Ὅταν συµβαίνει ἕνα συγκλονιστικὸ γεγονός, ἡ ἀπήχησή του στοὺς λαοὺς εἶναι ἔντονη καὶ –ἀνάλογα τὸ γεγονὸς– οἱ ἐπιπτώσεις του διαρκοῦν γιὰ πολλὰ χρόνια. Μετά, ὁ ἀπόηχος σιγὰ-σιγὰ ἐξασθενεῖ, τὸ γεγονὸς περνάει στὴ διάσταση τοῦ θρύλου καὶ καταλήγει σὰν ἀχνὴ ἀνάµνηση διηγήσεων ποὺ ἀλλάζουν ἀπὸ στόµα σὲ στόµα, καθὼς παραδίδονται ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά. Ἐκεῖ, τὸ συναίσθηµα, οἱ ἀνεκπλήρωτοι πόθοι, τὰ ὄνειρα καὶ οἱ ἐπιθυµίες, κερδίζουν τὴν ἀντικειµενικὴ θεώρηση καὶ θολώνουν τὴ σωστὴ ἐκτίµηση τῶν λαθῶν.
Ἀκολουθῶντας τὴν ἴδια ἀναπόφευκτη πορεία, ἡ κατάλυση τῆς Ἀνατολικῆς Ρωµαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ποὺ ἔγινε ὁριστικὴ πραγµατικότητα µὲ τὴν πτώση τῆς Κωνσταντινούπολης –τὸ γεγονὸς ποὺ συγκλόνισε τὴν οἰκουµένη τοῦ 15ου αἰῶνα καὶ ἔρχεται στὴ µνήµη µας κάθε µήνα Μάϊο- ἔγινε γιὰ τὸ λαό µας ἕνας ἐπώδυνος θρύλος, πηγὴ θρήνων γιὰ τὴ χαµένη δόξα, τὴ χαµένη δύναµη, τὸ χαµένο πρωταγωνιστικὸ ρόλο στὴν ἱστορία τῆς παγκόσµιας ζωῆς.
Ἡ ὀδύνη τῆς καταστροφῆς µας, ὅπως καὶ ὁ καθηµερινὸς ἀγώνας ἐπιβίωσης κάτω ἀπὸ ἐξαιρετικὰ δύσκολες συνθῆκες, ἡ ζωὴ µέσα στὸν διαρκῆ φόβο τῆς αἰχµαλωσίας, τῆς σκληρῆς καταπίεσης καὶ τῆς µόνιµης ἐφιαλτικῆς ἀπειλῆς, ἐµπόδισε τὴν δική µας φυσικὴ ἱστορικὴ ἐξέλιξη ποὺ ἀκολούθησαν ὅλοι οἱ ἄλλοι λαοὶ –ἐµπόδισε, δηλαδή, τὴν ἱστορικὴ ὡρίµανσή µας– καὶ µᾶς µετέτρεψε σὲ ἕνα λαὸ αἰώνιο ἔφηβο, ἀνασφαλῆ, ἀπρόβλεπτο, κυκλοθυµικό, κοµπλεξικὸ καὶ εὐεπηρέαστο. Τὴ µιὰ στιγµὴ καυχιόµαστε γιὰ τοὺς ἔνδοξους προγόνους καὶ γιὰ τὰ φῶτα τοῦ πολιτισµοῦ ποὺ δώσαµε στοὺς βαρβάρους καὶ τὴν ἄλλη στιγµὴ ὑποκλινόµαστε καὶ ἐκλιπαροῦµε, γιατί εἴµαστε µικρὴ χώρα καὶ πρέπει νὰ καλοπιάνουµε τοὺς ἰσχυροὺς φίλους µας. Γιατί ἔχουµε τὸ ἐφηβικὸ ἐλάττωµα τῆς ὑποκειµενικότητας καὶ τῆς εὐπιστίας καὶ ὄχι τὴν ὡριµότητα νὰ καταλάβουµε τὸ πῶς µᾶς βλέπουν πραγµατικὰ οἱ ἄλλοι.
