Βασίλης Βιλιάρδος
Φαίνεται πως βρίσκεται σε εξέλιξη το μεγαλύτερο κραχ στην παγκόσμια ιστορία – θυμίζοντας πως είχαμε πολλές φορές γράψει ότι, όσο πιο πολύ καθυστερεί, τόσο πιο καταστροφικό θα είναι. Ειδικά αφού το προηγούμενο του 2008 δεν καταπολεμήθηκε, αλλά μεταφέρθηκε επαυξημένο στο μέλλον. Στην Ελλάδα, με την κυλιόμενη χρεοκοπία που βιώνει, έχοντας καταδικαστεί από τις ανεπαρκείς ή/και ανίκανες κυβερνήσεις της, η κατάσταση προβλέπεται τραγική – χωρίς καμία διάθεση υπερβολής.
Στο παρελθόν είχαμε αναφερθεί πολλές φορές στην καταιγίδα των καταιγίδων που πλησίαζε, χωρίς να γνωρίζουμε ποιό θα είναι το καναρίνι στο ορυχείο – αυτό δηλαδή που προειδοποιούσε τους ανθρακωρύχους για την επερχόμενη κατάρρευση. Φαίνεται τώρα πως το καναρίνι ήταν ο κορωνοϊός – ο οποίος έχει ήδη οδηγήσει στην κατάρρευση των χρηματιστηρίων με καταιγιστικό ρυθμό (γράφημα της χθεσινής Μαύρης Δευτέρας 16.03.20- ο δείκτης VIX μετράει τη μεταβλητότητα των χρηματιστηρίων, έχοντας εκτοξευθεί σε πρωτοφανή επίπεδα).
Δείκτης του χρηματιστηρίου Αθηνών 16.03.20
Στα πλαίσια αυτά, με 18 τρις $ ομολόγων παγκοσμίως με αρνητικά επιτόκια που ανεβαίνουν ραγδαία, με τους ισολογισμούς των κεντρικών τραπεζών στη στρατόσφαιρα, με υπερχρεωμένα κράτη, τράπεζες, επιχειρήσεις και νοικοκυριά, με παράγωγα άνω των 600 τρις $, με φούσκες ακινήτων, με το στασιμοπληθωρισμό προ των πυλών (=άνοδος των τιμών σε περιβάλλον μηδενικής ανάπτυξης ή ύφεσης), με τις εμπορικές συναλλαγές να περιορίζονται γεωμετρικά λόγω του κλεισίματος των συνόρων κοκ., το μέλλον φαντάζει τρομακτικό – από πολλές διαφορετικές πλευρές. Υπενθυμίζουμε εδώ την παρακάτω ανάλυση μας από τον Αύγουστο του 2019, με τον τίτλο:
Η αντίστροφη μέτρηση του παγκοσμίου κραχ (πηγή)
Η αντίστροφη μέτρηση για την παγκόσμια και ευρωπαϊκή ύφεση έχει ξεκινήσει ήδη από το προηγούμενο έτος, με κριτήριο τη συνεχή πτώση της βιομηχανικής παραγωγής της Γερμανίας (ανάλυση) – σε επίπεδα που έχουν φτάσει ακόμη και στο -5%. Γενικότερα δε στον πλανήτη οι πωλήσεις αυτοκινήτων μειώνονται ραγδαία, από την Ιαπωνία έως τις Η.Π.Α., με μεγάλη αύξηση των απολύσεων εργαζομένων – γεγονότα που προηγούνται συνήθως των διεθνών κρίσεων.
Ο μεγάλος χαμένος εδώ είναι η Μ. Βρετανία, λίγους μήνες πριν από το BREXIT, η αυτοκινητοβιομηχανία της οποίας αντιμετωπίζει τη χειρότερη κρίση στην ιστορία της από τη δεκαετία του 1970 – με την παραγωγή και τις επενδύσεις να έχουν υποχωρήσει κατά περίπου 70% το πρώτο εξάμηνο. Την ίδια στιγμή η Ιταλία οδηγείται σε μία επόμενη πολιτική κρίση που θα μπορούσε να προκαλέσει χάος – ενώ το ευρώ υποτιμάται και το επιτόκιο των δεκαετών ομολόγων της αυξάνεται, επίσης το spread (γράφημα), αμέσως μετά τις δηλώσεις του κ. Salvini για ενδεχόμενες νέες εκλογές.
Φυσικά όλα αυτά ήταν αναμενόμενα, όπως είχαμε προβλέψει κρίνοντας από τη ραγδαία πτώση των επιτοκίων των ομολόγων, με πάνω από 15 τρις $ πλέον να διαπραγματεύονται με αρνητικές αποδόσεις – ενώ η ελληνική κυβέρνηση θριαμβολογούσε για την υποχώρηση του κόστους δανεισμού, έχοντας προφανώς πλήρη άγνοια της οικονομίας.
