σχόλιο Γ.Θ : Προκειμένου η ανθρωπότητα να σφραγιστεί και να ελεγχθεί ολοκληρωτικά, οι αντίχριστοι που εξουσιάζουν τον κόσμο, προτίμησαν να διαλύσουν ακόμα και την δική τους παγκόσμια οικονομία που αυτοί οι ίδιοι ελέγχουν και κατέχουν. Οι λύσσα τους να μας σφραγίσουν είναι μεγαλύτερη από ότι μπορούμε να φανταστούμε. Φανταστείτε το μίσος τους όταν σε λίγο που θα μας ζητήσουν να σφραγιστούμε για υγειονομικούς λόγους, οι Χριστιανοί θα τους πούμε ένα μεγαλοπρεπές ΟΧΙ. Φανταστείτε το μίσος των δημοσιοκάφρων, των καναλαρχών και των μένουμε σπίτι δεσποτάδων... Θα μας φέρονται σαν να είμαστε εν δυνάμει φονιάδες που θα διασπείρουμε τον ιό
Δημήτριος Κοσκινιώτης
Πριν μερικά χρόνια, κάποιος φίλος μού μετέφερε τα λόγια ενός γέροντα μοναχού, ο οποίος μιλώντας για τα χρόνια που έρχονται, έλεγε πως θα ξυπνήσουμε μια μέρα και η ζωή μας θα έχει αλλάξει ξαφνικά, χωρίς να το περιμένουμε.
Επειδή βρισκόμασταν στη δίνη της οικονομικής κρίσης το μυαλό μου πήγαινε κατά βάση σε κάποια κατάσταση όπως το κλείσιμο των τραπεζών, που όταν συνέβη εκείνο το καλοκαίρι του 2015, πράγματι μας αιφνιδίασε όλους ή κάτι σαν το επαπειλούμενο κούρεμα των καταθέσεων.
Αλλά, αυτές τις μέρες καταλάβαμε ότι,
τα πράγματα δεν ήρθαν όπως ίσως φανταζόμαστε. Αυτή τη φορά ξεπεράσθηκαν κατά πολύ οι γνωστές αιτίες για τη λήψη «σωτήριων» μέτρων από την Πολιτεία, όπως το μέγεθος του δημόσιου χρέους ή τα προβλήματα δανεισμού. Τώρα πια τα μέτρα εστιάζουν χωρίς προσχήματα, στον περιορισμό της ελευθερίας των πολιτών και αυτό φαίνεται να έχει μακρυνό ορίζοντα.
Κι αν κάποιος έχει λόγους να εξανίσταται για τα μέτρα που έχουν οικονομικό χαρακτήρα, ποιός μπορεί να προβάλλει έστω ένα επιχείρημα μπροστά στον κίνδυνο και την ανησυχία για τη δημόσια υγεία;
Νομίζω κανείς.
Κατά τα φαινόμενα η ημέρα αυτή, για την οποία μάλλον μιλούσε εκείνος ο γέροντας, ήδη ξημέρωσε.
Φαίνεται πλέον ότι η ζωή μας άλλαξε για καλά.
Ο φόβος επισκίασε τα πάντα και μάλλον δεν θα φύγει ποτέ πιά γιατί, κι όταν θα έχει βρεθεί η θεραπεία και πάψει ετούτη η επιδημία, η αγωνία για τον επόμενο και ενδεχομένως ανθεκτικότερο ιό θα συνεχίσει να υπάρχει.
Βέβαια η επιστήμη δίνει τον αγώνα της
και θα συνεχίσει να τον δίνει και στο μέλλον, αλλά ετούτος ο λαός έμαθε απ’ τους πατεράδες του να εμπιστεύεται στα δύσκολα και τον Μέγα Επιστήμονα, τον Ιατρό ψυχών και σωμάτων, τον Θεό των πατέρων του. Και μάλιστα έμαθε να τον προσεγγίζει βάζοντας μεσολαβητή την Μεγάλη Μάνα. Και για να μπορεί να Του μιλά κατά πρόσωπο, Τον ζωγράφισε και Του έφτιαξε και στέγη για να ακουμπά εκεί τον πόνο, την αγωνία, τους φόβους του και για να παίρνει ελπίδα.
