Είναι εκπληκτικό ότι τη στιγμή που καταρρέει το Ισλαμικό Κράτος στη Μέση Ανατολή και δημιουργούνται οι προϋποθέσεις, μετά την εκλογή Τραμπ, για συγκλίσεις μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων, Ηνωμένων Πολιτειών και Ρωσίας, που θα επιτρέψουν την εξάλειψή του, έρχεται στο προσκήνιο μια άλλη μορφή αντιπαραθέσεως, μεταξύ του Ισλάμ και των χριστιανικών ευρωπαϊκών χωρών.
Πρωταγωνιστής στη νέα αυτή αντιπαράθεση, που θυμίζει το οθωμανικό παρελθόν, είναι η Τουρκία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Τίποτε άλλο δεν θα μπορούσε να καταδείξει τόσο έντονα τον δρόμο που έχει διανυθεί στην εσωτερική πολιτική ζωή της Τουρκίας και την αναστροφή είναι που έχει συντελεσθεί.
Το ιδεολογικό θεμέλιο του καθεστώτος του Κεμάλ Ατατούρκ ήταν ο εξευρωπαϊσμός και ο παραμερισμός του Ισλάμ ως προτύπου και ως ιδεολογίας πολιτικής και κοινωνικής οργανώσεως.
Ο προσανατολισμός αυτός οδήγησε στη δημιουργία ενός αυταρχικού καθεστώτος, πίσω από μια βιτρίνα δημοκρατικών θεσμών, με θεσμικό εγγυητή τον Στρατό.
Ο Ερντογάν και το κόμμα του (ΑΚΡ/ Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης) ανήλθαν στην εξουσία με αμερικανική ανοχή και ενθάρρυνση.
Είχαν ήδη μεσολαβήσει μια σειρά παράγοντες, που άλλαξαν καταλυτικά τα δεδομένα:
Η εσωτερική φθορά και απαξίωση του Κεμαλικού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος.
Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ενώσεως, η οποία επανέφερε στο προσκήνιο το μέλλον των μουσουλμανικών πληθυσμών της πρώην ΕΣΣΔ, σε συνδυασμό με έναν νέο γεωπολιτικό ανταγωνισμό για τον έλεγχο της Ευρασίας.
Η άνοδος διεθνώς του ριζοσπαστικού Ισλάμ, ιδιαίτερα μετά τον πρώτο πόλεμο του Αφγανιστάν και την ισλαμική επανάσταση στο Ιράν.
Το αυξημένο βάρος που απέκτησαν στον αραβικό κόσμο οι έντονα ισλαμικές αραβικές χώρες, όπως η Σαουδική Αραβία, το Κατάρ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, σε συνδυασμό με τον επίσης έντονο γεωπολιτικό ανταγωνισμό με το σιιτικό Ιράν.
Ο «σουλτάνος» αναβιώνει τον θρησκευτικό ανταγωνισμό
Ο Ερντογάν κινήθηκε σε πρώτη φάση στο πλαίσιο της πολιτικής του ήπιου Ισλάμ, υποστηρίζοντας την πολιτική του ευρωπαϊκού προσανατολισμού ως αντίβαρο στην εχθρότητα του στρατιωτικού κατεστημένου, που παρέμενε προσηλωμένο στον θεσμικό ρόλο του Στρατού, σύμφωνα με τις υποθήκες του Κεμάλ.
Όταν όμως κατόρθωσε να αναλάβει την πραγματική εξουσία, άρχισε να διαμορφώνει και καθαρότερα την πολιτική της αποκαταστάσεως και της προβολής του οθωμανικού παρελθόντος.
Απροκάλυπτα επεκτατική λόγω οθωμανικής παλινδρόμησης
Η παλινδρόμηση στο οθωμανικό παρελθόν δεν εξαντλείται, προφανώς, στο φολκλόρ της επιστροφής στις ιστορικές οθωμανικές ενδυμασίες μέχρι τις στρατιωτικές στολές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ενέχει μεγάλες φιλοδοξίες αναβιώσεως του οθωμανικού μεγαλείου και ανακτήσεως παλαιών οθωμανικών εδαφών και ζωνών επιρροής.