Από την άλλη πλευρά, η αμερικανική κυβέρνηση κατονόμασε επίσημα την Κίνα ως «χειραγωγό νομίσματος» (currency manipulator) – όπως είχε κάνει στο παρελθόν με τη Γερμανία, με τη γνωστή φράση του προέδρου Trump «Οι Γερμανοί είναι κακοί, πολύ κακοί» (πηγή).
Σαν να μην έφταναν λοιπόν τα προβλήματα της Κίνας με το γνωστό εμπορικό πόλεμο εναντίον της, με τις πιέσεις που δέχεται ο ρυθμός ανάπτυξης της, με τις εξεγέρσεις στο Χονγκ Κονγκ, με τον κίνδυνο αποπληθωρισμού (σημαντική πτώση των τιμών παραγωγού) που μπορεί όμως να εξελιχθεί σε πληθωρισμό, κρίνοντας από την ασθένεια των χοίρων που ίσως εξαλείψει το 50% των ζώων της, με αποτέλεσμα να αυξάνονται οι τιμές τους μαζί με τα λαχανικά (γράφημα), αντιμετωπίζει και την παραπάνω κατηγορία – με βάση την πρόσφατη συναλλαγματική έκθεση του υπουργείου οικονομικών των Η.Π.Α. (πηγή).
Πρόκειται εδώ για τη σοβαρότερη ενοχοποίηση εναντίον μίας ξένης κυβέρνησης – η οποία αφορά τη συμπεριφορά της που οδηγεί στην τεχνητή διαμόρφωση της ισοτιμίας του νομίσματος της. Συνήθως δε το νόμισμα υποτιμάται, με στόχο την αύξηση των εξαγωγών μίας χώρας, για να εκμεταλλευθεί τη ζήτηση των εμπορικών της εταίρων – για να αναπτυχθεί δηλαδή εις βάρος τους, εξάγοντας τους μεταξύ άλλων ανεργία (όπως συμβαίνει με τη Γερμανία στην Ευρωζώνη κυρίως, εις βάρος όλων των άλλων κρατών).
Σε κάθε περίπτωση, ο αμερικανός υπουργός οικονομικών κατηγόρησε εκτός της έκθεσης την κινεζική κυβέρνηση ως «χειραγωγό συναλλάγματος» – με αποτέλεσμα να πλημμυρίσει ο διεθνής τύπος με άρθρα για τις προσπάθειες του προέδρου Trump να αποδυναμώσει το δολάριο (πηγή).
Αξιωματικά βέβαια η αμερικανική κυβέρνηση προσπαθεί να είναι δίκαιη με αυτές τις εκθέσεις που υπάρχουν από πολλά χρόνια τώρα – να μην εκμεταλλεύεται δηλαδή, στα πλαίσια του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), τις ενέργειες διαφόρων χωρών να προστατεύσουν τις δικές τους εγχώριες αγορές ή/και να προωθήσουν τις εξαγωγές τους. Θεωρείται λοιπόν ως σημαντικότερο οι χειραγωγήσεις νομισμάτων να είναι τέτοιες, ώστε η ανταλλαγή αγαθών μεταξύ των χωρών να διαταράσσεται κατά το δυνατόν λιγότερο – ενώ ο ΠΟΕ θεωρεί τα συναλλαγματικά θέματα ως υπευθυνότητα του ΔΝΤ, αγνοώντας τις αλλαγές της ανταγωνιστικότητας των κρατών που προκαλούνται από τις συναλλαγματικές διακυμάνσεις.
Ο καθορισμός των ισοτιμιών
Περαιτέρω, οι περισσότερες χώρες του πλανήτη, επίσης η Ευρωζώνη και η ΕΚΤ, υιοθετούν την απλοϊκή άποψη, σύμφωνα με την οποία όταν δεν διαπιστώνονται παρεμβάσεις των κεντρικών τραπεζών στις αγορές συναλλάγματος, οι συσχετισμοί μεταξύ των νομισμάτων είναι μη προβληματικοί – επειδή καθορίζονται από τις δυνάμεις της ελεύθερης αγοράς που δεν κάνουν λάθος!
Πρόκειται φυσικά για μία μεγάλη ανοησία – αφού απλά και μόνο η κερδοσκοπία στις αγορές συναλλάγματος, μπορεί να οδηγήσει τις ισοτιμίες των νομισμάτων προς τη λανθασμένη κατεύθυνση για πάρα πολλά χρόνια. Σε μία κατεύθυνση δηλαδή που είναι αντίθετη με τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη μίας χώρας – κυρίως όσον αφορά τις πληθωριστικές διαφορές της με τις άλλες, από τις οποίες θα καθοριζόταν αντικειμενικά η ισοτιμία του νομίσματος της. Στα πλαίσια αυτά, το νόμισμα μίας αναδυόμενης ή μίας αναπτυσσόμενης χώρας μπορεί να υποτιμηθεί ή να ανατιμηθεί μαζικά από τις αγορές – ως αποτέλεσμα των ενεργειών των κερδοσκόπων.
