Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2018

Η Τουρκία δεν μπορεί να επιτεθεί σε κανέναν χωρίς την έγκριση των ΗΠΑ ή της Ρωσίας

Η Τουρκία του Ερντογάν προκαλεί γερούς πονοκέφαλους στους Αμερικανούς και στην Ευρώπη. Η Ελλάδα δεν αναβαθμίστηκε ούτε στιγμή ως αντίβαρο στις τουρκικές απιστίες, και αγνοήθηκαν παντελώς οι κομπασμοί ότι είμαστε όαση ειρήνης στα Βαλκάνια.
Διότι τίποτα δεν ήταν αποτέλεσμα δικής μας ισχύος και μπορεί εύκολα να αναιρεθεί. Π.χ. οι ΗΠΑ δεν αναγνωρίζουν μεν νομιμότητα στο τουρκοκυπριακό «κράτος», αλλά «αποφασίζουν» ότι έχει δικαιώματα στα κοιτάσματα. Η Τουρκία παραμένει ισχυρή παρά τις απιστίες της, ή μάλλον οι απιστίες της την κάνουν πιο επιθυμητή. Αντίθετα η Ελλάδα παραμένει αδύναμη και τα παρακάλια της αφήνουν αδιάφορους τους πάντες.
Μόνο αν ο κατώτερος μπορεί να βλάψει τους άρχοντες του δίνουν παράσημο (αναβάθμιση), για να κάτσει φρόνιμα. Ή τον ναρκώνουν με πολλά «μπράβο παιδί μου» για να μείνει ήρεμος ώσπου να τον σφάξουν.
Πίσω από τις απειλές, η Τουρκία υπό τον «σουλτάνο» περπατάει στις μύτες για μην πατήσει κάλους και φάει κλοτσιά. Βήμα δεν έχει κάνει ο Ερντογάν χωρίς άδεια των ΗΠΑ ή των Ρώσων. Ούτε αστόχαστα θα επιτεθεί στην Ελλάδα, π.χ. στη Μεγίστη (Καστελόριζο). Είχαν ζητήσει οι Τούρκοι από τους Αμερικανούς, όταν ο Κωσταράκος ήταν αρχηγός ΓΕΕΘΑ, να μείνουν αδρανείς οι ΗΠΑ 72 ώρες ώστε να μας επιτεθούν απερίσπαστοι. Δεν πήραν (καλή) απάντηση. Και έμειναν με το φόβο της «παγίδας Σαντάμ»: Αυτός νόμιζε ότι του έδωσαν άδεια εισβολής στο Κουβέιτ, εισέβαλε και τον κρέμασαν. Η Τουρκία, επιγραμματικά, είχε με τους κεμαλιστές μοναδικό αφέντη τις ΗΠΑ. Τώρα έβαλε και τη Ρωσία στο κεφάλι της. Είναι η άλλη όψη του «παίζω με δύο».
Να μην μπερδευόμαστε. Η Τουρκία δεν είναι υποτελής, ποτέ δεν ήταν, όπως η Ελλάδα. Αλλά ούτε ήταν ούτε είναι ανεξάρτητη, π.χ. όπως κάθε μεσαίο ή μεγάλο δυτικοευρωπαϊκό κράτος – Ισπανία, Γαλλία κτλ. Η Τουρκία παραμένει μια χώρα υποδεέστερη.
Ο Ερντογάν ως σουλτάνος είναι αδύναμος, όπως οι προπάτορες στην παρακμή των Οθωμανών. Οι δυο Μεγάλοι, ΗΠΑ-Ρωσία, δεν θέλουν τρίτο, παρείσακτο, στα χωράφια τους. Η διαφορά είναι πως ο Ερντογάν είναι παίκτης. Η Ελλάδα δεν είναι παίκτης, είναι υποχείριο. Γι’ αυτό μας φαντάζει τρανός ο Ερντογάν. Γι’ αυτό μας βγάζουν γλώσσα ακόμα και οι Σκοπιανοί, εσχάτως και ο Ράμα. Για τις ελληνικές κυβερνήσεις, ανεξαρτήτως ιδεολογίας, τα εθνικά θέματα ήταν πάντα άχθος – δεν υπάρχουν γραμμές, ούτε κόκκινες ούτε πράσινες ούτε γαλάζιες. Ο εθνομηδενισμός είναι γνώρισμα της ελίτ, και όχι μόνο του πολιτικού προσωπικού. Με την τιμητική εξαίρεση στο σχέδιο Ανάν από τον Παπαδόπουλο και τους Καραμανλή-Μολυβιάτη.