Στο πνεύμα αυτό, ο πρωταγωνιστής της οθωμανικής και της ισλαμικής αποκαταστάσεως, Ταγίπ Ερντογάν, απορρίπτει ως πρότυπο αναφοράς τον Κεμάλ Ατατούρκ και τη Συνθήκη της Λωζάννης πάνω στην οποία στηρίχθηκε η δημιουργία της Τουρκίας ως εθνικού και κοσμικού κράτους.
Αναφέρεται στην οθωμανική παράδοση και στο ορόσημο της καταλήψεως της Κωνσταντινουπόλεως. Η τελευταία εορτάζεται επί Ερντογάν μεγαλοπρεπώς, με αναπαραστάσεις και άλλες εκδηλώσεις.
Η πολιτική οθωμανικού μεγαλείου περιλαμβάνει, προφανώς, φιλοδοξίες αναδείξεως της Τουρκίας σε μεγάλη δύναμη και επαναφοράς υπό τουρκικό έλεγχο παλαιών οθωμανικών εδαφών, προς κάθε κατεύθυνση.
Το στρατηγικό αδιέξοδο στη Συρία και στο Ιράκ αντιμετωπίζεται ως μια προσωρινή κατάσταση που μπορεί στο μέλλον να αλλάξει κάτω από την πίεση της ανερχόμενης τουρκικής ισχύος.
Ο μεγάλος πονοκέφαλος και εφιάλτης στην περίπτωση αυτή είναι οι Κούρδοι.
Η Τουρκία έχει, βεβαίως, μεγάλες φιλοδοξίες και στα δυτικά, κατ’ αρχήν σε βάρος της Ελλάδος και της Κύπρου αλλά και σ’ ολόκληρη την περιοχή των Βαλκανίων.
Οι φιλοδοξίες αυτές συμπίπτουν με μια νέα περίοδο διαφαινόμενης μεγάλης αστάθειας και κρίσεως στα Βαλκάνια.
Ένα πρώτο επίκεντρο είναι τα Σκόπια, σε συνδυασμό με τις αλβανικές φιλοδοξίες.
Η Αλβανία του Έντι Ράμα προωθεί στενές σχέσεις με την Άγκυρα σε όλους τους τομείς και προσβλέπει στην «προστασία» της Τουρκίας σε συνδυασμό με εκείνη των Ηνωμένων Πολιτειών και του NATO.
Ένα δεύτερο επίκεντρο είναι το Κοσσυφοπέδιο, η ηγεσία του οποίου προωθεί τη δημιουργία τακτικού στρατού, κατά παραβίαση των Συνθηκών με βάση τις οποίες αναγνωρίσθηκε η αυτονόμηση του Κοσσυφοπεδίου από τη Σερβία.
Ένα τρίτο επίκεντρο είναι η Βοσνία. Η επιβολή ενός καθεστώτος «τριζωνικής ομοσπονδίας», με βάση τις Συμφωνίες του Ντέιτον, έχει φτάσει σε οριακό σημείο και μια νέα κρίση μπορεί να ξεσπάσει ανά πάσα στιγμή.
Μπορεί να προσλάβει, μάλιστα, χαρακτήρα μεγάλης θρησκευτικής συγκρούσεως, με την παρεμβολή φανατικών ισλαμιστών απ’ όλο τον κόσμο, που αναζητούν νέο πεδίο δράσεως μετά τη Συρία.
Η επέμβαση του NATO τη δεκαετία του ’90 δεν είχε ν’ αντιμετωπίσει το αντίπαλο δέος μιας Σοβιετικής Ενώσεως ή της σημερινής Ρωσίας του Πούτιν.
Τα πράγματα όμως σήμερα είναι πολύ διαφορετικά.
Δεν έχει επίσης αποσαφηνισθεί ακόμη εάν η αμερικανική πολιτική στα Βαλκάνια παραμένει αμετάβλητη και μετά την εκλογή Τραμπ.