Ως εκ τούτου, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες είναι σωστή η επέμβαση των κεντρικών τραπεζών, με στόχο την προστασία του νομίσματος της χώρας τους – για παράδειγμα από τις ισχυρές ανατιμήσεις που προκαλούν τεράστιες ζημίες στις εξαγωγές της, όπως στην περίπτωση της Ελβετίας που της επετράπη από το αμερικανικό υπουργείο οικονομικών στο παρελθόν, με την αντίστοιχη έκθεση του. Το ίδιο ισχύει επίσης για τις κερδοσκοπικές υποτιμήσεις που οδηγούν στην αύξηση των τιμών των εισαγομένων προϊόντων σε όρους εθνικού νομίσματος, σε εμπορικά ελλείμματα, στην άνοδο του εξωτερικού χρέους ή/και σε έντονες πληθωριστικές εκρήξεις – ενώ ακόμη και το ΔΝΤ επέτρεψε στη Βραζιλία να λάβει μέτρα προστασίας της από τους κερδοσκόπους.
Ακριβώς εδώ ευρίσκονται οι αντιφάσεις και οι αδυναμίες της αμερικανικής έκθεσης – αφού (α) από τη μία πλευρά γνωρίζει κανείς πως τα αποτελέσματα της ελεύθερης αγοράς στις ισοτιμίες των νομισμάτων (αλλού επίσης) μπορεί να είναι προβληματικά, ενώ (β) από την άλλη δεν επιτρέπεται από τις ιδεολογικές προκαταλήψεις της να θεωρείται πως η ελεύθερη αγορά (οπότε οι συμμετέχοντες στη Wall Street), δεν έχει τη δυνατότητα να οδηγεί τα νομίσματα στις σωστές ισοτιμίες.
Επομένως δεν είναι λογικό να χρησιμοποιείται το απλοϊκό κριτήριο των επεμβάσεων των κεντρικών τραπεζών όσον αφορά τις ισοτιμίες των νομισμάτων, όπως στην περίπτωση της Κίνας – όπου δεν είναι ξεκάθαρο εάν η αποδυνάμωση του γουάν οφείλεται στις επεμβάσεις της κεντρικής της τράπεζας ή στις δυνάμεις της αγοράς, με στόχο τη διατήρηση της ισοτιμίας του κάτω από το συμβολικά σημαντικό 1:7 σε σχέση με το δολάριο.
Μεγαλύτερο πρόβλημα πάντως είναι το ότι μία χώρα, όπως η Γερμανία, κάτω από το «προπέτασμα καπνού» της νομισματικής ένωσης, διατηρεί ένα τεχνητά υποτιμημένο νόμισμα με τη βοήθεια του μισθολογικού dumping που εφαρμόζει – κάτι που υπονομεύει μεν σαφώς τις εμπορικές ροές, χωρίς όμως να κατηγορείται ευθέως για νομισματική χειραγώγηση. Το αμερικανικό υπουργείο οικονομικών το έχει τονίσει βέβαια, αλλά δεν μπορεί να κατηγορήσει τη Γερμανία ως «νομισματικό χειραγωγό» – επειδή η ισοτιμία του ευρώ καθορίζεται από την ελεύθερη αγορά, ενώ είναι δυνατόν να έχει μία εύλογη, σωστή αξία, χωρίς η Γερμανία να χάνει τα αδικαιολόγητα πλεονεκτήματα της.
Η Γερμανία βέβαια έχει βυθιστεί ήδη στην ύφεση, οι τράπεζες της είναι σε άθλια κατάσταση (ειδικά η Deutsche Bank που είναι εκτεθειμένη σε παράγωγα άνω των 40 τρις €), ενώ εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές της, αφού αποτελούν το 50% του ΑΕΠ της – οπότε τυχόν πρόβλημα στο ρυθμό της παγκόσμιας ανάπτυξης θα της δημιουργούσε τεράστια προβλήματα. Ας μην ξεχνάμε δε πως όλες σχεδόν οι χώρες της Ευρωζώνης της οφείλουν μεγάλα ποσά – ειδικά οι υπερχρεωμένες στο σύστημα Target 2.