Όμως αυτή τη φορά, αυτή την δύσκολη συγκυρία, η πόρτα του «Ιατρείου» έκλεισε. Δεν χτυπά πια η καμπάνα, δεν λειτουργεί ο παπάς, δεν ψάλλει ο ψάλτης, έπαψαν οι παρακλήσεις.
Εκεί που είχαμε αλλειτούργητους τους άρχοντες φθάσαμε να μην λειτουργείται κι ο πιστός λαός, έστω αυτοί οι λίγοι που είχαν τη συνήθεια.
Ο καθένας μόνος του πια.
Βρέθηκε και η νέα συνταγή, κατ’ οίκον εκκλησία!
Η Εκκλησία λοιπόν, αυτή που συνέχισε να υπάρχει ακόμη και στα χρόνια της μακριάς οθωμανικής νύχτας, αυτή που δεν εγκατέλειψε τον κατατρεγμένο λαό ούτε πιο πρόσφατα, στα χρόνια της τελευταίας ξενικής κατοχής, αυτή τη δύσκολη ώρα έπαψε να είναι πρόμαχος στον αγώνα του λαού, ανέστειλε τη λειτουργία της και μας συστήνεται από το ραδιόφωνο.
Αυτήν την κρίσιμη περίσταση η Εκκλησία σίγησε.
Και δείχνει χωρίς υπεκφυγές πως εγκατέλειψε το ποίμνιό της.
Άραγε δεν έχει πλέον ρόλο η Εκκλησία;
Όλα αυτά που συνιστούσε στα κηρύγματα τόσα χρόνια, δεν έχουν νόημα πιά;
Μήπως ήταν λόγια του αέρα;
Αρκείται μόνο στις δυνάμεις των επιστημόνων για να καταπάψει το κακό;
Δεν έχει εναλλακτική να προτείνει;
Έτσι έκαναν άραγε οι παλαιότεροι;
Προφανώς ετούτη η επιδημία δεν είναι η πρώτη που επισκέπτεται την ανθρώπινη ιστορία.
Δεν άκουσε η Διοίκηση της Εκκλησίας καμιά από τις αφηγήσεις των Αγιορειτών για το πώς κατέπαυαν οι συμφορές, όταν οι δυνάμεις των ανθρώπων έφθαναν στα όριά τους;
Δεν θυμούνται ότι η τελευταία μεγάλη πυρκαϊά που κατέκαψε το Άγιο Όρος σταμάτησε στα όρια της Μονής Χιλανδαρίου όταν βγήκε στον περίβολο η Τριχερούσα;
Γιατί δεν τηλεφώνησαν στον Αρχοντάρη της Μεγίστης Λαύρας για να τους πει τί έκανε σε ανάλογες περιπτώσεις η Κουκουζέλισσα;
Δεν έχουν αγιορείτικες μνήμες;
Θα μπορούσαν εναλλακτικά να ενημερωθούν από το μοναστήρι του Αγίου Στεφάνου στα Μετέωρα για το πώς η τίμια κάρα του Αγίου Χαραλάμπους κατέπαυσε την επιδημία πανώλης στο Θεσσαλικό κάμπο.
Σίγουρα η Διοίκηση δεν μπορεί να αγνοεί ότι το «οπλοστάσιό» της είναι ακαταγώνιστο.
Αλλά γιατί σιώπησε και αυτή τη φορά;
Γιατί επέτρεψε να λοιδωρείται και αυτό το μέγα Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας;
Γιατί αμαχητί δέχθηκε να στερηθεί ο πιστός λαός το ασφαλές στήριγμά του;
Μα θα πείτε πως έτσι συνηθίζει τώρα τελευταία.
