αλέξανδρου
πολλούς θησαυρούς, 26.000 τάλαντα κατά τον Κούρτιο.
Ο πάντα γενναιόδωρος Αλέξανδρος μοίρασε 12.000-13.000 τάλαντα στους στρατιώτες του. Όσοι
σύμμαχοι επέλεξαν να τον ακολουθήσουν αμείφθηκαν με τρία τάλαντα, ενώ
ανάλογα ποσά δόθηκαν και στους Μακεδόνες στρατιώτες. Πρώτη περιοχή που
κατέκτησε ήταν η Υρκανία στο ΒΑ άκρο του σημερινού Ιράν. Εκεί είχαν
καταφύγει οι 1.500 Έλληνες μισθοφόροι που πολεμούσαν στο πλευρό του
Δαρείου. Ο Αλέξανδρος ήταν πολύ σκληρός μ’ αυτούς, καθώς πολέμησαν εναντίον Ελλήνων συμπατριωτών τους παρά τα δόγματα των Ελλήνων. Όσοι
μισθοφόροι είχαν στρατολογηθεί πριν τη δημιουργία της συμμαχίας της
Κορίνθου αφέθηκαν ελεύθεροι, ενώ οι υπόλοιποι υποχρεώθηκαν να ενταχθούν
στη μακεδονική στρατιά υπό τις εντολές του Ανδρόνικου. Ακολούθησε η
κατάκτηση της Αρείας στα ανατολικά της Υρκανίας.
Στην
διάρκεια της εκστρατείας αυτής πέθανε ο γιος του Παρμενίωνα Νικάνορας,
αρχηγός των υπασπιστών, κάτι που αποτέλεσε μεγάλο πλήγμα για τον
Αλέξανδρο, ο οποίος όμως συνέχισε την πορεία του προς τα
Αρτακόανα, πρωτεύουσα της Αρείας, τα οποία και κατέλαβε. Κοντά στα
Αρτακόανα ίδρυσε την Αλεξάνδρεια της Ασίας, γνωστότερη αργότερα ως
Αλεξάνδρεια τον Αρείων.
Η κατάκτηση της Δραγγιανής και της Αραχωσίας-Η συνωμοσία του Φιλώτα και η εκτέλεσή του
Καθώς πλησιάζει ο χειμώνας, ο Αλέξανδρος δεν μπορούσε να προχωρήσει σε άμεση ανάληψη εκστρατείας εναντίον της Βακτριανής. Έτσι εισέβαλε στη Δραγγιανή, το σημερινό Σιστάν, την οποία και κατάλαβε. Το φθινόπωρο του 330 π.Χ. στρατοπέδευσε στην πόλη Φράδα για να ξεκουραστούν οι κατάκοποι άντρες του. Εκεί
αποκαλύφθηκε η υποτιθέμενη συνωμοσία του αρχηγού του ιππικού των
εταίρων και παιδικού φίλου του Αλέξανδρου Φιλώτα, ο οποίος καταδικάστηκε
σε θάνατο και εκτελέστηκε, ενώ ακολούθησε η δολοφονία του Παρμενίωνα,
πατέρα του Φιλώτα. Ο ένας γιος του ο Έκτωρ είχε πνιγεί στον
Νείλο, ο άλλος, ο Νικάνορας πέθανε ξαφνικά, όπως είδαμε και ο Παρμενίων
λίγο πριν δολοφονηθεί και ο ίδιος είδε και τον τρίτο γιο του, τον Φιλώτα
να εκτελείται.
Όσο Αλέξανδρος βρισκόταν στην Αραχωσία
πληροφορήθηκε ότι ο Σατιβαρζάνης, σατράπης της Υρκανίας που αρχικά
δήλωσε υποταγή στον Αλέξανδρο, συμμάχησε με τον Βήσο, βρισκόταν στην
Αρεία και ξεσήκωνε τους κατοίκους της.