Μπορεί λοιπόν ο πρόεδρος Trump να κατηγόρησε πρόσφατα την ΕΚΤ για υποτίμηση του ευρώ με την πολιτική της και μπορεί να έχει δίκιο, αλλά δεν είναι μία εύλογη κατηγορία – αφού την ίδια στιγμή πιστεύει στις δυνάμεις της ελεύθερης αγοράς που καθορίζουν δήθεν σωστά τις ισοτιμίες των νομισμάτων. Με απλά λόγια, ισχύει είτε το ένα, είτε το άλλο – ποτέ και τα δύο μαζί.
Η πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία
Συνεχίζοντας, μπορεί κανείς να επιλύσει όλα αυτά τα προβλήματα σχετικά εύκολα, εάν στηριχθεί κυρίως στις «πραγματικές συναλλαγματικές ισοτιμίες» – δηλαδή, στη διαπίστωση των πληθωριστικών διαφορών μεταξύ των σημαντικότερων εμπορικών εταίρων, οι οποίες μπορούν να διορθωθούν με τις αλλαγές της ισοτιμίας των νομισμάτων.
Το βλέπει κανείς στο παράδειγμα της Κίνας, όπου τα τελευταία χρόνια σημειώθηκε μία πραγματική ανατίμηση του νομίσματος της – παρά το ότι η ισοτιμία του απέναντι στο δολάριο δεν δημιουργήθηκε ποτέ χωρίς τις επεμβάσεις της κεντρικής της τράπεζας.
Εν προκειμένω η Κίνα ήθελε να εμποδίσει τους κερδοσκόπους να επιτεθούν στο νόμισμα της, όπως είχαν ανακοινώσει (ανάλυση μας) – οπότε επέτρεψε την πραγματική ανατίμηση του, η οποία προκλήθηκε από την ισχυρή αύξηση των μέσων μισθών των εργαζομένων της μετά την κρίση του 2008 (γράφημα). Στα πλαίσια αυτά, είναι φανερό πως η αμερικανική κυβέρνηση δεν θέλει να στηριχθεί (κυρίως) στην πραγματική αύξηση των συναλλαγματικών ισοτιμιών – επειδή τότε θα έπρεπε να αποδεχθεί ότι, ακόμη και σε περιπτώσεις που δεν διαπιστώνεται η επέμβαση των κεντρικών τραπεζών, οι ισοτιμίες μπορούν να οδηγηθούν στη λάθος κατεύθυνση.
Επίλογος
Εάν ο πρόεδρος Trump τοποθετήσει το δολάριο στο στόχαστρο του και απομακρυνθεί από την παραδοσιακή πολιτική της ισχυρής ισοτιμίας του, δεν μπορεί να τον κατηγορήσει κανείς – αφού πράγματι είναι υπερτιμημένο, οπότε λειτουργεί εις βάρος των εξαγωγών της χώρας του και υπέρ των εισαγωγών, αυξάνοντας τα ελλείμματα της. Είναι όμως άδικο να κατηγορεί τους άλλους, όπως την Κίνα, για χειραγώγηση του νομίσματος της, αφού δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο – υπενθυμίζοντας πως όταν έγινε μία συζήτηση στα πλαίσια των G20 το 2010, την οποία τότε προκάλεσε η Γαλλία, η κυβέρνηση Obama εμφανίσθηκε ως υπερασπίστρια της ελεύθερης αγοράς.
Θα συμβεί όμως το ακριβώς αντίθετο, εάν οι Η.Π.Α. επιτρέψουν την επέμβαση της Fed με στόχο την υποτιμητική χειραγώγηση του δολαρίου – τον ανοιχτό νομισματικό πόλεμο δηλαδή εναντίον των άλλων χωρών και ειδικά της Κίνας που, σε συνδυασμό με τον εξελισσόμενο εμπορικό, θα οδηγούσε σε επικίνδυνες συνθήκες, όσον αφορά την παγκόσμια ειρήνη. Πόσο μάλλον με την ύφεση προ των πυλών που μας προϊδεάζει για μία παγκόσμια καταιγίδα των καταιγίδων – η οποία θα βρει εντελώς απροετοίμαστες πολλές χώρες, με υπερχρεωμένο το δημόσιο και τον ιδιωτικό τους τομέα, με προβληματικές εμπορικές τράπεζες, με τις κεντρικές χωρίς κανένα όπλο, με τεράστιες εισοδηματικές ανισότητες, με τις αγορές παγίων περιουσιακών στοιχείων σε υπερβολικά ύψη (φούσκες) κοκ.