Η βαθιά κρίση επίσης της Ευρωπαϊκής Ενώσεως μειώνει καταλυτικά την επιρροή και τον ρόλο της ως παράγοντα σταθερότητας και προοπτικής στα Βαλκάνια.
Ήδη η Σερβία, ενώπιον των διαφαινομένων κινδύνων, απομακρύνεται από την πολιτική εντάξεως στην EE και συσφίγγει τους πολιτικούς και αμυντικούς της δεσμούς με τη Ρωσία.
Στο στόχαστρο τα κοιτάσματα από Καστελόριζο μέχρι Κύπρο
Προσφάτως, η Αγκυρα έχει πολλαπλασιάσει τις προκλήσεις και τις Navtex για ασκήσεις και παράνομες έρευνες στον χώρο της ΑΟΖ της Ελλάδος και της Κύπρου, ιδιαίτερα στην ευθεία γραμμή από το Καστελόριζο ως την Πάφο.
Είναι γνωστή η τουρκική εμμονή με το Καστελόριζο, το οποίο η Άγκυρα θέλει να αποκλείσει από οποιαδήποτε επήρεια στην ΑΟΖ της Ελλάδος, με την οποία η τελευταία προεκτείνεται ως την ΑΟΖ της Αιγύπτου.
Η Άγκυρα δραστηριοποιείται παραλλήλως στην κυπριακή ΑΟΖ, προβάλλοντας αδιανόητες διεκδικήσεις και θέλοντας να στείλει το μήνυμα ότι θα εμποδίσει οποιαδήποτε αξιοποίηση του φυσικού αερίου της Κύπρου πριν από τη «λύση» ή χωρίς την αποδοχή των τουρκικών όρων για ισότιμη συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων.
Η ενδοτική πολιτική που ακολούθησαν οι δύο τελευταίοι πρόεδροι της Κυπριακής Δημοκρατίας, Χριστόφιας και Αναστασιάδης, και οι αντίστοιχες ηγεσίες των κομμάτων τους, ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ, έχουν φέρει σε πολύ δύσκολη θέση την κυπριακή πλευρά.
Το φιάσκο της Πενταμερούς Διασκέψεως στη Γενεύη ανέδειξε, για άλλη μια φορά, τα απίστευτα όρια της τουρκικής αδιαλλαξίας και αλαζονείας.
Η τουρκική πλευρά, παρά τις απαράδεκτες και αδιανόητες υποχωρήσεις στις οποίες προέβη ο πρόεδρος Αναστασιάδης, ανατρέποντας ουσιαστικά όλες σχεδόν τις «κόκκινες γραμμές» της ελληνικής πλευράς, απάντησε με πλήρη αδιαλλαξία και νέες αξιώσεις.
Προέταξε το θέμα της αποδόσεως των τεσσάρων ευρωπαϊκών ελευθεριών σε όλους τους Τούρκους υπηκόους ως προϋπόθεση για την επανάληψη των διακοινοτικών συνομιλιών.
Τις τελευταίες διέκοψε ο Τουρκοκύπριος ηγέτης, Μουσταφά Ακιντζί, με πρόσχημα την απόφαση που υιοθέτησε η Κυπριακή Βουλή για τον εορτασμό στα σχολεία, ως ιστορικού γεγονότος, του Ενωτικού Δημοψηφίσματος του 1950. Ο Τουρκοκύπριος ηγέτης ανέλαβε, σε συνεργασία με την Άγκυρα, μια θορυβώδη εκστρατεία κατά της ελληνικής πλευράς, με καταγγελίες ότι δήθεν δεν παραιτήθηκε από τον στόχο της Ενώσεως και ότι τον καλλιεργεί ως ιδεολογία στη νέα γενιά.
Πραγματικός στόχος της τουρκικής πλευράς είναι, βεβαίως, η συγκάλυψη της τουρκικής αδιαλλαξίας, που οδήγησε σε αδιέξοδο τις διακοινοτικές συνομιλίες, και η επίρριψη των ευθυνών στην ελληνική πλευρά.