Πάντως τα γεγονότα αυτά αποτελούν μια πρώτη ένδειξη για τις αντιδράσεις που είχαν προκληθεί στους Μακεδόνες, για
την ορμή με την οποία προχωρούσε σε άγνωστα και αφιλόξενα μέρη της
Ανατολής ο Αλέξανδρος. Στη Δραγγιανή ιδρύθηκε μια νέα Αλεξάνδρεια με την
προσωνυμία Προφθασία, ως υπαινιγμό για την έγκυρη αποκάλυψη της
συνωμοσίας. Με τον ερχομό του χειμώνα ο στρατός ξεκίνησε για την
Αραχωσία, το ανατολικό τμήμα της Δραγγιανής. Ο Αλέξανδρος παραχώρησε
στους κατοίκους προνόμια, έκανε την περιοχή ανεξάρτητη και δημιούργησε
μια νέα πρωτεύουσα, την Αλεξάνδρεια των Αραχωτών (σημ. Κανταχάρ). Όσο
Αλέξανδρος βρισκόταν στην Αραχωσία πληροφορήθηκε ότι ο Σατιβαρζάνης,
σατράπης της Υρκανίας που αρχικά δήλωσε υποταγή στον Αλέξανδρο,
συμμάχησε με τον Βήσο, βρισκόταν στην Αρεία και ξεσήκωνε τους κατοίκους
της.
Εναντίον του στάλθηκαν ισχυρές δυνάμεις. Ο
Σατιβαρζάνης σκοτώθηκε σε μονομαχία με τον εταίρο Ερίγνιο και οι
επαναστάτες αναγκάστηκαν να παραδοθούν. Ο Σατιβαρζάνης, ήταν ο
τελευταίος "συνεργάτης" του Βήσου... Από την Αραχωσία, ο Αλέξανδρος
κατευθύνθηκε βόρεια προς την κοιλάδα του ποταμού Κωφήνα, του σημερινού
Καμπούλ και τον Παροπάμισο, την επιβλητική σειρά του Ινδικού Καυκάσου
(Χιντουκούς). Η Κοιλάδα του Κωφήνου, αποτέλεσε πλέον αυτόνομη σατραπεία,
ενώ χτίστηκε μία ακόμα πόλη, η Αλεξάνδρεια του Καυκάσου, στην
στρατηγικής, σημασίας περιοχή, όπου διασταυρώνονταν οι δρόμοι από τη
Βακτρία, την Αραχωσία και την Ινδία.
Στην
πόλη αυτή και σε άλλες που δημιουργήθηκαν γύρω της, εγκαταστάθηκε
μεικτός πληθυσμός από 7.000 "βαρβάρους" και Έλληνες απόμαχους οι
οποίοι δεν μπορούσαν πλέον ν' ακολουθήσουν τον στρατό. Ο Αλέξανδρος,
παρέμεινε στην περιοχή τους πρώτους μήνες του 329 π.Χ. και στη συνέχεια,
την άνοιξη, κινήθηκε προς τη Βακτρία, όπου βρισκόταν ο Βήσσος. Για τον
Μακεδόνα. πάνω απ' όλα, ήταν θέμα τιμής να τιμωρήσει τον ηθικό αυτουργό
της δολοφονίας του Δαρείου... Να σημειώσουμε εδώ, ότι η διάβαση από τα
ελληνικά στρατεύματα του Ινδικού Καυκάσου, ήταν ένας πραγματικός άθλος,
καθώς εκτός από τις πολύ άσχημες καιρικές συνθήκες και το δύσβατο της
περιοχής, ακόμα και οι ιθαγενείς που κατοικούσαν εκεί, δεν γνώριζαν καλά
τις γύρω τοποθεσίες.
Καταπονημένοι από τις αλλεπάλληλες πορείες,αρκετοί στρατιώτες εγκατέλειψαν την εκστρατεία, παραλυμένοι
από το ψύχος και τα κρυοπαγήματα. Άλλοι έχασαν το φως τους από την
εκτυφλωτική ανταύγεια του χιονιού. Τα καταλύματα και η πολύτιμη βοήθεια
των ντόπιων, που έντρομοι έβλεπαν για πρώτη φορά έναν ξένο στρατό στα
δυσπρόσιτα μέρη τους, ήταν πολύ σημαντικά για τον Αλέξανδρο και τους
στρατιώτες του...