Είναι περιττό δε να αναφέρουμε πως η πλέον ανοχύρωτη χώρα στον πλανήτη, μέλος μίας θνησιγενούς νομισματικής ένωσης και υποχείριο των δανειστών της (ανανεώθηκε μόλις η αυστηρή επιτήρηση της για έναν ακόμη χρόνο από την Τρόικα), είναι η Ελλάδα.
https://analyst.gr/2020/03/17/krax/
Φαίνεται πως βρίσκεται σε εξέλιξη το μεγαλύτερο κραχ στην παγκόσμια ιστορία – θυμίζοντας πως είχαμε πολλές φορές γράψει ότι, όσο πιο πολύ καθυστερεί, τόσο πιο καταστροφικό θα είναι. Ειδικά αφού το προηγούμενο του 2008 δεν καταπολεμήθηκε, αλλά μεταφέρθηκε επαυξημένο στο μέλλον. Στην Ελλάδα, με την κυλιόμενη χρεοκοπία που βιώνει, έχοντας καταδικαστεί από τις ανεπαρκείς ή/και ανίκανες κυβερνήσεις της, η κατάσταση προβλέπεται τραγική – χωρίς καμία διάθεση υπερβολής.
Στο παρελθόν είχαμε αναφερθεί πολλές φορές στην καταιγίδα των καταιγίδων που πλησίαζε, χωρίς να γνωρίζουμε ποιό θα είναι το καναρίνι στο ορυχείο – αυτό δηλαδή που προειδοποιούσε τους ανθρακωρύχους για την επερχόμενη κατάρρευση. Φαίνεται τώρα πως το καναρίνι ήταν ο κορωνοϊός – ο οποίος έχει ήδη οδηγήσει στην κατάρρευση των χρηματιστηρίων με καταιγιστικό ρυθμό (γράφημα της χθεσινής Μαύρης Δευτέρας 16.03.20- ο δείκτης VIX μετράει τη μεταβλητότητα των χρηματιστηρίων, έχοντας εκτοξευθεί σε πρωτοφανή επίπεδα).
Δείκτης του χρηματιστηρίου Αθηνών 16.03.20
Στα πλαίσια αυτά, με 18 τρις $ ομολόγων παγκοσμίως με αρνητικά επιτόκια που ανεβαίνουν ραγδαία, με τους ισολογισμούς των κεντρικών τραπεζών στη στρατόσφαιρα, με υπερχρεωμένα κράτη, τράπεζες, επιχειρήσεις και νοικοκυριά, με παράγωγα άνω των 600 τρις $, με φούσκες ακινήτων, με το στασιμοπληθωρισμό προ των πυλών (=άνοδος των τιμών σε περιβάλλον μηδενικής ανάπτυξης ή ύφεσης), με τις εμπορικές συναλλαγές να περιορίζονται γεωμετρικά λόγω του κλεισίματος των συνόρων κοκ., το μέλλον φαντάζει τρομακτικό – από πολλές διαφορετικές πλευρές. Υπενθυμίζουμε εδώ την παρακάτω ανάλυση μας από τον Αύγουστο του 2019, με τον τίτλο:
Η αντίστροφη μέτρηση του παγκοσμίου κραχ (πηγή)
Η αντίστροφη μέτρηση για την παγκόσμια και ευρωπαϊκή ύφεση έχει ξεκινήσει ήδη από το προηγούμενο έτος, με κριτήριο τη συνεχή πτώση της βιομηχανικής παραγωγής της Γερμανίας (ανάλυση) – σε επίπεδα που έχουν φτάσει ακόμη και στο -5%. Γενικότερα δε στον πλανήτη οι πωλήσεις αυτοκινήτων μειώνονται ραγδαία, από την Ιαπωνία έως τις Η.Π.Α., με μεγάλη αύξηση των απολύσεων εργαζομένων – γεγονότα που προηγούνται συνήθως των διεθνών κρίσεων.
Ο μεγάλος χαμένος εδώ είναι η Μ. Βρετανία, λίγους μήνες πριν από το BREXIT, η αυτοκινητοβιομηχανία της οποίας αντιμετωπίζει τη χειρότερη κρίση στην ιστορία της από τη δεκαετία του 1970 – με την παραγωγή και τις επενδύσεις να έχουν υποχωρήσει κατά περίπου 70% το πρώτο εξάμηνο. Την ίδια στιγμή η Ιταλία οδηγείται σε μία επόμενη πολιτική κρίση που θα μπορούσε να προκαλέσει χάος – ενώ το ευρώ υποτιμάται και το επιτόκιο των δεκαετών ομολόγων της αυξάνεται, επίσης το spread (γράφημα), αμέσως μετά τις δηλώσεις του κ. Salvini για ενδεχόμενες νέες εκλογές.
Φυσικά όλα αυτά ήταν αναμενόμενα, όπως είχαμε προβλέψει κρίνοντας από τη ραγδαία πτώση των επιτοκίων των ομολόγων, με πάνω από 15 τρις $ πλέον να διαπραγματεύονται με αρνητικές αποδόσεις – ενώ η ελληνική κυβέρνηση θριαμβολογούσε για την υποχώρηση του κόστους δανεισμού, έχοντας προφανώς πλήρη άγνοια της οικονομίας.