Ομιλώσα σιωπή ονόμασε τη φυγομαχία.
Όσες φορές χρειάσθηκε, στην πρόσφατη ιστορία, διαρκώς υποχωρεί, συνεχώς παραχωρεί έδαφος και ηττάται.
Ευαγγελισμός ξημερώνει και δεν θα ακουστεί χαρμόσυνη η καμπάνα.
Να μην δοξολογήσει ο Έλληνας την Υπέρμαχο Στρατηγό του Γένους;
Να μην Την ευχαριστήσει για τη λευτεριά του;
Και κοντεύει και το Πάσχα.
Θα μείνει ο λαός ακοινώνητος;
Θα αρνηθεί η Εκκλησία να πανηγυρίσουμε και την Ανάσταση;
Δηλαδή στέργει να κρύβεται Ο νικητής του θανάτου; Μα τότε ματαία η πίστης, όπως είπε και ο μέγας Παύλος.
Πώς θα επιστρέψει στις ζωές μας η Εκκλησία την επόμενη μέρα, τότε που θα καταπαύσει η επιδημία, όταν την ώρα του κινδύνου κρύφτηκε;
Ο άνθρωπος χρειάζεται την Εκκλησία, και τον Θεό κατ’ επέκταση, όταν θεωρεί ότι δεν επαρκούν οι δυνάμεις του. Αν μπορούσε να τα κάνει όλα μόνος του τί θα χρειαζόταν τον Θεό;
Δεν θα ήταν μια ευκαιρία για την Εκκλησία, αυτή η μεγάλη δοκιμασία να αναδείξει το μεγαλείο της πίστης;
Γιατί δεν ενέτεινε, για παράδειγμα, τις ακολουθίες των κληρικών της για την άνωθεν βοήθεια, έστω και κεκλεισμένων των θυρών;
Ακόμη περισσότερο, γιατί δεν ανέλαβε την πρωτοβουλία να φιλοξενήσει στην Αθήνα, όπου δίνεται η μεγαλύτερη μάχη, την θαυματουργή εικόνα της Ευαγγελίστριας από την Τήνο ή το Άξιον Εστί, όπως έκανε παλαιότερα, έστω χωρίς να οργανωθεί προσκύνημα, και να δέεται ο κλήρος μπροστά της νυχθημερόν, όσο παλεύουν οι επιστήμονες μαζί με το προσωπικό των Νοσοκομείων και ο λαός είναι τόσο φοβισμένος;
Μήπως αυτά ανήκουν στο παρελθόν;
Μήπως αποδεχόμαστε πλέον ότι, δεν έχουν αγιαστική δύναμη τα ιερά εικονίσματα και τα λείψανα των Αγίων με τα οποία έχει στολισθεί η πατρίδα μας;
Μήπως πρέπει να μείνει στη συνείδηση του λαού αυτό για το οποίο θέλει να μας πείσει ο αρθρογράφος μεγάλης αθηναϊκής εφημερίδας στην κυριακάτικη έκδοσή της, στις αρχές του μήνα, σε άρθρο του με τίτλο «Εδώ, ο Χριστός δεν σώζει», ορμώμενος από το γεγονός ότι, 21 από τους 24 Έλληνες που επισκέφθηκαν τους Αγίους Τόπους προσβλήθηκαν από τον φοβερό ιό, παρότι όπως ισχυρίζεται «είχαν προμηθευθεί τον υψηλότερο βαθμό θεϊκής προστασίας»;
Εκτός αν υποθέσουμε ότι, κάποιοι πιστεύουν πως τα πράγματα θα εξελιχθούν πολύ χειρότερα και θα αναγκαστεί η Πολιτεία να καταφύγει στην Εκκλησία, όπως έγινε στην Ρωσία τα χρόνια του Μεγάλου Πολέμου.
