Ο άγιος Ανδρέας καταγόταν από τη Δαμασκό. Επί σαράντα χρόνια εκπαιδεύτηκε στα γράμματα και εξάσκησε την εγκύκλια εκπαίδευση, οπότε ήλθε στα Ιεροσόλυμα και έγινε μοναχός. Ζώντας όσια και θεοφιλώς, στην ήσυχη και ατάραχη βιοτή του άφησε στην Εκκλησία του Χριστού λόγους και εκκλησιαστικούς ύμνους κανόνων, περισσότερο όμως αναδείχτηκε με τη συγγραφή πανηγυρικών λόγων. Μαζί με τα πολλά άλλα που έγραψε, συνέθεσε και τον Μεγάλο Κανόνα, που προξενεί πολύ μεγάλη κατάνυξη. Διότι επιλέγοντας και μαζεύοντας από όλη την ιστορία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, συνέθεσε τον ύμνο αυτό, από Αδάμ δηλαδή μέχρι και αυτήν την Ανάληψη του Χριστού και το κήρυγμα των Αποστόλων. Προτρέπει λοιπόν με αυτόν τον ύμνο κάθε ψυχή, να ζηλέψει μεν όσα καλά προσφέρει η ιστορία της Αγίας Γραφής και να τα μιμηθεί όσο είναι δυνατόν, όσα δε είναι πονηρά να τα αποφεύγει, ενώ πάντοτε να προστρέχει στον Θεό με μετάνοια, με δάκρυα και εξομολόγηση, με κάθε τι δηλαδή που ευχαριστεί τον Θεό. Όμως είναι τόσο μεγάλος ο κανόνας αυτός σε μήκος και γραμμένος με τέτοιο μέλος, ώστε είναι ικανός να μαλακώσει και τη σκληρότερη ψυχή και να τη διεγείρει να ξεκινήσει να κάνει το καλό, με την προϋπόθεση όμως να ψάλλεται με συντετριμμένη καρδιά και προσοχή που αρμόζει. Συνέθεσε δε τον ύμνο αυτό, όταν και ο πατριάρχης Ιεροσολύμων, ο μέγας Σωφρόνιος, συνέγραψε τον βίο της Μαρίας της Αιγυπτίας. Διότι και αυτός ο βίος προσφέρει άπειρη κατάνυξη και δίνει πολλή παρηγοριά σ᾽αυτούς που έχουν φταίξει και αμαρτήσει, εάν βεβαίως θελήσουν να απομακρυνθούν από τις πονηρίες.
Τάχθηκαν
δε κατά τη σημερινή ημέρα της Πέμπτης της πέμπτης εβδομάδας των
Νηστειών να ψάλλονται και να αναγινώσκονται για τον παρακάτω λόγο:
επειδή δηλαδή η αγία Τεσσαρακοστή πλησιάζει προς το τέλος, για να μη
γίνουν αμελέστεροι προς τους πνευματικούς αγώνες αυτοί που είναι ήδη
ράθυμοι, και απομακρυνθούν εντελώς από τη σωφροσύνη σε όλα, ο μεν
μέγιστος Ανδρέας, τρόπον τινά σαν αλείπτης πνευματικός γυμναστής,
αναφέροντας την αρετή των μεγάλων ανδρών μέσα από τις ιστορίες του
Μεγάλου Κανόνα, όπως και την εκτροπή από την άλλη των πονηρών, κάνει
αυτούς τους ράθυμους, όπως θα έλεγε κανείς, γενναιότερους και
υπομονετικούς, ώστε να προχωρούν με καλό τρόπο μπροστά και με ανδρεία. Ο
δε ιερός Σωφρόνιος, με τον σπουδαίο του λόγο για την οσία Μαρία, τους
κάνει πάλι να γίνουν σώφρονες, και τους ξεσηκώνει προς τον Θεό, ώστε να
να μην πέφτουν πια στην αμαρτία ούτε και να απελπίζονται, αν μερικοί
βρέθηκαν να είναι αιχμαλωτισμένοι σε κάποια παραπτώματα. Διότι η διήγηση
για την αγία Μαρία παρουσιάζει πόσο μεγάλη είναι η φιλανθρωπία και η
συμπάθεια του Θεού σ᾽εκείνους που αποφασίζουν να μετανοήσουν από τις
προηγούμενες αμαρτίες τους. Λέγεται δε Μεγάλος Κανόνας, ίσως θα έλεγε
κανείς και για τις ίδιες τις έννοιες που προβάλλει και τις σκέψεις που
περιέχει: ο ποιητής του έχει γόνιμη σκέψη, καθώς τα συνέθεσε όλα άριστα.