Πρωταγωνιστής στη νέα αυτή αντιπαράθεση, που θυμίζει το οθωμανικό παρελθόν, είναι η Τουρκία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Τίποτε άλλο δεν θα μπορούσε να καταδείξει τόσο έντονα τον δρόμο που έχει διανυθεί στην εσωτερική πολιτική ζωή της Τουρκίας και την αναστροφή είναι που έχει συντελεσθεί.
Το ιδεολογικό θεμέλιο του καθεστώτος του Κεμάλ Ατατούρκ ήταν ο εξευρωπαϊσμός και ο παραμερισμός του Ισλάμ ως προτύπου και ως ιδεολογίας πολιτικής και κοινωνικής οργανώσεως.
Ο προσανατολισμός αυτός οδήγησε στη δημιουργία ενός αυταρχικού καθεστώτος, πίσω από μια βιτρίνα δημοκρατικών θεσμών, με θεσμικό εγγυητή τον Στρατό.
Ο Ερντογάν και το κόμμα του (ΑΚΡ/ Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης) ανήλθαν στην εξουσία με αμερικανική ανοχή και ενθάρρυνση.
Είχαν ήδη μεσολαβήσει μια σειρά παράγοντες, που άλλαξαν καταλυτικά τα δεδομένα:
Η εσωτερική φθορά και απαξίωση του Κεμαλικού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος.
Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ενώσεως, η οποία επανέφερε στο προσκήνιο το μέλλον των μουσουλμανικών πληθυσμών της πρώην ΕΣΣΔ, σε συνδυασμό με έναν νέο γεωπολιτικό ανταγωνισμό για τον έλεγχο της Ευρασίας.
Η άνοδος διεθνώς του ριζοσπαστικού Ισλάμ, ιδιαίτερα μετά τον πρώτο πόλεμο του Αφγανιστάν και την ισλαμική επανάσταση στο Ιράν.
Το αυξημένο βάρος που απέκτησαν στον αραβικό κόσμο οι έντονα ισλαμικές αραβικές χώρες, όπως η Σαουδική Αραβία, το Κατάρ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, σε συνδυασμό με τον επίσης έντονο γεωπολιτικό ανταγωνισμό με το σιιτικό Ιράν.
Ο «σουλτάνος» αναβιώνει τον θρησκευτικό ανταγωνισμό
Ο Ερντογάν κινήθηκε σε πρώτη φάση στο πλαίσιο της πολιτικής του ήπιου Ισλάμ, υποστηρίζοντας την πολιτική του ευρωπαϊκού προσανατολισμού ως αντίβαρο στην εχθρότητα του στρατιωτικού κατεστημένου, που παρέμενε προσηλωμένο στον θεσμικό ρόλο του Στρατού, σύμφωνα με τις υποθήκες του Κεμάλ.
Όταν όμως κατόρθωσε να αναλάβει την πραγματική εξουσία, άρχισε να διαμορφώνει και καθαρότερα την πολιτική της αποκαταστάσεως και της προβολής του οθωμανικού παρελθόντος.
Απροκάλυπτα επεκτατική λόγω οθωμανικής παλινδρόμησης
Η παλινδρόμηση στο οθωμανικό παρελθόν δεν εξαντλείται, προφανώς, στο φολκλόρ της επιστροφής στις ιστορικές οθωμανικές ενδυμασίες μέχρι τις στρατιωτικές στολές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ενέχει μεγάλες φιλοδοξίες αναβιώσεως του οθωμανικού μεγαλείου και ανακτήσεως παλαιών οθωμανικών εδαφών και ζωνών επιρροής.
Στο πνεύμα αυτό, ο πρωταγωνιστής της οθωμανικής και της ισλαμικής αποκαταστάσεως, Ταγίπ Ερντογάν, απορρίπτει ως πρότυπο αναφοράς τον Κεμάλ Ατατούρκ και τη Συνθήκη της Λωζάννης πάνω στην οποία στηρίχθηκε η δημιουργία της Τουρκίας ως εθνικού και κοσμικού κράτους.
