Κάποτε σε μία μεγάλη πόλη θέλανε να κτίσουνε ένα ναό.
Το όνομα αυτού που θα πρόσφερε τα περισσότερα θα γραφόταν στα προπύλαια του ναού με ανεξίτηλα γράμματα από το χέρι του Θεού.
Όλοι πρόθυμα βοηθούσαν, μα πιο πολύ ο βασιλιάς, γι’ αυτό και όλοι πίστευαν πως το όνομά του ήταν το επικρατέστερο.
Όταν όμως τελείωσε ο ναός, το χέρι του Θεού έγραψε ένα όνομα τελείως άγνωστο.
Ήταν το όνομα μιας γριούλας.
Ο βασιλιάς την κάλεσε και την ρώτησε τι πρόσφερε στο ναό και γράφτηκε το όνομά της.
Κι εκείνη απάντησε: «Τίποτε, βασιλιά μου, μόνο όταν τα βοϊδάμαξα τα δικά σου που κουβαλούσαν τα μάρμαρα για το ναό, στην ανηφόρα βογγούσαν, εγώ πήγαινα, τα χάιδευα και τους έδινα σανό».
Στα μάτια του Θεού ποτέ δε λάμπουν οι ποσότητες που προσφέρουμε, αλλά οι διαθέσεις και οι προθέσεις που διαθέτουμε.
.
Αντιγραφή για το «σπιτάκι της Μέλιας»
ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ-ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2012
ΔΙΜΗΝΙΑΙΟ ΕΝΤΥΠΟ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΒΟΥΝΙΩΤΙΣΣΑΣ
Έτος 3ο – Αρ. Φύλλου 15
Εικόνα από:guardache