Από την άλλη πλευρά, η αμερικανική κυβέρνηση κατονόμασε επίσημα την Κίνα ως «χειραγωγό νομίσματος» (currency manipulator) – όπως είχε κάνει στο παρελθόν με τη Γερμανία, με τη γνωστή φράση του προέδρου Trump «Οι Γερμανοί είναι κακοί, πολύ κακοί» (πηγή).
Σαν να μην έφταναν λοιπόν τα προβλήματα της Κίνας με το γνωστό εμπορικό πόλεμο εναντίον της, με τις πιέσεις που δέχεται ο ρυθμός ανάπτυξης της, με τις εξεγέρσεις στο Χονγκ Κονγκ, με τον κίνδυνο αποπληθωρισμού (σημαντική πτώση των τιμών παραγωγού) που μπορεί όμως να εξελιχθεί σε πληθωρισμό, κρίνοντας από την ασθένεια των χοίρων που ίσως εξαλείψει το 50% των ζώων της, με αποτέλεσμα να αυξάνονται οι τιμές τους μαζί με τα λαχανικά (γράφημα), αντιμετωπίζει και την παραπάνω κατηγορία – με βάση την πρόσφατη συναλλαγματική έκθεση του υπουργείου οικονομικών των Η.Π.Α. (πηγή).
Πρόκειται εδώ για τη σοβαρότερη ενοχοποίηση εναντίον μίας ξένης κυβέρνησης – η οποία αφορά τη συμπεριφορά της που οδηγεί στην τεχνητή διαμόρφωση της ισοτιμίας του νομίσματος της. Συνήθως δε το νόμισμα υποτιμάται, με στόχο την αύξηση των εξαγωγών μίας χώρας, για να εκμεταλλευθεί τη ζήτηση των εμπορικών της εταίρων – για να αναπτυχθεί δηλαδή εις βάρος τους, εξάγοντας τους μεταξύ άλλων ανεργία (όπως συμβαίνει με τη Γερμανία στην Ευρωζώνη κυρίως, εις βάρος όλων των άλλων κρατών).
Σε κάθε περίπτωση, ο αμερικανός υπουργός οικονομικών κατηγόρησε εκτός της έκθεσης την κινεζική κυβέρνηση ως «χειραγωγό συναλλάγματος» – με αποτέλεσμα να πλημμυρίσει ο διεθνής τύπος με άρθρα για τις προσπάθειες του προέδρου Trump να αποδυναμώσει το δολάριο (πηγή).
Αξιωματικά βέβαια η αμερικανική κυβέρνηση προσπαθεί να είναι δίκαιη με αυτές τις εκθέσεις που υπάρχουν από πολλά χρόνια τώρα – να μην εκμεταλλεύεται δηλαδή, στα πλαίσια του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), τις ενέργειες διαφόρων χωρών να προστατεύσουν τις δικές τους εγχώριες αγορές ή/και να προωθήσουν τις εξαγωγές τους. Θεωρείται λοιπόν ως σημαντικότερο οι χειραγωγήσεις νομισμάτων να είναι τέτοιες, ώστε η ανταλλαγή αγαθών μεταξύ των χωρών να διαταράσσεται κατά το δυνατόν λιγότερο – ενώ ο ΠΟΕ θεωρεί τα συναλλαγματικά θέματα ως υπευθυνότητα του ΔΝΤ, αγνοώντας τις αλλαγές της ανταγωνιστικότητας των κρατών που προκαλούνται από τις συναλλαγματικές διακυμάνσεις.
Ο καθορισμός των ισοτιμιών
Περαιτέρω, οι περισσότερες χώρες του πλανήτη, επίσης η Ευρωζώνη και η ΕΚΤ, υιοθετούν την απλοϊκή άποψη, σύμφωνα με την οποία όταν δεν διαπιστώνονται παρεμβάσεις των κεντρικών τραπεζών στις αγορές συναλλάγματος, οι συσχετισμοί μεταξύ των νομισμάτων είναι μη προβληματικοί – επειδή καθορίζονται από τις δυνάμεις της ελεύθερης αγοράς που δεν κάνουν λάθος!
Πρόκειται φυσικά για μία μεγάλη ανοησία – αφού απλά και μόνο η κερδοσκοπία στις αγορές συναλλάγματος, μπορεί να οδηγήσει τις ισοτιμίες των νομισμάτων προς τη λανθασμένη κατεύθυνση για πάρα πολλά χρόνια. Σε μία κατεύθυνση δηλαδή που είναι αντίθετη με τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη μίας χώρας – κυρίως όσον αφορά τις πληθωριστικές διαφορές της με τις άλλες, από τις οποίες θα καθοριζόταν αντικειμενικά η ισοτιμία του νομίσματος της. Στα πλαίσια αυτά, το νόμισμα μίας αναδυόμενης ή μίας αναπτυσσόμενης χώρας μπορεί να υποτιμηθεί ή να ανατιμηθεί μαζικά από τις αγορές – ως αποτέλεσμα των ενεργειών των κερδοσκόπων.