Αναφέρεται στην οθωμανική παράδοση και στο ορόσημο της καταλήψεως της Κωνσταντινουπόλεως. Η τελευταία εορτάζεται επί Ερντογάν μεγαλοπρεπώς, με αναπαραστάσεις και άλλες εκδηλώσεις.
Η πολιτική οθωμανικού μεγαλείου περιλαμβάνει, προφανώς, φιλοδοξίες αναδείξεως της Τουρκίας σε μεγάλη δύναμη και επαναφοράς υπό τουρκικό έλεγχο παλαιών οθωμανικών εδαφών, προς κάθε κατεύθυνση.
Το στρατηγικό αδιέξοδο στη Συρία και στο Ιράκ αντιμετωπίζεται ως μια προσωρινή κατάσταση που μπορεί στο μέλλον να αλλάξει κάτω από την πίεση της ανερχόμενης τουρκικής ισχύος.
Ο μεγάλος πονοκέφαλος και εφιάλτης στην περίπτωση αυτή είναι οι Κούρδοι.
Η Τουρκία έχει, βεβαίως, μεγάλες φιλοδοξίες και στα δυτικά, κατ’ αρχήν σε βάρος της Ελλάδος και της Κύπρου αλλά και σ’ ολόκληρη την περιοχή των Βαλκανίων.
Οι φιλοδοξίες αυτές συμπίπτουν με μια νέα περίοδο διαφαινόμενης μεγάλης αστάθειας και κρίσεως στα Βαλκάνια.
Ένα πρώτο επίκεντρο είναι τα Σκόπια, σε συνδυασμό με τις αλβανικές φιλοδοξίες.
Η Αλβανία του Έντι Ράμα προωθεί στενές σχέσεις με την Άγκυρα σε όλους τους τομείς και προσβλέπει στην «προστασία» της Τουρκίας σε συνδυασμό με εκείνη των Ηνωμένων Πολιτειών και του NATO.
Ένα δεύτερο επίκεντρο είναι το Κοσσυφοπέδιο, η ηγεσία του οποίου προωθεί τη δημιουργία τακτικού στρατού, κατά παραβίαση των Συνθηκών με βάση τις οποίες αναγνωρίσθηκε η αυτονόμηση του Κοσσυφοπεδίου από τη Σερβία.
Ένα τρίτο επίκεντρο είναι η Βοσνία. Η επιβολή ενός καθεστώτος «τριζωνικής ομοσπονδίας», με βάση τις Συμφωνίες του Ντέιτον, έχει φτάσει σε οριακό σημείο και μια νέα κρίση μπορεί να ξεσπάσει ανά πάσα στιγμή.
Μπορεί να προσλάβει, μάλιστα, χαρακτήρα μεγάλης θρησκευτικής συγκρούσεως, με την παρεμβολή φανατικών ισλαμιστών απ’ όλο τον κόσμο, που αναζητούν νέο πεδίο δράσεως μετά τη Συρία.
Η επέμβαση του NATO τη δεκαετία του ’90 δεν είχε ν’ αντιμετωπίσει το αντίπαλο δέος μιας Σοβιετικής Ενώσεως ή της σημερινής Ρωσίας του Πούτιν.
Τα πράγματα όμως σήμερα είναι πολύ διαφορετικά.
Δεν έχει επίσης αποσαφηνισθεί ακόμη εάν η αμερικανική πολιτική στα Βαλκάνια παραμένει αμετάβλητη και μετά την εκλογή Τραμπ.
Η βαθιά κρίση επίσης της Ευρωπαϊκής Ενώσεως μειώνει καταλυτικά την επιρροή και τον ρόλο της ως παράγοντα σταθερότητας και προοπτικής στα Βαλκάνια.
Ήδη η Σερβία, ενώπιον των διαφαινομένων κινδύνων, απομακρύνεται από την πολιτική εντάξεως στην EE και συσφίγγει τους πολιτικούς και αμυντικούς της δεσμούς με τη Ρωσία.