Αλλά λέγεται Μεγάλος και για τον λόγο ότι από όλους τους υπόλοιπους
κανόνες, που έχουν τριάντα ή και λιγότερα τροπάρια, αυτός εκτείνεται σε
διακόσια πενήντα τροπάρια, που το καθένα από αυτά αποστάζει άρρητη
ηδονή. Σωστά λοιπόν και πρεπόντως ο Μέγας αυτός Κανόνας, ο οποίος
περικλείει μεγάλη κατάνυξη, τάχθηκε να ψάλλεται στη Μεγάλη Σαρακοστή.
Αυτόν τον άριστο και μέγιστο κανόνα, όπως και τον λόγο της οσίας Μαρίας,
ο ίδιος Πατήρ ημών Ανδρέας, πρώτος τους έφερε στην Κωνσταντινούπολη,
όταν έφτασε εκεί σταλμένος να βοηθήσει στην έκτη Οικουμενική Σύνοδο (681
μ.Χ.) από τον πατριάρχη Ιεροσολύμων Θεόδωρο. Τότε λοιπόν, επειδή
αγωνίστηκε κατά τρόπο άριστο κατά των αιρετικών Μονοθελητών, μολονότι
ήταν ακόμη απλός μοναχός, συγκαταλέχθηκε στον Κλήρο της Εκκλησίας της
Κωνσταντινούπολης. Έπειτα έγινε διάκονος και ορφανοτρόφος σ᾽αυτήν, και
μετά από λίγο, χειροτονήθηκε αρχιεπίσκοπος Κρήτης. Αργότερα, αφού πρώτα
κάθησε αρκετά στον επισκοπικό του θρόνο στην Κρήτη, έφτασε κάπου κοντά
προς την Ιερισό της Μυτιλήνης, και εκεί εκδήμησε προς τον Κύριο᾽.
Δεν
υπάρχει χριστιανός, ο οποίος να έχει παρακολουθήσει εν επιγνώσει τον
Μεγάλο Κανόνα, που σημαίνει να έχει προσευχηθεί μέσω αυτού του μεγάλου
εκκλησιαστικού ποιήματος, και να μην έχει κατανυχθεί και να μην έχει
αποφασίσει να αλλάξει τρόπο ζωής. Διότι αυτά που προβάλλει ο άγιος
Ανδρέας, είναι όλα εκείνα που βοηθούν αφενός να αναδυθεί ο χαρισματικός
του καθενός μας εαυτός, αυτός που αναδύθηκε από την άγια κολυμβήθρα της
Εκκλησίας και αναπτύχθηκε και αναπτύσσεται μέσα από τη συμμετοχή μας
και στα υπόλοιπα μυστήριά της, αφετέρου να ελεγχθεί ο πονηρός δεύτερος
εαυτός μας και να οδηγηθεί εν μετανοία ενώπιον του Κυρίου μας. Με άλλα
λόγια ο Μέγας Κανών λειτουργεί ως φλόγα που μπορεί και φωτίζει και
θερμαίνει ό,τι καλό βρίσκει μέσα μας, ενώ κατακαίει και εξαφανίζει ό,τι
κακό σαν αγκάθι προεξέχει από τον ακατέργαστο ακόμη εαυτό μας. Ο Μέγας
Κανών δηλαδή λειτουργεί ως ένα είδος βαπτίσματος: όπως το βάπτισμα μάς
ενσωματώνει στον Χριστό καταργώντας την αναγκαστική ροπή προς το πονηρό
και το κακό, το ίδιο – τηρουμένων των αναλογιών – γίνεται με το ποίημα
αυτό. Κι είναι ευνόητο: το κείμενο αυτό είναι μία εμμελής παρουσίαση
όλης σχεδόν της Αγίας Γραφής· ο γραπτός λόγος του Θεού που έχει γίνει τραγούδι. Κι όπως ο λόγος του Θεού είναι πράγματι ῾πυρ φωτίζον, αλλά και καταναλίσκον᾽: φωτιά που φωτίζει αλλά και που κατατρώει τα πάντα, έτσι και ο Μέγας Κανών.