Ἡ κατάλυση τῆς Ἀνατολικῆς Ρωµαϊκῆς αὐτοκρατορίας –ποὺ µεθοδεύτηκε πολλὰ χρόνια πρὶν τὴν τελικὴ πτώση τῆς Κωνσταντινούπολης– ἔχει τρεῖς κυρίως θεωρήσεις. Ἡ πρώτη εἶναι, βέβαια, ἡ δική µας θεώρηση, ἡ θεώρηση τοῦ λαοῦ ποὺ διαµόρφωσε τὴ νοοτροπία της καὶ ἐργάστηκε γιὰ τὴν ἀκµὴ ἀλλὰ καὶ τὴν παρακµή της. Ἡ δεύτερη θεώρηση εἶναι αὐτὴ τοῦ Τουρκικοῦ λαοῦ καὶ ὅλων τῶν λαῶν τῆς Ἀνατολῆς ποὺ διαµόρφωσαν τὴ δική τους νοοτροπία καὶ διεκδίκησαν µὲ τὰ στίφη τους τὴν ἱστορική τους παρουσία. Καὶ ἡ τρίτη θεώρηση εἶναι αὐτὴ τῶν λαῶν τῆς Δύσης, πού, ἀφοῦ κατέλυσαν τὴ Δυτικὴ Ρωµαϊκὴ αὐτοκρατορία καὶ ἰδιοποιήθηκαν τὴν ἱστορική της συνέχεια, θέλησαν νὰ κάνουν τὸ ἴδιο καὶ στὴν Ἀνατολική. Ὅταν ἀπέτυχαν, ἀφοῦ τὴν ἀποδυνάµωσαν καὶ τὴν γκρέµισαν κοµµάτι-κοµµάτι, ἔκαναν πίσω καὶ τὴν ἐγκατέλειψαν, ἀφήνοντας τὰ στίφη τῆς ἀνατολῆς νὰ δώσουν τὸ τελικὸ χτύπηµα σὲ ἕνα ἑτοιµοθάνατο σῶµα ποὺ ἀρνιόταν πεισµατικὰ µέχρι τὸ τέλος, νὰ πεθάνει.
Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐξηγήσει κανεὶς µέσα σὲ λίγες γραµµὲς θέµατα πολύπλοκα καὶ πολυδιάστατα. Μποροῦµε ὅµως νὰ ἐπισηµάνουµε κάποια χαρακτηριστικά τῶν δυὸ διαφορετικῶν κόσµων ποὺ µᾶς ἔχουν ἀνάµεσά τους καὶ τρέφουν γιὰ µᾶς ἀντιφατικὰ καὶ ἀλληλοσυγκρουόµενα συναισθήµατα, στιγµατισµένα ἀπὸ τὶς ἐνοχὲς τῆς συµπεριφορᾶς τους –γιὰ νὰ µὴν πῶ τῶν ἐγκληµάτων– σὲ βάρος µας.
Γιὰ νὰ ξεκινήσουµε ἀπὸ τὴν Ἀνατολή, τὴν Ἀσία καὶ τοὺς λαούς της, µᾶς εἶναι εὔκολο νὰ καταλάβουµε τὴ γοητεία ποὺ ἀσκοῦσε πάντοτε ἐπάνω τους ἡ Ἑλλάδα, ἤδη ἀπὸ τὸν καιρὸ τοῦ Περσικοῦ πολιτισµοῦ καὶ τῆς δύναµής του. Ὁ ὁλοκληρωτισµὸς τῆς Περσικῆς δύναµης δὲν µποροῦσε νὰ συµβιβασθεῖ µὲ τὴν ἰδέα νὰ θεωρεῖται βαρβαρικὸς ἀπὸ µιὰ µικρότερη –καὶ διαιρεµένη ἐσωτερικὰ– δύναµη ποὺ δὲν ὑπολόγιζε ἀριθµοὺς καὶ ὑπεροπλίες, δὲν ὑπολόγιζε τίποτα, ἀλλὰ ζοῦσε µὲ αὐτοπεποίθηση καὶ πολλὴ “τρέλα”!