Στο στόχαστρο τα κοιτάσματα από Καστελόριζο μέχρι Κύπρο
Προσφάτως, η Αγκυρα έχει πολλαπλασιάσει τις προκλήσεις και τις Navtex για ασκήσεις και παράνομες έρευνες στον χώρο της ΑΟΖ της Ελλάδος και της Κύπρου, ιδιαίτερα στην ευθεία γραμμή από το Καστελόριζο ως την Πάφο.
Είναι γνωστή η τουρκική εμμονή με το Καστελόριζο, το οποίο η Άγκυρα θέλει να αποκλείσει από οποιαδήποτε επήρεια στην ΑΟΖ της Ελλάδος, με την οποία η τελευταία προεκτείνεται ως την ΑΟΖ της Αιγύπτου.
Η Άγκυρα δραστηριοποιείται παραλλήλως στην κυπριακή ΑΟΖ, προβάλλοντας αδιανόητες διεκδικήσεις και θέλοντας να στείλει το μήνυμα ότι θα εμποδίσει οποιαδήποτε αξιοποίηση του φυσικού αερίου της Κύπρου πριν από τη «λύση» ή χωρίς την αποδοχή των τουρκικών όρων για ισότιμη συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων.
Η ενδοτική πολιτική που ακολούθησαν οι δύο τελευταίοι πρόεδροι της Κυπριακής Δημοκρατίας, Χριστόφιας και Αναστασιάδης, και οι αντίστοιχες ηγεσίες των κομμάτων τους, ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ, έχουν φέρει σε πολύ δύσκολη θέση την κυπριακή πλευρά.
Το φιάσκο της Πενταμερούς Διασκέψεως στη Γενεύη ανέδειξε, για άλλη μια φορά, τα απίστευτα όρια της τουρκικής αδιαλλαξίας και αλαζονείας.
Η τουρκική πλευρά, παρά τις απαράδεκτες και αδιανόητες υποχωρήσεις στις οποίες προέβη ο πρόεδρος Αναστασιάδης, ανατρέποντας ουσιαστικά όλες σχεδόν τις «κόκκινες γραμμές» της ελληνικής πλευράς, απάντησε με πλήρη αδιαλλαξία και νέες αξιώσεις.
Προέταξε το θέμα της αποδόσεως των τεσσάρων ευρωπαϊκών ελευθεριών σε όλους τους Τούρκους υπηκόους ως προϋπόθεση για την επανάληψη των διακοινοτικών συνομιλιών.
Τις τελευταίες διέκοψε ο Τουρκοκύπριος ηγέτης, Μουσταφά Ακιντζί, με πρόσχημα την απόφαση που υιοθέτησε η Κυπριακή Βουλή για τον εορτασμό στα σχολεία, ως ιστορικού γεγονότος, του Ενωτικού Δημοψηφίσματος του 1950. Ο Τουρκοκύπριος ηγέτης ανέλαβε, σε συνεργασία με την Άγκυρα, μια θορυβώδη εκστρατεία κατά της ελληνικής πλευράς, με καταγγελίες ότι δήθεν δεν παραιτήθηκε από τον στόχο της Ενώσεως και ότι τον καλλιεργεί ως ιδεολογία στη νέα γενιά.
Πραγματικός στόχος της τουρκικής πλευράς είναι, βεβαίως, η συγκάλυψη της τουρκικής αδιαλλαξίας, που οδήγησε σε αδιέξοδο τις διακοινοτικές συνομιλίες, και η επίρριψη των ευθυνών στην ελληνική πλευρά.
Του ΠΕΡΙΚΛΗ ΝΕΑΡΧΟΥ, Πρέσβεως ε.τ., στο Περιοδικό Επίκαιρα, με τίτλο: ΠΟΛΛΑ ΤΑ ΜΕΤΩΠΑ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΑΝΟΙΞΕΙ Η ΑΓΚΥΡΑ – Αντιπαράθεση με Ευρώπη, σύγκρουση με Ελλάδα