Όμως το σπουδαιότερο ξέρετε, είναι μάλλον άλλο. Φαντάζεσθε ότι θα πάρει θέση η Εκκλησία για τα σοβαρότερα θέματα που θα ακολουθήσουν σύντομα, όπως οι νέες ταυτότητες;
Που θα βρει το κύρος να καταθέσει ενστάσεις αν χρειασθεί;
Ευτυχώς όμως οι μάσκες έπεσαν.
Μόνος του έμεινε να παλεύει ο Έλληνας τον αγώνα του κι ας μιλήσει καθένας με τον Θεό του.
Δημήτριος Κοσκινιώτης
Πριν μερικά χρόνια, κάποιος φίλος μού μετέφερε τα λόγια ενός γέροντα μοναχού, ο οποίος μιλώντας για τα χρόνια που έρχονται, έλεγε πως θα ξυπνήσουμε μια μέρα και η ζωή μας θα έχει αλλάξει ξαφνικά, χωρίς να το περιμένουμε.
Επειδή βρισκόμασταν στη δίνη της οικονομικής κρίσης το μυαλό μου πήγαινε κατά βάση σε κάποια κατάσταση όπως το κλείσιμο των τραπεζών, που όταν συνέβη εκείνο το καλοκαίρι του 2015, πράγματι μας αιφνιδίασε όλους ή κάτι σαν το επαπειλούμενο κούρεμα των καταθέσεων.
Αλλά, αυτές τις μέρες καταλάβαμε ότι,
τα πράγματα δεν ήρθαν όπως ίσως φανταζόμαστε. Αυτή τη φορά ξεπεράσθηκαν κατά πολύ οι γνωστές αιτίες για τη λήψη «σωτήριων» μέτρων από την Πολιτεία, όπως το μέγεθος του δημόσιου χρέους ή τα προβλήματα δανεισμού. Τώρα πια τα μέτρα εστιάζουν χωρίς προσχήματα, στον περιορισμό της ελευθερίας των πολιτών και αυτό φαίνεται να έχει μακρυνό ορίζοντα.
Κι αν κάποιος έχει λόγους να εξανίσταται για τα μέτρα που έχουν οικονομικό χαρακτήρα, ποιός μπορεί να προβάλλει έστω ένα επιχείρημα μπροστά στον κίνδυνο και την ανησυχία για τη δημόσια υγεία;
Νομίζω κανείς.
Κατά τα φαινόμενα η ημέρα αυτή, για την οποία μάλλον μιλούσε εκείνος ο γέροντας, ήδη ξημέρωσε.
Φαίνεται πλέον ότι η ζωή μας άλλαξε για καλά.
Ο φόβος επισκίασε τα πάντα και μάλλον δεν θα φύγει ποτέ πιά γιατί, κι όταν θα έχει βρεθεί η θεραπεία και πάψει ετούτη η επιδημία, η αγωνία για τον επόμενο και ενδεχομένως ανθεκτικότερο ιό θα συνεχίσει να υπάρχει.
Βέβαια η επιστήμη δίνει τον αγώνα της
και θα συνεχίσει να τον δίνει και στο μέλλον, αλλά ετούτος ο λαός έμαθε απ’ τους πατεράδες του να εμπιστεύεται στα δύσκολα και τον Μέγα Επιστήμονα, τον Ιατρό ψυχών και σωμάτων, τον Θεό των πατέρων του. Και μάλιστα έμαθε να τον προσεγγίζει βάζοντας μεσολαβητή την Μεγάλη Μάνα. Και για να μπορεί να Του μιλά κατά πρόσωπο, Τον ζωγράφισε και Του έφτιαξε και στέγη για να ακουμπά εκεί τον πόνο, την αγωνία, τους φόβους του και για να παίρνει ελπίδα.
Όμως αυτή τη φορά, αυτή την δύσκολη συγκυρία, η πόρτα του «Ιατρείου» έκλεισε. Δεν χτυπά πια η καμπάνα, δεν λειτουργεί ο παπάς, δεν ψάλλει ο ψάλτης, έπαψαν οι παρακλήσεις.