Μὲ τὸ πέρασµα τῶν αἰώνων, µπορεῖ τὰ τουρκικὰ φύλα νὰ πῆραν τὴ θέση τῆς Περσικῆς δύναµης, ἀλλά, ὁ θαυµασµὸς καὶ ὁ σεβασµὸς καὶ ἡ κατακτητικὴ διάθεση ἔµεινε ἡ ἴδια. Ἡ Ἀνατολὴ ἦταν γιὰ µᾶς ἕνας ἐχθρὸς µὲ διαφορετικὴ πίστη καὶ διαφορετικὸ πολιτισµό, ἀλλὰ ἕνας ἐχθρὸς ποὺ µᾶς σεβόταν καὶ τὸν σεβόµαστε, ποὺ µᾶς καταλάβαινε καὶ τὸν καταλαβαίναµε, ποὺ –σὲ πολλὲς περιπτώσεις– µᾶς ἐµπιστευόταν καὶ τὸν ἐµπιστευόµαστε. Ἡ Ἀνατολὴ ἦταν ἕνας ἐχθρὸς ποὺ ἀπειλοῦσε τὸ σῶµα µας, ὄχι τὴν ψυχή µας. Κι ὅταν µᾶς κατέκτησε, τελικά, κατέκτησε καὶ ἀφοµοίωσε τὸν πολιτισµό µας, τὴ ζωὴ ποὺ θαύµαζε, τὴν Πόλη ποὺ ὀνειρευόταν, τὴν ἐλευθερία µας, ἀλλὰ ὄχι τὴν ψυχή µας. Γι’ αὐτὸ καὶ ζήσαµε καὶ ζοῦµε δίπλα-δίπλα. Δύσκολα, ἄγρια, τραγικά, ἐχθρικά, ἀλλὰ δίπλα-δίπλα.
Οἱ λαοὶ τῆς Δύσης δὲν ἔχουν ἱστορικὴ συνέχεια ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα µέχρι σήµερα. Εἶναι µεταγενέστεροι λαοί, “νεαρὰ βάρβαρα ἔθνη”, ὅπως τοὺς ὀνόµαζαν –γιὰ µεγάλη τους δυσαρέσκεια– στὸ Βυζάντιο. Αὐτοὶ οἱ λαοὶ ἦρθαν νὰ κατακτήσουν γιὰ νὰ σφετεριστοῦν, νὰ ὑποκαταστήσουν, νὰ κυριαρχήσουν, νὰ σβήσουν καὶ νὰ ξαναγράψουν, ὅπως ἔκαναν στὴ Δυτικὴ Ρωµαϊκὴ αὐτοκρατορία πού, τελικὰ ὑπέκυψε στὴν ἐπιδροµή τους. Αὐτοὶ οἱ λαοὶ ἦρθαν νὰ ἁρπάξουν τὴν ψυχὴ τῆς Δυτικῆς αὐτοκρατορίας –καὶ τὴν ἅρπαξαν!
Δὲν εἶχαν θαυµασµὸ γιὰ τὴ δύναµη καὶ τὴ δόξα καὶ τὸν πλοῦτο καὶ τὴν ὑπεροχὴ ποὺ ἔβλεπαν στὴν Ἀνατολικὴ αὐτοκρατορία. Εἶχαν µόνο φθόνο καὶ ἁρπαχτικὴ διάθεση. Δὲν ἀκολούθησαν τὴν τακτικὴ τῆς κατὰ µέτωπον ἐπίθεσης τῶν ἀνατολικῶν λαῶν, ἀλλὰ ξεκίνησαν µιὰ διαβρωτικὴ προσέγγιση, προσφέροντας φιλία καὶ συµµαχία ὅπου δὲν µποροῦσαν νὰ πολεµήσουν, µὲ τὸ δόλωµα τῆς ἴδιας θρησκευτικῆς πίστης. Στὴν πρώτη εὐκαιρία ὅµως, ἅρπαζαν ὅ,τι βρισκόταν διαθέσιµο. Κι ἡ ἁρπαγή τους ἦταν τόσο ριζική, ὥστε δὲν ὑπῆρχε ἀνάκαµψη. Ἕνα παράδειγµα χαρακτηριστικὸ ἦταν τὰ ἐργοστάσια µεταξιοῦ τῆς Θήβας, τὰ µοναδικὰ στὴν κατεργασία τοῦ µεταξιοῦ στὴν Εὐρώπη, γιατί, µετὰ τὴν Κίνα, µόνον ἡ αὐτοκρατορία εἶχε τὴν ἀποκλειστικότητα τῆς κατεργασίας τοῦ µεταξιοῦ. Ὅταν οἱ Νορµανδοὶ τοῦ Ρογέριου τῆς Σικελίας ἰσοπέδωσαν τὴ Θήβα, τὸν 12ο αἰῶνα, ὅλοι οἱ ἐργάτες, οἱ τεχνίτες, οἱ ἔµπειροι ἔµποροι µεταξιοῦ, µεταφέρθηκαν στὸ βασίλειό του καὶ πίσω δὲν ἔµεινε τίποτα παρὰ ἔρηµη γῆ!