Η κατάκτηση της Βακτρίας και της Σογδιανής
Ο
Βήσσος είχε συγκεντρώσει στην οχυρή πόλη Άορνο (πιθανότατα το σημερινό
Τας-Κουργάν του Αφγανιστάν), 7.000 Βακτρίους ιππείς και δυνάμεις από
Δάες, Σκύθες και Σογδίους πολεμιστές. Η περιοχή που έπρεπε να διασχίσει ο
μακεδονικός στρατός είχε ερημωθεί, ώστε οι Έλληνες να μην βρουν καθόλου
εφόδια. Αν ο Αλέξανδρος κατάφερνε να καταλάβει τη Βακτριανή, ο Βήσσος
θα υποχωρούσε στη Σογδιανή όπου θα καλούσε σε ενισχύσεις τους
γειτονικούς λαούς, Δάες, Σάκες, Ινδούς, Σκύθες και Χορασμίους. Ανάμεσα
στους Μακεδόνες και τους άνδρες του Βήσσου, παρεμβάλλονταν οι απάτητες
κορυφές του Ινδικού Καυκάσου (6.000-8.000μ., καλυμμένες από πυκνό χιόνι
και παγωμένα εδάφη. Υπήρχαν επτά διαβάσεις από τις οποίες θα μπορούσε να
περάσει ο Αλέξανδρος. Επέλεξε πιθανότατα μία από τις ανατολικότερες
διαβάσεις, το σημερινό Χαουάκ (περ. 3.548 μ.) και με Β-ΒΔ κατεύθυνση
έφτασε στο εσωτερικό της Σογδίας.
Οι Μακεδόνες τρέφονταν με ψάρια των ποταμών και σίλφιο (πρόκειται
για φυτό που χρησιμοποιούσαν στην αρχαιότητα ως φάρμακο και ως
καρύκευμα και σήμερα είναι εξαφανισμένο, αποτελώντας ένα από τα μυστήρια
της ιστορίας). Όταν αυτά εξαντλήθηκαν, έσφαζαν τα υποζύγιά τους για να
συντηρηθούν. Έτσι, μετά από πορεία 500 περίπου χιλιομέτρων, χωρίς
σοβαρές απώλειες, έφτασαν στην πόλη Δράψακα, που τοποθετείται στην
κοιλάδα του ποταμού Κοντούζ, κοντά στην ομώνυμη πόλη. Η διάβαση του
Ινδικού Κουντούζ, από τους Έλληνες, τη συγκεκριμένη μάλιστα εποχή του
έτους, αποτελεί το σημαντικότερο κατόρθωμα, αυτού του είδους, όλων των
εποχών. Όταν ο Βήσσος το έμαθε, έκπληκτος, κινήθηκε προς τα
βόρεια σύνορα της χώρας του. Πέρασε τον ποταμό Ώξο και κατέφυγε στην
πόλη Ναύτακα της Σογδιανής. Στη φυγή του, τον ακολούθησαν ο Σπιταμένης
και ο Οξυάρτης. Ωστόσο, οι Βάκτριοι ιππείς, όταν ο Βήσσος εγκατέλειψε τη χώρα τους, επέστρεψαν στις εστίες τους.
Η
Βακτρία χαρακτηρίζεται από τον Στράβωνα ως «της συμπάσης Αρειανής
πρόσχημα (κόσμημα, στολίδι)». Γεμάτη εύφορες πεδιάδες, άφθονα νερά,
έδαφος κατάλληλο για την καλλιέργεια δημητριακών αλλά και οπωροφόρων
δέντρων.Περιοχή γεμάτη βοσκοτόπια, η χώρα των Βακτρίων ήταν φημισμένη
και για τα άλογά της, από τα ωραιότερα της Ασίας, ενώ διέθετε και 30.000
ιππείς. Ο Αλέξανδρος κατέλαβε με ευκολία τις δύο μεγάλες πόλεις της περιοχής, την Άορνο και τα Βάκτρα – Ζαρίασπα.