Ως εκ τούτου, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες είναι σωστή η επέμβαση των κεντρικών τραπεζών, με στόχο την προστασία του νομίσματος της χώρας τους – για παράδειγμα από τις ισχυρές ανατιμήσεις που προκαλούν τεράστιες ζημίες στις εξαγωγές της, όπως στην περίπτωση της Ελβετίας που της επετράπη από το αμερικανικό υπουργείο οικονομικών στο παρελθόν, με την αντίστοιχη έκθεση του. Το ίδιο ισχύει επίσης για τις κερδοσκοπικές υποτιμήσεις που οδηγούν στην αύξηση των τιμών των εισαγομένων προϊόντων σε όρους εθνικού νομίσματος, σε εμπορικά ελλείμματα, στην άνοδο του εξωτερικού χρέους ή/και σε έντονες πληθωριστικές εκρήξεις – ενώ ακόμη και το ΔΝΤ επέτρεψε στη Βραζιλία να λάβει μέτρα προστασίας της από τους κερδοσκόπους.
Ακριβώς εδώ ευρίσκονται οι αντιφάσεις και οι αδυναμίες της αμερικανικής έκθεσης – αφού (α) από τη μία πλευρά γνωρίζει κανείς πως τα αποτελέσματα της ελεύθερης αγοράς στις ισοτιμίες των νομισμάτων (αλλού επίσης) μπορεί να είναι προβληματικά, ενώ (β) από την άλλη δεν επιτρέπεται από τις ιδεολογικές προκαταλήψεις της να θεωρείται πως η ελεύθερη αγορά (οπότε οι συμμετέχοντες στη Wall Street), δεν έχει τη δυνατότητα να οδηγεί τα νομίσματα στις σωστές ισοτιμίες.
Επομένως δεν είναι λογικό να χρησιμοποιείται το απλοϊκό κριτήριο των επεμβάσεων των κεντρικών τραπεζών όσον αφορά τις ισοτιμίες των νομισμάτων, όπως στην περίπτωση της Κίνας – όπου δεν είναι ξεκάθαρο εάν η αποδυνάμωση του γουάν οφείλεται στις επεμβάσεις της κεντρικής της τράπεζας ή στις δυνάμεις της αγοράς, με στόχο τη διατήρηση της ισοτιμίας του κάτω από το συμβολικά σημαντικό 1:7 σε σχέση με το δολάριο.
Μεγαλύτερο πρόβλημα πάντως είναι το ότι μία χώρα, όπως η Γερμανία, κάτω από το «προπέτασμα καπνού» της νομισματικής ένωσης, διατηρεί ένα τεχνητά υποτιμημένο νόμισμα με τη βοήθεια του μισθολογικού dumping που εφαρμόζει – κάτι που υπονομεύει μεν σαφώς τις εμπορικές ροές, χωρίς όμως να κατηγορείται ευθέως για νομισματική χειραγώγηση. Το αμερικανικό υπουργείο οικονομικών το έχει τονίσει βέβαια, αλλά δεν μπορεί να κατηγορήσει τη Γερμανία ως «νομισματικό χειραγωγό» – επειδή η ισοτιμία του ευρώ καθορίζεται από την ελεύθερη αγορά, ενώ είναι δυνατόν να έχει μία εύλογη, σωστή αξία, χωρίς η Γερμανία να χάνει τα αδικαιολόγητα πλεονεκτήματα της.
Η Γερμανία βέβαια έχει βυθιστεί ήδη στην ύφεση, οι τράπεζες της είναι σε άθλια κατάσταση (ειδικά η Deutsche Bank που είναι εκτεθειμένη σε παράγωγα άνω των 40 τρις €), ενώ εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές της, αφού αποτελούν το 50% του ΑΕΠ της – οπότε τυχόν πρόβλημα στο ρυθμό της παγκόσμιας ανάπτυξης θα της δημιουργούσε τεράστια προβλήματα. Ας μην ξεχνάμε δε πως όλες σχεδόν οι χώρες της Ευρωζώνης της οφείλουν μεγάλα ποσά – ειδικά οι υπερχρεωμένες στο σύστημα Target 2.