Θὰ µπορούσαµε νὰ γράψουµε σελίδες µὲ τέτοια παραδείγµατα, ἀλλὰ θὰ περιοριστῶ σὲ ἕνα µόνο ἀκόµα. Ὅταν ὁ περίφηµος Ριχάρδος ὁ Λεοντόκαρδος, ὁ ἥρωας τόσων ροµαντικῶν µύθων, ἔπλεε µὲ τὸ στρατό του στὴ Συρία –γιὰ νὰ “ὑπερασπίσει” τὴ χριστιανωσύνη καὶ νὰ ἐλευθερώσει τὴν Ἱερουσαλὴµ ἀπὸ τοὺς ἀπίστους!– σταµάτησε στὴν Κύπρο, τὴν ἄνοιξη τοῦ 1192, ζήτησε νὰ ἀποβιβαστεῖ γιὰ ἀνεφοδιασµό. Ὁ Ἰσαάκιος Κοµνηνὸς –ἀνεψιὸς τοῦ αὐτοκράτορα Μανουὴλ Κοµνηνοῦ– ποὺ βασίλευε στὴν Κύπρο, τοῦ ζήτησε νὰ ὑπογράψει συνθήκη ὑποταγῆς, ὅπως συνηθιζόταν νὰ κάνουν ὅλοι οἱ ἀρχηγοὶ στρατῶν ποὺ περνοῦσαν µέσα ἀπὸ φιλικὲς ἡγεµονίες. Ὁ Ριχάρδος ὅµως ἐπειδὴ –συγχωρεῖστε µου τὴν ἔκφραση, ἀλλὰ εἶναι ἡ µόνη ποὺ εἶναι τόσο χαρακτηριστικὴ– “εἶχε τὶς τσαντίλες του” γιατί ὑπέφερε ἀπὸ ναυτία καὶ εἶχε κινδυνέψει νὰ βυθιστεῖ ἀπὸ µιὰ τροµερὴ καταιγίδα, ἀντὶ γιὰ ἄλλη ἀπάντηση, κατέβασε τὸ στρατό του καὶ ἰσοπέδωσε τὸ νησί. Ἀπὸ τότε καὶ µετά, ποτὲ ἡ Κύπρος δὲν ἑνώθηκε µὲ τὴν ὑπόλοιπη Ἑλλάδα!
Αὐτὴ ἡ συµπεριφορὰ καὶ ἡ φθορὰ τῶν “φίλων” καὶ “ὁµόθρησκων” λαῶν, ἔστρωσε τὸ δρόµο τῆς ἅλωσης καὶ τῆς κατάλυσης τῆς αὐτοκρατορίας µας. Καί, νοµίζω, ὅσο τὰ χρόνια περνοῦν καὶ ὁ ἀπόηχος τῆς θλίψης µας ἐξασθενεῖ, θὰ πρέπει νὰ δυναµώνει ἡ ἀντικειµενικὴ θεώρηση τῶν παθηµάτων µας, ὥστε νὰ ἔχουµε τὴ σοφία –ἔστω καὶ ἀργὰ– νὰ ξαναβροῦµε τὴν αὐτοπεποίθηση καὶ τὴ θέση ποὺ χάσαµε. Ἴσως, ἔτσι, νὰ µπορέσουµε νὰ ἀρχίσουµε καὶ πάλι νὰ ὀνειρευόµαστε...
Νινέττα Βολουδάκη
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 153