Το μνημείο προς τιμήν των ανδρών που μπήκαν στον πυρηνικό σταθμό του Τσερνόμπιλ, μετά την καταστροφική έκρηξη. Ονομάστηκαν «καθαριστές» και έδωσαν τη ζωή τους για να περιορίσουν τις συνέπειες του δυστυχήματος. EPA/SERGEY DOLZHENKO
Την πολυφωνική μαρτυρία της Σβετλάνας Αλεξίεβιτς «Τσερνόμπιλ» (Πατάκης, 2015, πρώτη ελληνική έκδοση Περίπλους, 2001) τη διαβάζεις και χάνεις τη μιλιά σου. Τι να πεις! Οταν την ξαναβρείς, αντιλαμβάνεσαι ότι είναι πολλά εκείνα τα οποία σε οδηγούν να σκεφθείς και να συζητήσεις: οι εκατό φωνές του βιβλίου, η καθεμιά με τον δικό της τρόπο. Από τα πολλά διαλέγω δύο.
Α. Το «Τσερνόμπιλ» είναι ένα βιβλίο για τη φρίκη, αλλά είναι άλλο τόσο ένα βιβλίο για την αγάπη. Αποτελεί συνειδητή συγγραφική επιλογή να ανοίγει και να κλείνει το βιβλίο με μια συγκλονιστική ιστορία αγάπης. Η πρώτη τίθεται ως Πρόλογος και η άλλη ως Επίλογος. Η πρώτη είναι της Λουντμίλα Ιγκνατένκο και του άνδρα της Βασίλι, πυροσβέστη, από τα πρώτα θύματα. Είναι νιόπαντροι και η Λουντμίλα έγκυος. Ολο το κείμενο είναι ο ακούραστος καθημερινός αγώνας αυτής της γυναίκας να βρίσκεται διαρκώς δίπλα του στα νοσοκομεία, σκαρφίζεται τα πάντα για να το πετύχει. Εκείνος είναι ραδιενεργός βόμβα, έχει γίνει μια ανοιχτή πληγή, και εκείνη τον αγκαλιάζει και τον φιλάει (σ. 32, 36). Αυτός τη διώχνει για να σωθεί και να σώσει και το παιδί τους, και εκείνη εκεί, δίπλα του. Στις φωνές της σύνεσης που της λένε να φύγει από κοντά του, η μόνη απάντηση που έχει να δώσει είναι «Μα τον αγαπώ! Τον αγαπώ!» (σ. 39). Η αγάπη δεν ξέρει από προφύλαξη, δεν υπάρχει υπό όρους. Η αγάπη είναι ασυμφιλίωτη με τον θάνατο του αγαπημένου, γι’ αυτό και η Λουντμίλα του στέλνει παντόφλες στον άλλο κόσμο, να μην είναι ξυπόλητος (σ. 47-48)!
Ο Επίλογος είναι η ιστορία αγάπης της Βαλεντίνας Πανάσεβιτς με έναν εκκαθαριστή που δεν μαθαίνουμε το όνομά του. Ο θάνατός του είναι αργόσυρτος, κράτησε ένα χρόνο. Οσο περνάει ο καιρός η όψη του αλλοιώνεται, γίνεται τερατώδης. Το διαισθάνεται και ζητάει έναν καθρέφτη. Αυτός ακριβώς είναι ο μεγάλος φόβος της Βαλεντίνας, να μη φύγει ο άντρας της από τούτη τη ζωή έχοντας δει την εικόνα του. Οταν τελικά είδε τον εαυτό του άρχισε να μουγκρίζει από τη φρίκη. Εκείνη τότε τον αγκαλιάζει και του λέει πόσο ωραία θα ζήσουν οι δυο τους σε ένα χωριό. «Δεν του έλεγα ψέματα. […] Δε μ’ ένοιαζε πώς θα ήταν – μου αρκούσε να είμαι μαζί του. Δεν του έλεγα ψέματα» (σ. 332).
Η αγάπη των δύο γυναικών δεν είναι μυθοπλασία. Είναι πραγματική. Δυνατή και ταυτόχρονα ανήμπορη. Τα όπλα του θανάτου είναι ισχυρότερα. Ποιος από μας μπορεί να αγαπήσει όπως αυτές οι δύο γυναίκες; Ελάχιστοι. Εμείς οι άλλοι ας νιώσουμε τη μηδαμινότητά μας μπροστά σε αυτές τις γυναίκες, να μη νομίζουμε ότι κάτι είμαστε, ας ταπεινωθούμε – που ούτε αυτό είναι εύκολο.
Β. Η Βαλεντίνα λέει για τον άνδρα της ότι «του άρεσε τόσο πολύ να ζει» (σ. 325). Μέχρι την τελευταία στιγμή χάζευε τον ουρανό από το παράθυρο. Βρίσκω θαυμάσια τη διατύπωση αυτή μέσα στην απλότητά της και τη χρησιμοποιώ πια εγώ από τότε που την πρωτοδιάβασα εδώ: «Μου αρέσει να ζω». Την προτιμώ από άλλες ανάλογες, που χρησιμοποιούν τα ρήματα «θέλω» ή «αγαπώ» και τα παράγωγά τους ουσιαστικά. Είναι πιο απλή και πιο σεμνή.
Στάθηκα σε δύο μόνο σημεία, την αγάπη και τη γεννητικότητα, του συγκλονιστικού αυτού βιβλίου, του οποίου ο πρωτότυπος ρωσικός τίτλος είναι «Τσερνομπιλίσκαγια μολτίβα» («Προσευχή του Τσερνόμπιλ») – και που οι περισσότερες ευρωπαϊκές μεταφράσεις τον αποφεύγουν. Μήπως τελικά δεν είναι δύο αλλά ένα; Τι άλλο τάχα χρειάζεται ο κόσμος για να συνεχιστεί, εκτός από αγάπη και παιδιά; Ισως αυτή να είναι και η προσευχή, η ικεσία, που βγαίνει μέσα από τη στάχτη του Τσερνόμπιλ.
https://proskynitis.blogspot.com/2020/06/blog-post_76.html