Ο Ερντογάν έχει παρόμοιο πρόβλημα με τον Τραμπ. Και οι δυο δεν αποτελούν απλώς μια κάπως διαφορετική όψη του καθεστώτος (Δημοκρατικοί/Ρεπουμπλικανοί), αλλά αμφισβητούν βασικές του λειτουργίες και πολιτικές.
Ο Τραμπ με το σύνθημα «πρώτα η Αμερική» απαίτησε την υποταγή των συμμάχων των ΗΠΑ όχι μόνο στον στρατηγικό αλλά και στον οικονομικό τομέα. Ο Ερντογάν, ουσιαστικά με το ίδιο σύνθημα, άλλαξε το χάρτη των συμμαχιών της Τουρκίας εξισορροπώντας τις σχέσεις με τη Ρωσία. Και βρέθηκε αντιμέτωπος όχι μόνο με τις ΗΠΑ αλλά και με υπολογίσιμο τμήμα της αστικής κεμαλικής τάξης, όπως ο Τραμπ έχει αντίπαλο την καθεστηκυία τάξη των ΗΠΑ.
Η αντιπαλότητα στον Ερντογάν δεν οφείλεται μόνο στον υπαρκτό αυταρχισμό του, αλλά και στο ότι ανατρέπει κατεστημένες πολιτικές δεκαετιών και συγκρούεται με ριζωμένα συμφέροντα, πολιτικά και οικονομικά. Στην πράξη εξελίσσεται μια ανατρεπτική διαδικασία –μακρόχρονη– αναδιαμόρφωσης της κυβερνώσας ελίτ. Η νέα «ερντογανική» ελίτ καλείται να κολυμπήσει στη δίνη αντικρουόμενων διεθνών συμφερόντων, έξω από το λιμάνι της αμερικανικής προστασίας που εξασφάλιζαν οι κεμαλιστές.
Ο Ερντογάν δεν είναι πιο αυταρχικός από τον Κεμάλ, όπως οι πρακτικές στη Δύση δεν είναι πρότυπο δημοκρατίας, π.χ. να επιβάλεις στους Ιταλούς (ή στους Έλληνες) πολιτικές που έχουν απορρίψει. Αλλά ο Κεμάλ είχε σαφείς στόχους, να «εξευρωπαΐσει» την Τουρκία, ενώ ο Ερντογάν διστάζει ή προσκρούει σε ανυπέρβλητα εμπόδια:

Η ανασύσταση μιας (Οθωμανικής) Αυτοκρατορίας είναι ελκυστικό δέλεαρ, αλλά έχει πολλούς εχθρούς, πιο ισχυρούς – ΗΠΑ, Ρωσία, Άραβες. Η άλλη επιλογή, η πορεία προς την Ευρώπη, έχει εγκαταλειφθεί και από τις δυο πλευρές.
Η στροφή στον Ισλαμισμό είναι επίσης ουτοπική. Πρώτον διχάζει την τουρκική κοινωνία σε καιρούς που απαιτούν ενότητα για να αντιμετωπιστεί η ξένη (αμερικανική) επιβουλή. Και δεύτερον ο Ισλαμισμός έχει ξεθωριάσει, ηττήθηκε διαδοχικά πρώτα στην Τσετσενία και καθοριστικά στη Συρία. Και στο πολύνεκρο Μπατακλάν (Γαλλία) αποκαλύφθηκε σύνδεση των «τρομοκρατών» με μυστικές υπηρεσίες, έτσι ώστε να δημιουργηθούν υποψίες ότι επρόκειτο όχι για μάρτυρες του Ισλάμ αλλά για πράκτορες προβοκάτορες. Γενικότερα το «ισλαμικό κίνημα» φαίνεται μάλλον σαν μια ακόμα μεταμφίεση των υποκινούμενων «έγχρωμων επαναστάσεων».
Στον Ερντογάν απομένει ως αποκούμπι ο εθνικισμός. Αλλά κάθε επιθετικός εθνικισμός αν δεν καταλήγει σε απτά και σταθερά (εδαφικά και άλλα) κέρδη, μοιραία έχει βίο βραχύ και τέλος άδοξο. Το δίλημμα αν μπορεί και σε ποιον να επιτεθεί, χωρίς στήριξη του ενός και τουλάχιστον την ανοχή του άλλου από τους δυο Μεγάλους, είναι πολύ χειρότερο από το αίνιγμα της επιλογής μεταξύ Αμερικής και Ρωσίας. Αλίμονο σε όποιον έχει τα γένια αλλά δεν έχει και τα χτένια.


Απόστολος Αποστολόπουλος

Πηγή

Τα θυμάσαι τα αδέρφια σου;

Έχουμε να γράψουμε ιστορία ακόμη...