Από
την άποψη αυτή το εκτεταμένο αυτό εκκλησιαστικό ποίημα έχει μία
μοναδική θέση στην Εκκλησία, που αναδεικνύει και την ιδιαίτερη χάρη και
τον ξεχωριστό φωτισμό που έλαβε ο συντάκτης του από τον Κύριο και Θεό
μας. Και τίποτε άλλο να μην είχε αφήσει ο άγιος Ανδρέας, το έργο αυτό
ήταν ικανό να φανερώσει την αγιότητά του, αλλά και το μέγιστο ποιητικό
του τάλαντο. Είμαστε λοιπόν ευγνώμονες προς αυτόν, επικαλούμενοι τις
άγιες πρεσβείες του προς τον Κύριο, κατεξοχήν όμως ευγνώμονες προς τον
ίδιο τον δωρεοδότη Χριστό μας, που κατέστησε ικανό τον δούλο του Ανδρέα
να ποιήσει μία τέτοια δημιουργία. Η Εκκλησία μας βοηθά στην κατανόηση
από τους πιστούς της μοναδικής αυτής ποιητικής δημιουργίας όχι μόνο με
την αφιέρωση της συγκεκριμένης ημέρας μέσα στην Σαρακοστή, και μάλιστα
με τέλεση επί πλέον προηγιασμένης θείας Λειτουργίας πέραν της Τετάρτης
και της Παρασκευής, αλλά και με την ψαλτική απόδοσή της τμηματικά κατά
την πρώτη εβδομάδα της περιόδου αυτής. Με σκοπό ακριβώς να τονίσει τη
σημασία του Μεγάλου Κανόνα, δηλαδή τη σημασία της μετανοίας ως
επιγνώσεως των αμαρτιών μας και της άπειρης αγάπης του Θεού που δέχεται
τη μετάνοια και αποκαθιστά τον άνθρωπο στην αρχική κι ακόμη περισσότερο
θέση του: να είναι εικόνα του Θεού. Διότι βεβαίως αυτό συνιστά την
ουσία του Κανόνα αυτού: η ανάδειξη της μετανοίας ως της μοναδικής οδού,
διά της οποίας βρίσκουμε τον Θεό μας, τον γεμάτο αγάπη και έλεος
απέναντί μας. Έχουμε την εντύπωση ότι ο ο Μέγας Κανών θα πρέπει να
γίνεται τακτικό ανάγνωσμα του κάθε χριστιανού καθ᾽όλη τη διάρκεια του
έτους, και – γιατί όχι; - συχνό κείμενο μελέτης για τις πνευματικές
συνάξεις των χριστιανών. Με αυτόν τον τρόπο αφενός οι χριστιανοί θα
εμβαπτιζόμαστε μέσα στην Αγία Γραφή, αφετέρου μέσα στο διαχρονικό κλίμα
της Εκκλησίας μας, την ατμόσφαιρα της μετάνοιας. Ποιος ευκολότερος
δρόμος αγιασμού μας μπορεί να υφίσταται από αυτό;
Δεν
τολμούμε να κάνουμε επιλογή κάποιων από τα τροπάρια του Μεγάλου
Κανόνα. Το καθένα είναι μία πινελιά, όπως είπαμε, της ίδιας της χάρης
του Θεού μας. Ίσως η υπενθύμιση μόνο του κοντακίου να είναι ένα
απειροελάχιστο δείγμα του μεγαλείου του ποιήματος: ῾Ψυχή μου, ψυχή μου, ανάστα, τι καθεύδεις; Το τέλος εγγίζει και μέλλεις θορυβείσθαι· ανάνηψον ουν, ίνα φείσηταί σου Χριστός ο Θεός, ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών᾽.
Ψυχή μου, ψυχή μου, σήκω πάνω, τι κοιμάσαι; Το τέλος της ζωής σου
είναι κοντά και πρόκειται να ταραχτείς. Ξύπνα λοιπόν, για να σε λυπηθεί
και να σε ελεήσει ο Χριστός ο Θεός μας, που είναι πανταχού παρών και
γεμίζει τα πάντα με την παρουσία Του᾽. Ενώπιον του Θεού μας, που είναι
παρών στη ζωή μας, η μόνη στάση μας είναι η μετάνοια. Η μετάνοια που
μας ξυπνά από τον ύπνο που προκαλούν τα πάθη και η αμαρτία μας, όπως
βεβαίως και ο αρχέκακος διάβολος. Ξύπνιοι θα νιώσουμε την αγάπη του
Κυρίου μας και θα εισέλθουμε μαζί Του στους γάμους μας με Εκείνον. ‘Ιδού ο Νυμφίος έρχεται...Και μακάριος ο δούλος ον ευρήσει γρηγορούντα᾽.
Κι ένας τρόπος που μπορεί να προκαλέσει την ανάνηψή μας είναι η
ενθύμηση του θανάτου μας. Μη φτάσει αυτή η ώρα χωρίς μετάνοια, διότι
τότε θα είναι αργά. Κι αυτό το έργο της ανάνηψής μας πρέπει να το
αναλάβουμε εμείς οι ίδιοι. Ο καθένας μας πρέπει να είναι ο απόστολος της
ψυχής του. Οι άλλοι έχουν απλώς βοηθητικό ρόλο. Αν εμείς δεν
κατανοήσουμε την ανάγκη της εν αγάπη σχέσης μας με τον Κύριο, λίγα
πράγματα οι άλλοι μπορούν να προσφέρουν.