Αφού
οργάνωσε τη διοίκηση της σατραπείας, ακολούθησε τον Βήσσο στη Σογδιανή.
Τις δύο σατραπείες χώριζε ο ποταμός Ώξος (σήμ. Αμού-Νταριά). Στις όχθες
του, συνάντησε κάποιους Έλληνες που είχαν φθάσει εκεί πολύ πριν από
αυτόν. Ήταν οι Βραγχίδες, το ιερατικό γένος του ιερού του Απόλλωνα στο
Διδυμαίο της Μιλήτου. Σύμφωνα με την παράδοση, είχαν εγκατασταθεί εκεί
από τον Ξέρξη, καθώς κατά την επιστροφή του από την Ελλάδα, πρόδωσαν και
σύλησαν για χάρη του το ιερό που υπηρετούσαν. Ορισμένοι αρχαίοι συγγραφείς, αναφέρουν ότι ο Αλέξανδρος έδωσε εντολή να σκοτώσουν τους απογόνους των Βραγχιδών. Αυτό
όμως πιθανότατα εντάσσεται στο πλαίσιο μιας ακόμα μυθιστορηματικής
αφήγησης, καθώς ο Αλέξανδρος δεν συνήθιζε τις άδικες σφαγές χωρίς νόημα,
ειδικά όταν δεν αντιμετώπιζε καμία αντίσταση. Άλλωστε οι Μιλήσιοι,
μπορούσαν να του δώσουν πολύτιμες πληροφορίες.
Αφού διάβηκε τον Ώξο, ο Αλέξανδρος μπήκε στη Σογδιανή και αφού συνέλαβε τον Βήσσο, τον σκότωσε τιμωρώντας τον για τη δολοφονία του Δαρείου. Στη συνέχεια, αφού κατέλαβε την πρωτεύουσα της σατραπείας, τα Μαράκανδα (τη σημερινή Σαμαρκάνδη του Καζακστάν), προχώρησε μέχρι τον ποταμό Ιαξάρτη, το βορειοανατολικό άκρο της περσικής αυτοκρατορίας. Εκεί, σε 17 μέρες κατά τον Αρριανό, 20 κατά τον Κούρτιο Ρούφο, ιδρύθηκε μια ακόμα πόλη, η Αλεξάνδρεια η Εσχάτη, λόγω της θέσης της. Πρόκειται για το σημερινό Χοτζάντ (πρώην Λενιναμπάντ) του Τατζικιστάν. Οι Σκύθες, από την απέναντι όχθη του Ιαξάρτη, βλέποντας την καινούργια πόλη, άρχισαν να προκαλούν σε πόλεμο τους Μακεδόνες. Ο Αλέξανδρος, που είχε τραυματιστεί στην πολιορκία της Κυρούπολης, αποφάσισε να επιτεθεί εναντίον των Σκυθών. Σε τρεις μέρες, κατασκευάστηκαν 12.000 σχεδίες για τη διαπεραίωση του ιππικού και της φάλαγγας στην άλλη όχθη του Ιαξάρτη. Χάρη στις πυκνές βολές από τους καταπέλτες, οι Μακεδόνες κατάφεραν να περάσουν στην απέναντι όχθη και μετά από σκληρή μάχη, να κατατροπώσουν τους Σκύθες, που αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν, όπως και οι γειτονικοί Σάκες.
Σπιταμένης: ένας επικίνδυνος αντίπαλος για τον Αλέξανδρο
Ωστόσο, η κατάληψη της Σογδιανής δεν είχε ολοκληρωθεί και ένας σοβαρός κίνδυνος εμφανίστηκε. Επρόκειτο
για τον Σπιταμένη, έναν από τους υπαρχηγούς του Βήσσου, που ξεσήκωσε
τους ντόπιους εναντίον των Ελλήνων. Πολλές μακεδονικές φρουρές
εξουδετερώθηκαν, ενώ σε ενέδρα στις όχθες του ποταμού Πολυτίμητου (σήμ.