Εκεί που είχαμε αλλειτούργητους τους άρχοντες φθάσαμε να μην λειτουργείται κι ο πιστός λαός, έστω αυτοί οι λίγοι που είχαν τη συνήθεια.
Ο καθένας μόνος του πια.
Βρέθηκε και η νέα συνταγή, κατ’ οίκον εκκλησία!
Η Εκκλησία λοιπόν, αυτή που συνέχισε να υπάρχει ακόμη και στα χρόνια της μακριάς οθωμανικής νύχτας, αυτή που δεν εγκατέλειψε τον κατατρεγμένο λαό ούτε πιο πρόσφατα, στα χρόνια της τελευταίας ξενικής κατοχής, αυτή τη δύσκολη ώρα έπαψε να είναι πρόμαχος στον αγώνα του λαού, ανέστειλε τη λειτουργία της και μας συστήνεται από το ραδιόφωνο.
Αυτήν την κρίσιμη περίσταση η Εκκλησία σίγησε.
Και δείχνει χωρίς υπεκφυγές πως εγκατέλειψε το ποίμνιό της.
Άραγε δεν έχει πλέον ρόλο η Εκκλησία;
Όλα αυτά που συνιστούσε στα κηρύγματα τόσα χρόνια, δεν έχουν νόημα πιά;
Μήπως ήταν λόγια του αέρα;
Αρκείται μόνο στις δυνάμεις των επιστημόνων για να καταπάψει το κακό;
Δεν έχει εναλλακτική να προτείνει;
Έτσι έκαναν άραγε οι παλαιότεροι;
Προφανώς ετούτη η επιδημία δεν είναι η πρώτη που επισκέπτεται την ανθρώπινη ιστορία.
Δεν άκουσε η Διοίκηση της Εκκλησίας καμιά από τις αφηγήσεις των Αγιορειτών για το πώς κατέπαυαν οι συμφορές, όταν οι δυνάμεις των ανθρώπων έφθαναν στα όριά τους;
Δεν θυμούνται ότι η τελευταία μεγάλη πυρκαϊά που κατέκαψε το Άγιο Όρος σταμάτησε στα όρια της Μονής Χιλανδαρίου όταν βγήκε στον περίβολο η Τριχερούσα;
Γιατί δεν τηλεφώνησαν στον Αρχοντάρη της Μεγίστης Λαύρας για να τους πει τί έκανε σε ανάλογες περιπτώσεις η Κουκουζέλισσα;
Δεν έχουν αγιορείτικες μνήμες;
Θα μπορούσαν εναλλακτικά να ενημερωθούν από το μοναστήρι του Αγίου Στεφάνου στα Μετέωρα για το πώς η τίμια κάρα του Αγίου Χαραλάμπους κατέπαυσε την επιδημία πανώλης στο Θεσσαλικό κάμπο.
Σίγουρα η Διοίκηση δεν μπορεί να αγνοεί ότι το «οπλοστάσιό» της είναι ακαταγώνιστο.
Αλλά γιατί σιώπησε και αυτή τη φορά;
Γιατί επέτρεψε να λοιδωρείται και αυτό το μέγα Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας;
Γιατί αμαχητί δέχθηκε να στερηθεί ο πιστός λαός το ασφαλές στήριγμά του;
Μα θα πείτε πως έτσι συνηθίζει τώρα τελευταία.
Ομιλώσα σιωπή ονόμασε τη φυγομαχία.
Όσες φορές χρειάσθηκε, στην πρόσφατη ιστορία, διαρκώς υποχωρεί, συνεχώς παραχωρεί έδαφος και ηττάται.
Ευαγγελισμός ξημερώνει και δεν θα ακουστεί χαρμόσυνη η καμπάνα.
