Δεν προσέχουμε τα δικά μας ελαττώματα και τις αμαρτίες, ενώ στους άλλους βρίσκουμε πολλά σφάλματα.
Εάν θέλουμε έστω και λίγο η ελπίδα για την σωτηρία μας να ευσταθή ας αφήσουμε τους άλλους και ας κοιτάξουμε το χάλι μας. Είναι φοβερός δαιμονισμός να θεωρείς τον εαυτό σου ανώτερο από τους άλλους, καλύτερό τους. Η μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μας, η μεγάλη υπόληψη που έχουμε σε ό,τι κάνουμε, μας κάνει να βλέπουμε τους άλλους κατώτερούς μας και να τους κατακρίνουμε αυστηρά βλέποντας μόνο τα ελαττώματά τους.
Αντίστοιχα στον εαυτό μας βλέπουμε μόνο καλά και αγαθά πράγματα. Μεγαλύτερος δαιμονισμός από αυτόν δεν υπάρχει.
Γι' αυτό και θα πρέπει να γίνουμε αυστηροί κριτές του εαυτού μας και όχι των άλλων. Το ότι ασχολούμαστε με τους άλλους αποδεικνύει ότι δεν ασχολούμαστε με τον εαυτό μας ή καλύτερα φοβόμαστε να ασχοληθούμε με τον εαυτό μας μήπως και ανακαλύψουμε πολλά λάθη και πάθη που έχουμε. Αυτό βεβαίως δείχνει τον εγωισμό μας που δεν θέλει να παραδεχτεί ότι ο εαυτός μας πάσχει και χρειάζεται θεραπεία.
Ο ταπεινός άνθρωπος εύκολα θα δει τα πάθη του, τα λάθη του, τις αστοχίες του και θα μπει στην διαδικασία του αγώνα, της θεραπείας χωρίς να βλέπει τι κάνουν οι άλλοι. Ο εγωιστής άνθρωπος όμως, ασχολείται μέρα νύχτα με τους άλλους προσπαθώντας να βρει λάθη και πάθη μεγαλύτερα από τα δικά του ώστε να γεμίσει ικανοποίηση ότι είναι καλύτερος από τους άλλους.
Δεν θα σωθούμε όμως αδελφοί μου επειδή -ίσως- ήμασταν καλύτεροι από κάποιους σε κάποια πράγματα. Η σωτηρία είναι μία προσωπική υπόθεση. Δεν είναι υπόθεση συγκρητισμού με τους άλλους.
Θα σωθούμε γιατί ζήσαμε ταπεινά και ήσυχα, μυστηριακά, με υπακοή στην Εκκλησία και προσπαθήσαμε να γίνουμε η ανάπαυση του αδελφού μας και όχι ο σταυρός και το εμπόδιο της ζωής του.
Διαβάζουμε στο Μέγα Γεροντικό: Ένας αδελφός είπε στον αββά Ποιμένα:“Με ταράζουν οι λογισμοί μου και δεν μ ́ αφήνουν να φροντίσω για τις αμαρτίες μου, αλλά με κάνουν να προσέχω τις ελλείψεις του αδελφού μου”.
Ο Γέροντας του μίλησε τότε για τον αββά Διόσκορο, ότι στο κελί του έκλαιγε πάντοτε για τον εαυτό του, ενώ ο μαθητής του καθόταν στο άλλο κελί.
Πήγε λοιπόν κάποια φορά ο μαθητής στο κελί του Γέροντα και τον βρήκε να κλαίει, οπότε του λέει:
“Πάτερ, γιατί κλαις;”
Κι ο Γέροντας του απαντά:
“Τις αμαρτίες μου, παιδί μου, κλαίω”.
Του λέει ο αδελφός:
“Δεν έχεις αμαρτίες, πάτερ”
Και ο Γέροντας του αποκρίνεται:
“Αλήθεια, αν αφεθώ να δω τις αμαρτίες μου, δεν μου φθάνουν άλλοι τρεις ή τέσσερις να κλαίνε μαζί μου γι ́ αυτές”.
Είπε λοιπόν ο αββάς Ποιμήν: “Έτσι είναι ο άνθρωπος που γνώρισε τον εαυτό του”.
Από την παραπάνω ιστορία καταλαβαίνουμε ότι αρχή της πνευματικής μας προσπάθειας αλλά συγχρόνως και θεμέλιό της είναι να βρισκόμαστε συνεχώς σε κατάσταση αυτομεμψίας και εσωτερικής εργασίας. Η ανακάλυψη του εαυτού μας και η σοβαρή ενασχόλησή μας με την θεραπεία μας δεν θα μας αφήσει ούτε χρόνο ούτε περιθώρια για να ασχολούμαστε με τους άλλους. Έτσι και σε κατάσταση ταπείνωσης και μετανοίας κρατιόμαστε αλλά και την κατάκριση των αδελφών μας θα αποφεύγουμε.
Ο άνθρωπος που συγκρίνει τις αμαρτίες του ή τις αρετές του με τους άλλους δεν βαδίζει θεάρεστα και φλερτάρει επικίνδυνα με την αιώνια απώλεια.
Γι’αυτό αδελφοί μου ας μείνουμε στην ασφάλεια της αυτομεμψίας, της προσευχής, της υπακοής μας στον πνευματικό μας πατέρα, της μελέτης του λόγου του Θεού, της άσκησης, της εγκράτειας κι ας αφήσουμε τους συγκρητισμούς. Εμείς θα δώσουμε λόγο για τον εαυτό μας· όχι όμως με σύγκριση με τους άλλους αλλά με το κατά πόσο –σε προσωπικό επίπεδο- μιμηθήκαμε το πρότυπο ζωή μας, τον Χριστό.
Ας μην μας απασχολεί λοιπόν η ζωή των άλλων, η συμπεριφορά τους, οι αμαρτίες τους ή οι αρετές τους. Ας ασχοληθούμε με την δική μας θεραπεία. Ας κλάψουμε για τις δικές μας αμαρτίες. Ας καλλιεργήσουμε όσο μπορούμε τα τάλαντα που μας έχει δώσει ο Θεός, προς δόξαν Θεού. Ας ζήσουμε απλά, θεάρεστα δηλαδή ακατάκριτα, χωρίς έπαρση και υπερηφάνεια, χωρίς μιζέρια και κατήφεια, χωρίς αυστηρότητα και αίσθημα αυθεντίας.
Ας απομακρυνθούμε από την κακία, την εμπάθεια, το μίσος κι ας ενδυθούμε την συγκατάβαση, την καλοσύνη, την πραότητα, την αγάπη. Όλα αυτά δηλαδή που είναι ιδιώματα ανθρώπου του Θεού και όχι ανθρώπου του “εγώ”.