του Γιώργου Θαλάσση
Όλοι στην Πόλη έστρεψαν το βλέμμα τους στον τρούλο της Αγιάς
Σοφιάς και ανατρίχιασαν.
Τα παράξενα φώτα προάγγελος της απωλείας μας. «Η Χάρις φεύγει από την Βασιλεύουσα…» Είπαν οι Γέροντες όταν είδαν τα παράξενα φώτα να απομακρύνονται από τον τρούλλο της Μεγάλης Εκκλησίας και να υψώνονται στον ουρανό.
Τα παράξενα φώτα προάγγελος της απωλείας μας. «Η Χάρις φεύγει από την Βασιλεύουσα…» Είπαν οι Γέροντες όταν είδαν τα παράξενα φώτα να απομακρύνονται από τον τρούλλο της Μεγάλης Εκκλησίας και να υψώνονται στον ουρανό.
«ταχὺ
εἰσάκουσόν μου, Κύριε, ἐξέλιπε τὸ πνεῦμά μου· μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπ'
ἐμοῦ».
Στα τείχη του θανάτου η Ρωμιοσύνη
αντιστέκεται ηρωικά μαχόμενη. Τόσους αιώνες έμεινε ζωντανή νικώντας ορατούς και
αόρατους εχθρούς. Τα τείχη ραγίζουν από τον κανονιοβολισμό και το καταφύγιο των
απανταχού Χριστιανών διαρραγίζει. Υψώνονται τα λάβαρα της Αγίας Πίστης, υψώνονται
στον Ουρανό της Βασιλέυουσας οι δικέφαλοι Αετοί. Στην τελευταία επίθεση θα
νικήσουμε ή θα πεθάνουμε μαζί με την Αυτοκρατορία.
«ἐξαπόστειλον τὴν χεῖρά σου
ἐξ ὕψους, ἐξελοῦ με καὶ ρῦσαί με ἐξ ὑδάτων πολλῶν, ἐκ χειρὸς υἱῶν ἀλλοτρίων».
Με μανία φοβερή πέφτουν σαν χείμαρρος σκοτεινός επάνω μας να
μας κατασφάξουν και όσοι παραμένουμε ζωντανοί από το πρώτο κύμα μένουμε εκεί
στα διαλυμένα τείχη να υποδεχτούμε τα νέα κύματα μέχρι τον αφανισμό μας.
«Η ΠΟΛΙΣ ΕΑΛΛΩ!» μια πονεμένη κραυγή απόγνωσης ούρλιαξε
σπαρακτικά και χιλιάδες βλέμματα στράφηκαν τώρα στα τείχη πέρα στις Βλαχέρνες.
Οι σημαίες του ψευδοπροφήτη τους κυματίζουν στις Βλαχέρνες πάνω στα τείχη!
«ΕΑΛΛΩ! Φρίξον ήλιε!» Μαύρισαν οι καρδιές μας. Πέθανε το όνειρο.
«Η Πόλις χάνεται και εγώ ζω! Ας μου πάρει ένας χριστιανός το κεφάλι!» κραύγασε ο Παλαιολόγος και σαν απλός στρατιώτης της Ρωμιοσύνης όρμησε σαν αστραπή στα αφηνιασμένα τουρκικά στίφη και ταξίδεψε στην Αιωνιότητα και στο θρύλο.
Φωτιά και ατσάλι κατακρεουργεί τα υπολείμματα της άμυνάς μας την ώρα που από την ξεχασμένη από τους Ενετούς ανοικτή κερκόπορτα τα λυσσασμένα στίφη πατάνε τα χώματα της Αγιασμένης Πόλεως. Με ορμή η ομοαίματοι εχθροί, οι γενίτσαροι, μάς σαρώνουν και περνάνε τα χαλάσματα της πύλης του Αγίου Ρωμανού.
Σηκώνομαι
λουσμένος στο αίμα και κρατώντας το ξίφος δοκιμάζω να τους προλάβω. Όμως το
αίμα τρέχει ποτάμι από το λαβωμένο στήθος μου και χωρίς να το καταλάβω ξαπλώνω
ανάσκελα και προλαβαίνοντας να δακρύσω, σκέφτομαι ότι την χάσαμε την Πόλη μας.
"Και ένας Ρωμιός να μείνει, αρκεί για να ανακτηθεί πάλι με χρόνια και καιρούς", μου λέει νοερά μια γλυκιά ουράνια φωνή.
Γλυκύτερος τώρα ο πικρός μου θάνατος, συλλογίζομαι και καθώς
κλείνω τα μάτια ψιθυρίζω…
Εις χείρας σου, Κύριε, παρατίθημι την ψυχήν και το σώμα μου.