Να μην δοξολογήσει ο Έλληνας την Υπέρμαχο Στρατηγό του Γένους;
Να μην Την ευχαριστήσει για τη λευτεριά του;
Και κοντεύει και το Πάσχα.
Θα μείνει ο λαός ακοινώνητος;
Θα αρνηθεί η Εκκλησία να πανηγυρίσουμε και την Ανάσταση;
Δηλαδή στέργει να κρύβεται Ο νικητής του θανάτου; Μα τότε ματαία η πίστης, όπως είπε και ο μέγας Παύλος.
Πώς θα επιστρέψει στις ζωές μας η Εκκλησία την επόμενη μέρα, τότε που θα καταπαύσει η επιδημία, όταν την ώρα του κινδύνου κρύφτηκε;
Ο άνθρωπος χρειάζεται την Εκκλησία, και τον Θεό κατ’ επέκταση, όταν θεωρεί ότι δεν επαρκούν οι δυνάμεις του. Αν μπορούσε να τα κάνει όλα μόνος του τί θα χρειαζόταν τον Θεό;
Δεν θα ήταν μια ευκαιρία για την Εκκλησία, αυτή η μεγάλη δοκιμασία να αναδείξει το μεγαλείο της πίστης;
Γιατί δεν ενέτεινε, για παράδειγμα, τις ακολουθίες των κληρικών της για την άνωθεν βοήθεια, έστω και κεκλεισμένων των θυρών;
Ακόμη περισσότερο, γιατί δεν ανέλαβε την πρωτοβουλία να φιλοξενήσει στην Αθήνα, όπου δίνεται η μεγαλύτερη μάχη, την θαυματουργή εικόνα της Ευαγγελίστριας από την Τήνο ή το Άξιον Εστί, όπως έκανε παλαιότερα, έστω χωρίς να οργανωθεί προσκύνημα, και να δέεται ο κλήρος μπροστά της νυχθημερόν, όσο παλεύουν οι επιστήμονες μαζί με το προσωπικό των Νοσοκομείων και ο λαός είναι τόσο φοβισμένος;
Μήπως αυτά ανήκουν στο παρελθόν;
Μήπως αποδεχόμαστε πλέον ότι, δεν έχουν αγιαστική δύναμη τα ιερά εικονίσματα και τα λείψανα των Αγίων με τα οποία έχει στολισθεί η πατρίδα μας;
Μήπως πρέπει να μείνει στη συνείδηση του λαού αυτό για το οποίο θέλει να μας πείσει ο αρθρογράφος μεγάλης αθηναϊκής εφημερίδας στην κυριακάτικη έκδοσή της, στις αρχές του μήνα, σε άρθρο του με τίτλο «Εδώ, ο Χριστός δεν σώζει», ορμώμενος από το γεγονός ότι, 21 από τους 24 Έλληνες που επισκέφθηκαν τους Αγίους Τόπους προσβλήθηκαν από τον φοβερό ιό, παρότι όπως ισχυρίζεται «είχαν προμηθευθεί τον υψηλότερο βαθμό θεϊκής προστασίας»;
Εκτός αν υποθέσουμε ότι, κάποιοι πιστεύουν πως τα πράγματα θα εξελιχθούν πολύ χειρότερα και θα αναγκαστεί η Πολιτεία να καταφύγει στην Εκκλησία, όπως έγινε στην Ρωσία τα χρόνια του Μεγάλου Πολέμου.
Όμως το σπουδαιότερο ξέρετε, είναι μάλλον άλλο. Φαντάζεσθε ότι θα πάρει θέση η Εκκλησία για τα σοβαρότερα θέματα που θα ακολουθήσουν σύντομα, όπως οι νέες ταυτότητες;
Που θα βρει το κύρος να καταθέσει ενστάσεις αν χρειασθεί;
Ευτυχώς όμως οι μάσκες έπεσαν.
Μόνος του έμεινε να παλεύει ο Έλληνας τον αγώνα του κι ας μιλήσει καθένας με τον Θεό του.