Μπορεί λοιπόν ο πρόεδρος Trump να κατηγόρησε πρόσφατα την ΕΚΤ για υποτίμηση του ευρώ με την πολιτική της και μπορεί να έχει δίκιο, αλλά δεν είναι μία εύλογη κατηγορία – αφού την ίδια στιγμή πιστεύει στις δυνάμεις της ελεύθερης αγοράς που καθορίζουν δήθεν σωστά τις ισοτιμίες των νομισμάτων. Με απλά λόγια, ισχύει είτε το ένα, είτε το άλλο – ποτέ και τα δύο μαζί.
Η πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία
Συνεχίζοντας, μπορεί κανείς να επιλύσει όλα αυτά τα προβλήματα σχετικά εύκολα, εάν στηριχθεί κυρίως στις «πραγματικές συναλλαγματικές ισοτιμίες» – δηλαδή, στη διαπίστωση των πληθωριστικών διαφορών μεταξύ των σημαντικότερων εμπορικών εταίρων, οι οποίες μπορούν να διορθωθούν με τις αλλαγές της ισοτιμίας των νομισμάτων.
Το βλέπει κανείς στο παράδειγμα της Κίνας, όπου τα τελευταία χρόνια σημειώθηκε μία πραγματική ανατίμηση του νομίσματος της – παρά το ότι η ισοτιμία του απέναντι στο δολάριο δεν δημιουργήθηκε ποτέ χωρίς τις επεμβάσεις της κεντρικής της τράπεζας.
Εν προκειμένω η Κίνα ήθελε να εμποδίσει τους κερδοσκόπους να επιτεθούν στο νόμισμα της, όπως είχαν ανακοινώσει (ανάλυση μας) – οπότε επέτρεψε την πραγματική ανατίμηση του, η οποία προκλήθηκε από την ισχυρή αύξηση των μέσων μισθών των εργαζομένων της μετά την κρίση του 2008 (γράφημα). Στα πλαίσια αυτά, είναι φανερό πως η αμερικανική κυβέρνηση δεν θέλει να στηριχθεί (κυρίως) στην πραγματική αύξηση των συναλλαγματικών ισοτιμιών – επειδή τότε θα έπρεπε να αποδεχθεί ότι, ακόμη και σε περιπτώσεις που δεν διαπιστώνεται η επέμβαση των κεντρικών τραπεζών, οι ισοτιμίες μπορούν να οδηγηθούν στη λάθος κατεύθυνση.
Επίλογος
Εάν ο πρόεδρος Trump τοποθετήσει το δολάριο στο στόχαστρο του και απομακρυνθεί από την παραδοσιακή πολιτική της ισχυρής ισοτιμίας του, δεν μπορεί να τον κατηγορήσει κανείς – αφού πράγματι είναι υπερτιμημένο, οπότε λειτουργεί εις βάρος των εξαγωγών της χώρας του και υπέρ των εισαγωγών, αυξάνοντας τα ελλείμματα της. Είναι όμως άδικο να κατηγορεί τους άλλους, όπως την Κίνα, για χειραγώγηση του νομίσματος της, αφού δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο – υπενθυμίζοντας πως όταν έγινε μία συζήτηση στα πλαίσια των G20 το 2010, την οποία τότε προκάλεσε η Γαλλία, η κυβέρνηση Obama εμφανίσθηκε ως υπερασπίστρια της ελεύθερης αγοράς.
Θα συμβεί όμως το ακριβώς αντίθετο, εάν οι Η.Π.Α. επιτρέψουν την επέμβαση της Fed με στόχο την υποτιμητική χειραγώγηση του δολαρίου – τον ανοιχτό νομισματικό πόλεμο δηλαδή εναντίον των άλλων χωρών και ειδικά της Κίνας που, σε συνδυασμό με τον εξελισσόμενο εμπορικό, θα οδηγούσε σε επικίνδυνες συνθήκες, όσον αφορά την παγκόσμια ειρήνη. Πόσο μάλλον με την ύφεση προ των πυλών που μας προϊδεάζει για μία παγκόσμια καταιγίδα των καταιγίδων – η οποία θα βρει εντελώς απροετοίμαστες πολλές χώρες, με υπερχρεωμένο το δημόσιο και τον ιδιωτικό τους τομέα, με προβληματικές εμπορικές τράπεζες, με τις κεντρικές χωρίς κανένα όπλο, με τεράστιες εισοδηματικές ανισότητες, με τις αγορές παγίων περιουσιακών στοιχείων σε υπερβολικά ύψη (φούσκες) κοκ.
Είναι περιττό δε να αναφέρουμε πως η πλέον ανοχύρωτη χώρα στον πλανήτη, μέλος μίας θνησιγενούς νομισματικής ένωσης και υποχείριο των δανειστών της (ανανεώθηκε μόλις η αυστηρή επιτήρηση της για έναν ακόμη χρόνο από την Τρόικα), είναι η Ελλάδα.
https://analyst.gr/2020/03/17/krax/