Σαραουχσάν), ο Σπιταμένης με 600 Σκύθες νομάδες ιππείς, σκότωσε όλους
τους Μακεδόνες, που με επικεφαλής τον Φαρνούχη είχαν κινηθεί εναντίον
του. Ο Αλέξανδρος όταν το έμαθε, κινήθηκε εναντίον του Σπιταμένη, χωρίς
όμως να μπορέσει να τον προφθάσει.
Την άνοιξη, ο
Αλέξανδρος κινήθηκε πάλι προς τη Σογδιανή για να συλλάβει τον Σπιταμένη.
Στις όχθες του ποταμού Ώξου, ψάχνοντας για νερό, οι Μακεδόνες είδαν να
αναβλύζει «έλαιον», δηλαδή πετρέλαιο.
Τον
χειμώνα του 329-328 π.Χ., ο ελληνικός στρατός έμεινε στα Βάκτρα και
μάλιστα ενισχύθηκε με 8.000 Μακεδόνες και 5.000 μισθοφόρους. Την
άνοιξη, ο Αλέξανδρος κινήθηκε πάλι προς τη Σογδιανή για να συλλάβει τον
Σπιταμένη. Στις όχθες του ποταμού Ώξου, ψάχνοντας για νερό, οι
Μακεδόνες είδαν να αναβλύζει «έλαιον», δηλαδή πετρέλαιο. Στο μεταξύ, ο
Σπιταμένης επιτέθηκε στα Βάκτρα-Ζαρίασπα, όπου είχε μείνει μόνο μία
μικρή φρουρά.Σε νέα ενέδρα του Σπιταμένη, σκοτώθηκαν επτά εταίροι, ο
κιθαρωδός Αριστόνικος, ενώ τραυματίστηκε ο επιμελητής της βασιλικής
αυλής Πείθων.
Μετά απ’ αυτή την εξέλιξη, ο Αλέξανδρος έστειλε εναντίον του Σπιταμένη τον Κοίνο. Ο Σπιταμένης, μόλις είχε καταφέρει να γλιτώσει από τον Κρατερό, φεύγοντας στην έρημο όπως και οι Μασαγέτες. Οι
Σκύθες σύμμαχοί του όμως, όταν πληροφορήθηκαν ότι έρχεται εναντίον τους
ο Αλέξανδρος, έντρομοι, σκότωσαν τον Σπιταμένη και έστειλαν το κεφάλι
του στον Μακεδόνα στρατηλάτη, δείχνοντας υποταγή και διάθεση για
τερματισμό κάθε σύγκρουσης. Με την κατάληψη της Σογδιανής Πέτρας
(στο σημερινό Ντερμπέντ) και τον γάμο του Αλέξανδρο με τη Ρωξάνη, κόρη
του Οξυάρτη, επικεφαλής της άμυνας του βράχου, ολοκληρώθηκε η κατάληψη
της Σογδιανής (327 π.Χ.).
Η Ρωξάνη, ήταν μία από τις
ωραιότερες γυναίκες της Ασίας (δείτε και σχετικό μας άρθρο στις
12/11/2017). Έτσι, ο μακεδονικός στρατός έφτασε στα όρια του
«πολιτισμένου» κόσμου της εποχής. Πέρα από τον Ιαξάρτη, κατοικούσαν μόνο
νομάδες. Μελανότερο σημείο της τρίχρονης εκστρατείας του Μεγάλου
Αλεξάνδρου, στη Βακτριανή και τη Σογδιανή, ήταν ο φόνος από τον
Αλέξανδρο, του Κλείτου, πιστού του φίλου και αδελφού της αγαπημένης του
τροφού Λανίκης, μετά από νυχτερινή οινοποσία, μεθύσι και έντονη
λογομαχία. Όταν ο Αλέξανδρος συνειδητοποίησε τι έκανε, τράβηξε
απ’ το νεκρό σώμα του Κλείτου τη λόγχη με την οποία τον σκότωσαν και
προσπάθησε να αυτοκτονήσει πέφτοντας πάνω της. Μόλις τον πρόλαβαν οι σωματοφύλακές του…